Δίνεται σήμερα στη δημοσιότητα η νέα μελέτη του Ινστιτούτου Εργασίας της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (ΓΣΕΕ), με τίτλο «Η παραβατικότητα στην εργασία: Η περίπτωση του επισιτισμού-τουρισμού». Η μελέτη αυτή είναι η πρώτη από μία σειρά αντίστοιχων μελετών, που εκπονούνται από το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ και αφορούν κλάδους μαζικής απασχόλησης και δυναμικής ανάπτυξης στη χώρα μας.
Η σχετική έρευνα πανελλαδικής εμβέλειας διενεργήθηκε σε περισσότερους από 500 εργαζόμενους στον κλάδο του επισιτισμού-τουρισμού την περίοδο «Δεκέμβριος 2018-Σεπτέμβριος 2019» και αφορούσε την εργασία καθ’ όλη τη διάρκεια της διετίας 2017-2018. Η έμφαση δίνεται στις ποσοτικές και στατιστικές εκφάνσεις της παραβίασης της εργατικής και κοινωνικοασφαλιστικής νομοθεσίας, καθώς και στα ποιοτικά χαρακτηριστικά του φαινομένου στο συγκεκριμένο κλάδο, αλλά και, ευρύτερα, στην ελληνική αγορά εργασίας.
Σύμφωνα με το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, «το γενικότερο πλαίσιο απασχόλησης στον κλάδο του επισιτισμού-τουρισμού αποδεικνύεται ναρκοθετημένο ήδη, πριν από την έξαρση της πανδημίας, λόγω της εξάπλωσης του ιού Covid-19». Από τα ευρήματα της έρευνας προκύπτει ότι, αν δεν ληφθούν άμεσα προληπτικά μέτρα προστασίας της εργασίας στον κλάδο, οι συνέπειες στο πεδίο της παραβατικότητας στις εργασιακές σχέσεις και στην κοινωνική ασφάλιση θα είναι ανυπολόγιστες.
Με βάση τα ευρήματα της μελέτης, «αναδεικνύεται ότι η “έξοδος” από τα μνημόνια δεν συνοδεύεται αυτόματα από την αποκατάσταση των συνεπειών της κρίσης στο εισόδημα, στις εργασιακές συνθήκες και στα ασφαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων. Αντιθέτως, διαπιστώνεται ότι, εκτός από επίμονα κρούσματα παράνομης απασχόλησης, όπως, κυρίως, της (πλήρως) αδήλωτης εργασίας, εξακολουθούν σε μεγάλη έκταση να εφαρμόζονται ή να επινοούνται νέες εκδοχές μη συμμόρφωσης στην απαρέγκλιτη τήρηση των κανόνων της κοινωνικής και εργασιακής νομοθεσίας.
Στην περίπτωση συγκεκριμένα της υποδηλωμένης εργασίας, σχεδόν 6 στους 10 εργαζόμενους, ανεξαρτήτως από το εάν εργάζονται με όρους πλήρους ή μερικής απασχόλησης, απασχολούνται συχνά καθ’ υπέρβαση του δηλωμένου χρόνου εργασίας, χωρίς οι επιπλέον ημέρες ή/και ώρες εργασίας να δηλώνονται στο σύστημα «ΕΡΓΑΝΗ». Παράλληλα, 1 στους 3 εργαζόμενους του συνολικού δείγματος επισημαίνει ότι, στην πραγματικότητα, εργάζεται εξαρχής με καθεστώς πλήρους απασχόλησης, η οποία δηλώνεται εικονικά ως μερική ή εκ περιτροπής εργασία (τα μερίδια σε αυτές τις υποπεριπτώσεις είναι 82% και 18%, αντίστοιχα)».
Όπως αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση, «η ευέλικτη και παραβατική απασχόληση επιβάλλονται κατά κανόνα μονομερώς από την εργοδοτική πλευρά, ωστόσο δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις εργατικής “συναίνεσης” – είτε για τη διατήρηση της θέσης εργασίας είτε ως μέρος μίας βραχυπρόθεσμης στρατηγικής οικονομικής επιβίωσης σε ένα εχθρικό φορολογικό-ασφαλιστικό περιβάλλον.
Ωστόσο, η απουσία προσδοκίας για μία αξιοπρεπή συνταξιοδότηση ή κοινωνική προστασία δεν οδηγεί σε μία γενικευμένη στάση υποτίμησης της ανάγκης προάσπισης του δημόσιου αγαθού της κοινωνικής ασφάλισης.
Αντίστοιχα, το υψηλό ποσοστό συνδικαλισμού στον κλάδο και ο αυξημένος βαθμός ενημέρωσης και ενεργοποίησης στις τάξεις των εργαζομένων που είναι μέλη σωματείου εργαζομένων απέναντι στα φαινόμενα παραβατικότητας στην εργασία πιστοποιούν την αντοχή της συλλογικής εργατικής προοπτικής σε ζοφερούς καιρούς για τα ελληνικά συνδικάτα» επισημαίνεται στη μελέτη.
«Στο πλαίσιο αυτό, η ΓΣΕΕ, ανταποκρινόμενη στην κρισιμότητα της συγκυρίας, έχει θέσει στη διάθεση των εργαζομένων μία διαδικτυακή φόρμα υποβολής ερωτήσεων και καταγγελιών για τα φαινόμενα εργοδοτικής αυθαιρεσίας, που προκύπτουν, με αφορμή την εξάπλωση του ιού Covid-19» υπενθυμίζει η Συνομοσπονδία.