Η ελληνική πρωτεύουσα, για πρώτη φορά φέτος η Αθήνα εμφανίζεται φέτος μεταξύ των ελκυστικών πόλεων της Ευρώπης για την επόμενη τριετία ως προς τις ξένες επενδύσεις και μάλιστα βρίσκεται στη μέση της κατάταξης στην ίδια θέση με το Μιλάνο, το Ντίσελντορφ, το Μόναχο και το Βουκουρέστι.
Τα στοιχεία προκύπτουν από την τέταρτη μεγάλη έρευνα της ΕΥ Ελλάδος, με θέμα την ελκυστικότητα της χώρας ως επενδυτικού προορισμού, η οποία διενεργήθηκε από τη Euromoney, μεταξύ 15 Μαρτίου και 15 Απριλίου μέσω online ερωτηματολογίου, σε αντιπροσωπευτικό δείγμα 501 υψηλόβαθμων στελεχών επιχειρήσεων από διάφορες γεωγραφικές περιοχές και κλάδους και παρουσιάστηκε χθες στο 5th InvestGR Forum 2022.
Το Λονδίνο παραμένει η ελκυστικότερη πόλη της Ευρώπης για επενδύσεις για την επόμενη τριετία, σύμφωνα με το 34% των ερωτηθέντων, ωστόσο, το ποσοστό αυτό είναι αισθητά μειωμένο σε σχέση με το 2020 (45%).
Το Παρίσι βρίσκεται πλέον στη δεύτερη θέση (28%) και σε απόσταση μόλις 6% από το Λονδίνο, ξεπερνώντας τη Φρανκφούρτη (21%) και τις Βρυξέλλες (15%). Βελτιωμένη είναι, επίσης, η θέση του Δουβλίνου (17%), της Ρώμης (15%), του Μάντσεστερ (13%) και της Μαδρίτης (12%). Η Αθήνα συγκέντρωσε το 3% των αναφορών, στην 22η θέση σε ένα σύνολο 44 πόλεων στην Ευρώπη.
Οι επιχειρήσεις που συμμετείχαν στην έρευνα κλήθηκαν να κατονομάσουν τους τρεις σημαντικότερους παράγοντες που επηρεάζουν τις επενδυτικές τους αποφάσεις. Ο βαθμός υιοθέτησης της τεχνολογίας από καταναλωτές, πολίτες και δημόσια διοίκηση (29%), οι πολιτικές για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και τη βιώσιμη ανάπτυξη (28%), και η διαθεσιμότητα και οι δεξιότητες του ανθρώπινου δυναμικού (26%), αναδεικνύονται στους σημαντικότερους παράγοντες. Ακολουθούν, σε μικρή απόσταση, η ρευστότητα των χρηματαγορών και η διαθεσιμότητα κεφαλαίων, η σταθερότητα του πολιτικού και ρυθμιστικού περιβάλλοντος, η ποιότητα ζωής και η αξιοπιστία των υποδομών.
Ο τουρισμός πυλώνας της ανάπτυξης της οικονομίας
Τα στελέχη των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα, διατύπωσαν τις εκτιμήσεις τους ως προς τους τομείς της ελληνικής οικονομίας που θεωρούν ότι θα αποτελέσουν την κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια. Για τέταρτη συνεχή χρονιά, ο τουρισμός αποτέλεσε τη δημοφιλέστερη απάντηση, με δύο στους τρεις συμμετέχοντες (59%) να περιλαμβάνουν τον κλάδο μεταξύ των δύο τους επιλογών, και δύο στους πέντε (43%) να τον αναφέρουν ως την πρώτη τους επιλογή.
«Είναι σαφές ότι, παρά την ενίσχυση των επενδύσεων σε πολλούς δυναμικά αναπτυσσόμενους κλάδους, εξακολουθεί να κυριαρχεί η στερεότυπη αντίληψη της ταύτισης της ελληνικής οικονομίας με τον τουρισμό. Η αντίληψη αυτή, ενδεχομένως, να έχει ενισχυθεί φέτος λόγω της αναμενόμενης ισχυρής ανάκαμψης του κλάδου στη χώρα μας, αλλά και των σημαντικών επενδυτικών κινήσεων στον χώρο, που ανακοινώθηκαν κατά το τελευταίο διάστημα», σχολιάζεται στην έρευνα.
Σημειώνεται ότι, η αντίληψη αυτή είναι ιδιαίτερα ισχυρή μεταξύ των μη εγκατεστημένων στην Ελλάδα επιχειρήσεων (68% στο σύνολο και 56% ως πρώτη επιλογή), που έχουν μικρότερη άμεση επαφή με τις εξελίξεις στη χώρα.
Στη δεύτερη θέση, όπως και το 2021, ως προς τις πρώτες επιλογές (14%) και στην τρίτη ως προς τις συνολικές αναφορές (24%) βρίσκεται η ψηφιακή οικονομία, αντανακλώντας, ενδεχομένως, τη γενικότερη αίσθηση για τον δυναμισμό και τις προοπτικές του κλάδου παγκοσμίως, αλλά και τα σημαντικά βήματα που έχει πραγματοποιήσει η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια στον ψηφιακό της μετασχηματισμό. Σημειώνεται ότι, ο κλάδος της ψηφιακής οικονομίας βρίσκεται στην πρώτη θέση στο σύνολο της Ευρώπης (45% των συνολικών αναφορών), αλλά και στις περισσότερες υπό σύγκριση χώρες, με ακόμη υψηλότερα ποσοστά (Πορτογαλία 52%, Ιρλανδία 53% και Ρουμανία 55%), υποδηλώντας ότι θα χρειαστεί να συνεχιστούν οι προσπάθειες σε αυτόν τον τομέα για τη χώρα μας και τα επόμενα χρόνια.
Ο κλάδος των logistics και καναλιών διανομής, βρίσκεται το 2022 στη δεύτερη θέση ως προς τις συνολικές αναφορές (30%), ενώ παραμένει στην τρίτη ως προς τις πρώτες επιλογές (12%). Ακολουθούν οι κλάδοι του Real estate και κατασκευών (20% των συνολικών αναφορών), και της ενέργειας και υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, περιλαμβανομένης της διαχείρισης απορριμμάτων και υδάτινων πόρων (18%).
Χαμηλότερα στην κατάταξη βρίσκονται οι επαγγελματικές υπηρεσίες (12%, έναντι 19% στην Ευρώπη), τα καταναλωτικά προϊόντα (11%, έναντι 16% στην Ευρώπη) και η καθαρή τεχνολογία και ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (μόλις 10% έναντι 35% στην Ευρώπη).
«Το τελευταίο αυτό εύρημα προκαλεί εντύπωση, δεδομένης της εστίασης του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας στις επενδύσεις που συνδέονται με τη βιωσιμότητα και, ενδεχομένως, υποδηλώνει ότι το φιλόδοξο πρόγραμμα της στροφής στις ΑΠΕ που έχει εξαγγείλει η κυβέρνηση δεν έχει ακόμη γίνει ευρέως γνωστό στην επενδυτική κοινότητα.
Αξίζει, δε, να σημειωθεί ότι, στην τελευταία εξαμηνιαία έρευνα της ΕΥ, Renewable Energy Country Attractiveness Index144, η κατάταξη της Ελλάδας βελτιώθηκε κατά τρεις θέσεις, και βρίσκεται πλέον στην 21η θέση. Θα έχει, λοιπόν, ενδιαφέρον η εξέλιξη του ποσοστού ενδιαφέροντος για τον συγκεκριμένο τομέα σε επόμενες έρευνες.
Διαβάστε ακόμη:
Littorea Limited: Μετά τις περιπέτειες η ώρα του σφυριού για το «φιλέτο» της Ύδρας (pics)
Προβλήματα στις αποκρατικοποιήσεις φέρνει ο ανοδικός κύκλος των επιτοκίων