Ήταν το πολύ μακρινό 2010 όταν εργαζόμουν σε έναν άλλο δημοσιογραφικό όμιλο και έφτιαχνα βαλίτσα για να συμμετάσχω στην αποστολή που θα πλαισίωνε τον Γιώργο Παπανδρέου -την Παρασκευή 23 Απριλίου– στο ακριτικό Καστελλόριζο. «Ζητήματα που αφορούν την περιφερειακή ανάπτυξη της Ελλάδας», όπως μας πληροφόρησαν τότε από το πρωθυπουργικό γραφείο. Όλοι είχαμε καταλάβει ότι ο τότε πρωθυπουργός θα ανακοίνωνε έργα ανάπτυξης που θα γίνονταν στην περιοχή.

Μια μέρα πριν, την Πέμπτη 22 Απριλίου, συγκλήθηκε άτυπο Υπουργικό Συμβούλιο -υποτίθεται για θέματα αποκρατικοποιήσεων. Η αλήθεια ήταν ότι ο Γ. Παπανδρέου ήθελε να ανιχνεύσει τις προθέσεις των μελών της κυβέρνησης αναφορικά με την υποβολή αίτησης για την άμεση ενεργοποίηση του μηχανισμού στήριξης για τη χώρα μας. Πέρασαν τέσσερις ώρες σε αυτή τη σύσκεψη για να ληφθεί το «πράσινο φως» και να ετοιμαστεί η σχετική επιστολή -λυπητερή προς το ΔΝΤ για μια άνευ όρων οικονομική παράδοση.

«Πρόεδρε, να ακυρώσουμε το αυριανό ταξίδι;» τον ρώτησαν οι συνεργάτες του. «Γιατί να το ακυρώσουμε; Η ζωή συνεχίζεται», απάντησε εκείνος. «Θα κάνω το διάγγελμα από το Καστελλόριζο». Όλα αυτά δεν τα γνώριζα τότε και έτσι κι αλλιώς, από δημοσιογραφικές καραμπόλες, έχασα τη συμμετοχή μου σε εκείνο ταξίδι. Έτσι, μαζί με εκατομμύρια Έλληνες, είδα ότι την ημέρα της ονομαστικής εορτής του ο πρωθυπουργός έβαλε μια μωβ-πένθιμη γραβάτα και έχοντας ως φόντο το λιμανάκι του Καστελλορίζου, κοίταξε την κάμερα της δημόσιας τηλεόρασης και άρχισε να μιλά. Αυτά τα πίξελ ανήκουν στις ιστορικές στιγμές της χώρας μας από ο Γ. Παπανδρέου ανακοίνωσε στον ελληνικό λαό τα άσχημα νέα τα οποία σηματοδότησαν μια δεκαετία ανυπέρβλητης δοκιμασίας στις οικονομικές, θεσμικές, κοινωνικές, πολιτικές και, βασικά, ηθικές αντοχές μας. Η επίσημη είσοδος της Ελλάδας στον ζόφο των μνημονίων, ταυτόχρονα, απομάκρυνε από εμένα το, έτσι κι αλλιώς, ακριτικό νησί.

Δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια μετά, κι αφού η Ελλάδα έχει αποφύγει τον ύπουλο ύφαλο των μνημονίων, ήρθε η ώρα να πάω στο Καστελλόριζο. Ή Καστελόριζο. Έτσι κι αλλιώς, το όνομά του προέρχεται από το μεσαιωνικό κάστρο (Castello Rosso -δηλαδή, το «Κόκκινο Κάστρο»), που είχε χτιστεί επάνω στα ελληνιστικά κρηπιδώματα της εποχής του έπαρχου Ρόδου Σωσικλή Νικαγόρα -κάπου στο 300 τόσο π.Χ. Αντίστοιχα, ο Ιωάννης Χατζηφώτης στο βιβλίο του «Ο Λαϊκός Πολιτισμός του Καστελλόριζου», η μεγαλύτερη έρευνα που έγινε ποτέ για το όνομα και την ετυμολογία του νησιού, φθάνει στο συμπέρασμα ότι το δεύτερο συνθετικό του Καστελλόριζου προέρχεται από τη δωδεκανησιακή λέξη «ριζοβούνι», αφού όλα τα σπίτια χτίστηκαν στους πρόποδες, δηλαδή στις ρίζες του βουνού. Ναι, σε αυτό που έχει έναν ιδιαίτερο ήχο, σκορπά γαλήνη στο νησί και έχει και πολλά μονοπάτια για να το εξερευνήσετε.

Το highlight του νησιού, ανάμεσα στα υπόλοιπα, είναι ο μοναδικός οικισμός του, το ομώνυμο Καστελλόριζο, το οποίο έχει αναπτυχθεί γύρω από το φυσικό λιμάνι -εκεί όπου θα δείτε να κολυμπούν και Caretta caretta– και αποτελείται από τις συνοικίες Πηγάδια, Χωράφια και Μανδράκι. Όσο καλός κι αν είσαι στις περιγραφές, είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποδώσεις την ομορφιά, τη γραφικότητα αυτού του λιμανιού με τα καταστήματα εστίασης, το ένα και μοναδικό ζαχαροπλαστείο -λίγο πιο μέσα στέκει ο επίσης μοναδικός φούρνος- ανάμεσα σε πολλά, παλιά αρχοντικά. Κάποια από αυτά έχουν ερημώσει, αλλά έχουν γκρεμιστεί, αφού οι περισσότεροι κάτοικοι έχουν μεταναστεύσει εδώ και χρόνια στην Αυστραλία, ενώ κάποια άλλα έχουν αναπαλαιωθεί και στέκουν αγέρωχα. Αυτό που κάνει το μάτι να μην μπορεί να τα χορτάσει είναι ότι ακολουθούν πιστά την παραδοσιακή Δωδεκανησιακή αρχιτεκτονική, ενώ η ομοιομορφία τους προέρχεται από τα κοινά υλικά -πέτρα του νησιού, ξύλο από τη Μικρά Ασία, σιδεριές, κεραμίδια από την Αττάλεια και τη Μασσαλία. Και σχεδόν όλα με χρώματα που ούτε θα φανταζόσουν ποτέ ότι θα έβαφες το σπίτι σου, αλλά είναι προφανές ότι οι κάτοικοι του νησιού αυτού έχουν μια άλλη αισθητική.

Διαβάστε τη συνέχεια στο travel.gr