© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Το 2023 θα είναι το νέο έτος αναφοράς για τον ελληνικό τουρισμό, ο οποίος με βάση τα μέχρι στιγμής δεδομένα βάζει τον πήχη ήδη ψηλότερα από το 2019. Το άθροισμα των εσόδων από αεροπορικές, οδικές αφίξεις αλλά και κρουαζιέρα εκτιμάται τώρα ότι μπορεί να κυμανθεί από τα 18,6 έως τα 19,1 δισ. ευρώ, ανάλογα με το βασικό ή το πιο αισιόδοξο σενάριο που έχει επεξεργαστεί ο Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ).
Εναν μήνα προτού ολοκληρώσει τη δεύτερη θητεία του στο τιμόνι του ΣΕΤΕ, όπου βρίσκεται από το 2017, ο πρόεδρος Γιάννης Ρέτσος δίνει στο ξεκίνημα της σεζόν όλη την εικόνα για τον κλάδο, αναφερόμενος στις παθογένειες, αλλά και στην επόμενη μέρα του ελληνικού τουρισμού.
Oι πρώτοι δείκτες για τη σεζόν του 2023
Από τους δείκτες που παρακολουθούν ο ΣΕΤΕ και το Ινστιτούτο του ΣΕΤΕ (ΙΝΣΕΤΕ), οι διαθέσιμες αεροπορικές θέσεις εν όψει της θερινής σεζόν είναι αυξημένες σε ποσοστό πάνω από 7% σε σύγκριση με πέρυσι που ήταν και ιστορικά η πιο δυνατή χρονιά, πάνω ακόμη και από το 2019.
Επιπλέον, έχουμε τα στοιχεία κίνησης του πρώτου τριμήνου που συγκρίνοντάς το με το 2019 -η σύγκριση δεν μπορεί να γίνει με το 2022 γιατί πέρυσι στις αρχές του έτους υπήρχαν ακόμη ταξιδιωτικοί περιορισμοί- η κίνηση εξωτερικού είναι αυξημένη και η κίνηση εσωτερικού ελαφρώς μειωμένη. Είναι αισιόδοξο το γεγονός ότι το 2023 έχει ξεκινήσει με μεγαλύτερη κίνηση από το εξωτερικό γιατί η Ελλάδα, ως γνωστόν, έχει πολύ έντονη εποχικότητα, με αδύναμους τους χειμερινούς μήνες.
Από την άλλη πλευρά, έχουμε και κάποιες αρνητικές παραμέτρους. Παρακολουθώντας τους δείκτες καταναλωτικής εμπιστοσύνης στις πέντε μεγαλύτερες αγορές εισερχόμενου τουρισμού για τη χώρα μας (Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία και ΗΠΑ) βλέπουμε ότι στις τρεις πρώτες, σε Βρετανούς, Γερμανούς και Γάλλους, ο δείκτης τον Απρίλιο είναι χαμηλότερα έναντι του 2022 και μάλιστα παρά το γεγονός ότι πέρυσι την ίδια περίοδο είχαμε ακόμη την παράμετρο της πανδημίας αλλά και του πολέμου στην Ουκρανία, ενώ σε Ιταλία και ΗΠΑ παραμένει σταθερός. Αυτό είναι ένα ζήτημα που μας απασχολεί ιδιαίτερα σε σχέση με το πώς θα μεταφραστεί στη διάθεση του κόσμου να ξοδέψει το καλοκαίρι. Ως -θετικός- αντίλογος, έρχονται οι δείκτες των τιμών των ξενοδοχείων, με τις μέσες τιμές να παραμένουν ανοδικές για τους επόμενους μήνες, ειδικά στις κατηγορίες των 4 και 5 αστέρων. Επομένως, διαπιστώνουμε ότι παραμένει η διάθεση του κοινού να ξοδέψει το εισόδημά του σε δαπάνες με περισσότερη αξία για το ίδιο, όπως είναι τα ταξίδια, εν αντιθέσει με την περίοδο της πανδημίας, όπου οι δαπάνες σχετίζονταν κατά κόρον με καταναλωτικά αγαθά. Η τάση αυτή μάλιστα είναι ακόμη πιο έντονη στα μεσαία και ανώτερα στρώματα, γι’ αυτό και βλέπουμε μεγάλη αύξηση τιμών στη διαμονή των υψηλότερων κατηγοριών και τις υπηρεσίες πολυτελείας.
Υπάρχει, βέβαια, μια υστέρηση στις χαμηλότερες κατηγορίες και επίσης στον οδικό τουρισμό, ο οποίος, όμως, έχει και τη χαμηλότερη Μέση Δαπάνη, με χαμηλότερα συνολικά έσοδα. Το οδικό κομμάτι αντιστοιχούσε το 2019 στο 1/3 των αφίξεων επί του συνόλου, δηλαδή κοντά στα 11 εκατομμύρια αφίξεις, ενώ το 2022 υπήρχε υστέρηση 35%-40% έναντι του 2019. Κατά την άποψή μου, δεν υπάρχει περίπτωση να καλυφθεί η διαφορά αυτή μέσα στο 2023, γιατί ο οδικός τουρισμός προέρχεται από τις κοντινές χώρες των Βαλκανίων και την Τουρκία, όπου τα εισοδήματα σε αυτή τη συγκυρία πιέζονται περισσότερο.
Η πρόβλεψη για τα έσοδα
Σε σχέση με τα έσοδα λοιπόν θεωρώ ότι το 2023 θα αποτελέσει το νέο σημείο αναφοράς για τον τουρισμό. Το 2022 οι τουριστικές εισπράξεις κυμάνθηκαν στα επίπεδα των 17,676 δισ. ευρώ σε σύγκριση με τα 18,18 δισ. ευρώ του 2019 και ήταν οι αεροπορικές αφίξεις με τους τουρίστες υψηλότερης Μέσης Δαπάνης που κάλυψαν το μεγαλύτερο μέρος των απωλειών από τον οδικό τουρισμό, τη ρωσική αγορά και την κρουαζιέρα, η οποία επίσης δεν ανέκτησε πλήρως τα προ πανδημίας επίπεδα. Φέτος η κρουαζιέρα μπορεί και πάλι να φτάσει τα έσοδα των 500 εκατ. ευρώ που ήταν προ πανδημίας, το 2019. Aρα στο βασικό μας σενάριο για το 2023 -ούτε αισιόδοξο, ούτε απαισιόδοξο- ξεκινάει από την παραδοχή ότι θα είμαστε στα έσοδα του 2019, στα 18,2 χωρίς την κρουαζιέρα και μαζί με την κρουαζιέρα στα 18,7 δισ. ευρώ, ενώ σε ένα θετικό σενάριο θα μπορούσαμε να φτάσουμε τα 18,6 δισ. ευρώ και επομένως, συμπεριλαμβανομένων και των εσόδων της κρουαζιέρας, σε επίπεδα πάνω από 19 δισ. ευρώ. Γι’ αυτό και θεωρούμε ότι έτσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα αυτή τη στιγμή, είναι ασφαλές να πούμε ότι θα πιάσουμε τουλάχιστον τα έσοδα του 2019.
Προβάδισμα με την αγορά των ΗΠΑ
Η χώρα είναι μπροστά, τουριστικά, για τη σεζόν του 2023 ως αποτέλεσμα της σωστής στρατηγικής που ακολουθήθηκε μέσα στην πανδημία, βγαίνοντας τελικά κερδισμένη από την απόφαση να ανοίξει νωρίς, σε αντίθεση με άλλες μεσογειακές αγορές, τον τουρισμό της το 2020 με ασφάλεια και απόλυτη οργάνωση. Το γεγονός αυτό έχει ισχυροποιήσει τώρα πολύ το brand της χώρας σε συνδυασμό και με την έξυπνη απόφαση που ανακοίνωσε η Ελλάδα νωρίς, τον Μάρτιο του 2021, μέσα στην πανδημία και κόντρα στην ευρωπαϊκή σύσταση, να ανοίξει τις πτήσεις από την Αμερική. Η απόφαση αυτή προσανατόλισε ήδη από το 2021 τις αμερικανικές αεροπορικές να βάλουν με απευθείας πτήσεις για την Αθήνα αεροπλάνα, τα οποία ούτως ή άλλως ήταν καθηλωμένα εκείνη την περίοδο αφού δεν είχαν τη δυνατότητα να πετάξουν σε άλλες, μακρινές αγορές. Σε σχέση ειδικά με την αμερικάνικη αγορά, το μεγάλο κέρδος τελικά δεν είναι πόσοι ήρθαν από τις ΗΠΑ κι αν είναι λιγότεροι ή περισσότεροι από το 2019. Το κέρδος είναι ότι το «Ελευθέριος Βενιζέλος» έγινε ευρωπαϊκός κόμβος στην πανδημία για τις αμερικάνικες αεροπορικές κι επιπλέον έγινε σωστή επανεκκίνηση της σχέσης της Ελλάδας με την Αμερική, η οποία όλα τα προηγούμενα χρόνια έχει περάσει τα πάνω και τα κάτω της. Τώρα, σε αυτή τη συγκυρία είναι η αρχή μιας καινούριας σχέσης.
Οι ΗΠΑ αποτελούν μια αγορά με προστιθέμενη αξία για τον ελληνικό τουρισμό, με πολύ υψηλή κατά κεφαλή δαπάνη, που όμως δεν είναι ευκαιριακή αγορά, χρειάζεται να χτιστεί σταδιακά, γιατί όταν αποφασίζουν οι αμερικάνικες αεροπορικές να πετάξουν σε κάποιους προορισμούς, σε αυτούς τους προορισμούς παραμένουν. Διαπιστώνουμε ότι φέτος οι αεροπορικές που πέταξαν στην Ελλάδα και είχαν καλές πληρότητες όλο το προηγούμενο διάστημα συνεχίζουν τα δρομολόγια και είναι στο χέρι μας πλέον να επενδύσουμε κι άλλο πάνω σε αυτή την αγορά, με ένα σωστό τουριστικό προϊόν με καλή σχέση ποιότητας – τιμής. Οι Αμερικάνοι δεν διστάζουν να πληρώσουν ένα προϊόν, αρκεί να είναι καλό. Επίσης, τους αρέσει πολύ αυτό που εμείς λέμε για την επόμενη μέρα του ελληνικού τουρισμού με έμφαση στην αυθεντικότητα και την εμπειρία. Είναι ο ιδανικός πελάτης, άρα η επόμενη μέρα είναι η σωστή εξέλιξη, με βελτίωση δημόσιων υποδομών, διαχείριση προορισμών, βελτίωση υφιστάμενων προϊόντων και δημιουργία νέων, σωστή προώθηση οργανωμένα και με σχέδιο ανά περιοχή.
Σε ό,τι αφορά τις μακρινές αγορές, είναι και άλλες, όπως η καναδική που ανοίγει τώρα περισσότερο με νέες πτήσεις, επιστρέφει και η Αυστραλία με πολύ ισχυρό ομογενειακό στοιχείο που έχει πολλά χρόνια να επισκεφτεί την Ελλάδα λόγω COVID-19. Oι ευκαιρίες λοιπόν υπάρχουν, αλλά είναι εξίσου μεγάλοι και οι κίνδυνοι γιατί όταν είσαι στην κορυφή, σε αυτή τη δεδομένη στιγμή είναι η ευκαιρία να γίνουν σωστές κινήσεις για το μέλλον, γιατί μετά την κορυφή υπάρχει η πτώση και αν θέλει κανείς να πάει ψηλότερα, όπως επιδιώκει ο ελληνικός τουρισμός, πρέπει να χτίσει νέα δεδομένα.
Ανταγωνιστικότητα με πρόταση για ενιαίο ΦΠΑ 11%
Ειδικά στο κομμάτι της ανταγωνιστικότητας του ελληνικού τουρισμού, στη θεσμική συνάντηση που έγινε με τον πρωθυπουργό πριν από το Πάσχα, ο ΣΕΤΕ επανέφερε την πρόταση που προϋπήρχε της πανδημίας για ενιαίο ΦΠΑ σε τουρισμό – μεταφορές στo 11% ως ένα θέμα που θα πρέπει να εξεταστεί ως μέρος της μελλοντικής πλέον στρατηγικής του τουρισμού, ανάλογα και με την εξέλιξη των δημοσιονομικών θεμάτων. Υπάρχει η άποψη που λέει ότι μειώνοντας τον ΦΠΑ εσωτερικά, στην εσωτερική κατανάλωση, η μείωση αυτή πιθανότατα να μην περάσει στον καταναλωτή και να το επωφεληθεί η επιχείρηση. Ωστόσο, στον τουρισμό δεν συμβαίνει το ίδιο γιατί πρόκειται για ένα εξαγώγιμο προϊόν σε ποσοστό μάλιστα πάνω από 90%, που επειδή ακριβώς καταναλώνεται στην Ελλάδα καταβάλλεται ΦΠΑ, ενώ δεν συμβαίνει το ίδιο με τις εξαγωγές στο εξωτερικό που πραγματοποιούν ελληνικές επιχειρήσεις άλλων κλάδων.
Είναι βέβαιο ότι θα ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα γιατί η μείωση του ΦΠΑ θα χρησιμοποιηθεί από την επιχείρηση προκειμένου να κάνει το ελληνικό τουριστικό προϊόν πιο ελκυστικό έναντι του Ισπανού, του Ιταλού ξενοδόχου κ.ο.κ. Αρα η μείωση του ΦΠΑ για τον τουρισμό είναι σημαντικό εργαλείο ανάκτησης της ανταγωνιστικότητας γιατί την ίδια την επιχείρηση τη συμφέρει να είναι ανταγωνιστική σε σχέση με την αντίστοιχη ισπανική. Γι’ αυτό εντάσσουμε στη στρατηγική για τα επόμενα χρόνια τη μείωση του ΦΠΑ κοντά στον μέσο ευρωπαϊκό όρο των χωρών του Νότου, από 9%-11%. Τώρα ο ΦΠΑ είναι 13% στο τουριστικό πακέτο, 24% στις υπηρεσίες (σπα, εστίαση κ.λπ.) και προσωρινά έχει πάει στο 13% και η μεταφορά, όπου επίσης τίθεται ζήτημα ανταγωνιστικότητας, είτε είναι αεροπορικές εταιρείες είτε ακτοπλοΐα.
Μείζονα ζητήματα – Εργασιακό και υποδομές
Το εργασιακό είναι τεράστιο ζήτημα για τον κλάδο αυτή τη στιγμή. Οι ξενοδόχοι στα δύσκολα χρόνια, στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, το 2012, όταν ήταν όλα υπό κατάρρευση, κράτησαν ζωντανή την κλαδική σύμβαση με μείωση μισθών κατά 15%, αλλά διατήρηση όλων των επιδομάτων και τελικά φτάσαμε στο σήμερα, οι μισθοί να έχουν ανακτήσει τις απώλειες και πλέον με την τελευταία σύμβαση (5,5% + 5% αύξηση για δύο χρόνια) να διαμορφώνονται σε υψηλότερα επίπεδα από τότε.
Σε σχέση τώρα με το πρόβλημα της προσέλκυσης των εργαζομένων στον κλάδο, τα χρόνια των μνημονίων είχε παρατηρηθεί το αντίστροφο, οι εργαζόμενοι στρέφονταν στον τουρισμό, γιατί ήταν από τους λίγους κλάδους που πήγαιναν καλά μέσα στη δημοσιονομική κρίση. Τα χρόνια της βίαιης αναπροσαρμογής της πανδημίας, με την πτωτική πορεία σε τουρισμό / μεταφορές και την αβεβαιότητα ότι τα προ COVID-19 μεγέθη θα ανακτηθούν μετά το 2024 -και χαιρόμαστε που η ανάκαμψη ήρθε νωρίτερα, μέσα στο 2022- σε συνδυασμό με τις πολιτικές στήριξης τη διετία 2020-2021 και σε μέρος του 2022, οι εργαζόμενοι έφυγαν μαζικά από τον κλάδο. Σημαντικό ρόλο έπαιξε και η γενικότερη αλλαγή στο σκεπτικό και τη στάση των εργαζομένων σε σχέση με τις προτεραιότητές τους μετά την πανδημία – κάτι που βλέπουμε όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε όλες τις χώρες του Νότου που βασίζουν μεγάλο μέρος του ΑΕΠ τους σε υπηρεσίες και τουρισμό.
Εκτός αυτών, αναδείχθηκαν και οι παθογένειες του κλάδου, με πρώτη και σημαντικότερη την έντονη εποχικότητα της δραστηριότητας, αναγκάζοντας σημαντική μερίδα εργαζομένων να δουλεύουν στο κόκκινο το καλοκαίρι και βιώνοντας ανασφάλεια τους χειμερινούς μήνες ή την έλλειψη υποδομών για τη διαμονή των εργαζομένων σε νησιά που μπορεί να έχουν διπλασιάσει τον όγκο των επισκεπτών τους, αυξάνοντας και τις ξενοδοχειακές τους υποδομές τα τελευταία χρόνια, χωρίς όμως να έχει προβλεφθεί η ανάλογη μέριμνα για τους εργαζομένους. Προκύπτουν λοιπόν θέματα συνθηκών εργασίας που παίρνουν δημοσιότητα και βάζουν κακό πρόσημο στον τουρισμό ως ένας δύσκολος κλάδος για να εργαστεί κανείς, ενώ τα χρόνια 2013-2019 είχαμε καταφέρει να προσελκύσουμε εργαζομένους. Χρειάζεται λοιπόν πολλή δουλειά τόσο από τον ιδιωτικό τομέα, ώστε να απομονωθούν οι κακοί επαγγελματίες, όσο και από την Πολιτεία, να αναλάβει τις ευθύνες της, με σοβαρούς ελέγχους και αυστηρά πρόστιμα που θα εισπράττονται και δεν θα είναι προσχηματικά τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, θα ξεκινούν από την αρχή της σεζόν γιατί οι αρνητικές πρακτικές υπάρχουν από την αρχή, δεν γίνονται μόνο στο peak της σεζόν και είναι σημαντικό να υπάρχουν κυρώσεις που θα λειτουργούν αποτρεπτικά.
Επίσης, χρειάζεται εκπαίδευση και κατάρτιση, να συνδέεται ο κλάδος με την αγορά εργασίας, να μπουν στο παιχνίδι η δημόσια εκπαίδευση, οι τεχνικές, αλλά και οι ιδιωτικές σχολές.
Στο τραπέζι είναι και η εισαγωγή εργαζομένων από το εξωτερικό, από τρίτες χώρες εκτός Ε.Ε., και εδώ να πω ότι είναι ένας τεράστιος μύθος ότι θέλουμε να αντικαταστήσουμε τους Ελληνες εργαζομένους με ξένους με διαφορετικές, χειρότερες συνθήκες εργασίας. Ο,τι ισχύει για τους Ελληνες ισχύει και για τους ξένους, με έναν συνολικό αριθμό 9.500 εργαζομένων τρίτων χωρών που έχει προβλεφθεί για φέτος σε μεταφορές, ξενοδοχεία, εστίαση, έναντι των ελλείψεων για πάνω από 60.000 μόνο στα ξενοδοχεία ή -συμπεριλαμβανομένης και της εστίασης- για πάνω από 80.000. Το δύσκολο στις μετακλήσεις από τρίτες χώρες είναι ο προσδιορισμός ανά ειδικότητα για τις οποίες δεν υπάρχουν Ελληνες εργαζόμενοι, η ποσόστωση ανά περιοχή, το νούμερο των μετακλήσεων. Αυτό που λέμε εμείς είναι να ξεκινήσει μια σωστά δομημένη και ελεγχόμενη διαδικασία, με ένα χαμηλό νούμερο εργαζομένων, γνωρίζοντας εξαρχής ότι για φέτος το πρόβλημα θα συνεχίσει να υφίσταται αφού είναι μεγαλύτερη η ζήτηση και περισσότερες οι νέες επενδύσεις που έχουν έρθει στην αγορά, άρα μεγαλύτερες και οι ανάγκες.
Αντίστοιχα και για το κομμάτι των υποδομών, όπου υπάρχουν τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και είναι εύλογο ότι χρειάζεται πολλή δουλειά τόσο σε μεγάλες δημόσιες υποδομές όσο και στα ενεργειακά, ωστόσο θα πρέπει να δοθεί βάρος και σε μικρότερες, επιμέρους υποδομές που επηρεάζουν τον τουρισμό, αλλά και πολύ περισσότερο τους κατοίκους.
Η επόμενη μέρα στον ΣΕΤΕ
Ενα κομμάτι πολύ σημαντικό για την επόμενη μέρα είναι να συνεχιστεί η απρόσκοπτη και στενή συνεργασία με την κυβέρνηση -όποια κι αν είναι αυτή- για τον ελληνικό τουρισμό που έχει ένα τελείως υπερκομματικό πρόσημο. Ολα τα προηγούμενα χρόνια ήταν πολύ κρίσιμη η συνεργασία με όλες τις κυβερνήσεις, όπως πολύ κρίσιμη είναι και η πολύ στενή επαφή με τη βάση, γιατί ο τουρισμός είναι και μια λαϊκή δραστηριότητα πολλών δεκάδων χιλιάδων μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Από την πλευρά του, ο ΣΕΤΕ έχει εξελιχθεί την τελευταία δεκαετία σε έναν κοινωνικό εταίρο με σημαντικό έργο στο επιστημονικό κομμάτι μέσω του ΙΝΣΕΤΕ και τη Marketing Greece για την προώθηση και προβολή των προορισμών σε συνεργασία πλέον και με τον ΕΟΤ. Εχουμε επιπλέον εκπονήσει κι ένα ολοκληρωμένο στρατηγικό σχέδιο με ορίζοντα το 2030 που έχει κατατεθεί σε όλους, ελληνική κυβέρνηση, Περιφέρειες, δήμους, έχοντας ανοίξει τον διάλογο με όλους τους εμπλεκόμενους στον τουρισμό, κεφαλαιοποιώντας την εμπειρία της τελευταίας δεκαετίας.
Προσωπικά, κλείνω τώρα με την αποχώρηση από τον ΣΕΤΕ έναν κύκλο 24 ετών στα κοινά του τουρισμού, από το 1999 όταν πρωτοεξελέγην γραμματέας της Ενωσης Ξενοδόχων Αττικής, και είμαι πολύ χαρούμενος που μπήκα νέος στα θεσμικά του κλάδου. Θεωρώ ότι η νεότητα φέρνει πολύ περισσότερη όρεξη, καθαρότερο και φρέσκο μυαλό και το μόνο που λείπει είναι η εμπειρία που αποκτάται με την πάροδο των ετών. Αντίστοιχα, όσο πιο νέος αποχωρεί κανείς επίσης είναι πολύ καλό, γιατί ανοίγει ο δρόμος στους νεότερους. Ολοκληρώνω τώρα τη θητεία μου στον ΣΕΤΕ, έχοντας μια πολύ γεμάτη πορεία, με δεδομένες και τις μεγάλες δυσκολίες ειδικά στη δεύτερη θητεία.
Στην επόμενη μέρα για μένα είναι πολύ τιμητική η πρόσφατη επανεκλογή μου ως μέλος του Γενικού Συμβουλίου για την επόμενη 3ετία στην Τράπεζα της Ελλάδος, ενώ παράλληλα συνεχίζω σταθερά από τη θέση του διευθύνοντος συμβούλου στα Electra Hotels & Resorts, όπου έχουμε διάφορα πλάνα ανάπτυξης και -προφανώς- είναι πρόθεσή μας να μεγαλώσουμε περισσότερο, με δεδομένη και τη δυναμική του ελληνικού τουρισμού». Ηδη ο όμιλος έχει προχωρήσει με ένα μεγάλο επενδυτικό πρόγραμμα στο ξενοδοχείο της Ρόδου, ενώ προχωρά και ο διαγωνισμός μακροχρόνιας παραχώρησης από την Εκκλησία της Ελλάδος για ένα οικόπεδο στην οδό Τσιμισκή στη Θεσσαλονίκη, για την περαιτέρω επέκταση με μια νέα μονάδα 5*.
Διαβάστε ακόμα
Δανειολήπτες: Ποιοι κερδίζουν και ποιοι χάνουν από τη νέα αύξηση επιτοκίων της ΕΚΤ
Τσαμάζ (ΟΤΕ): Οι δυναμικές της αγοράς δεν επιτρέπουν αυξήσεις τιμολογίων
Ισχυρά κέρδη στη Wall Street – Ράλι στις μικρές τράπεζες
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ