O δικηγόρος και ακτιβιστής Max Schrems έγινε ευρύτερα γνωστός ως ο άνθρωπος που «κόστισε» στον Μαρκ Ζούκερμπεργκ 1,2 δισεκατομμύρια ευρώ – ποσό που αντιστοιχεί στο πρόστιμο που επιβλήθηκε στη Meta από την υπηρεσία προστασίας προσωπικών δεδομένων της Ιρλανδίας για τη μεταφορά στοιχείων Ευρωπαίων χρηστών στις αμερικανικές αρχές.
Όμως, η πολυετής δικαστική μάχη που ξεκίνησε ο Max Schrems στα ευρωπαϊκά δικαστήρια για την προστασία των προσωπικών δεδομένων των χρηστών είχε ένα ακόμα πιο σημαντικό αποτέλεσμα: «γέννησε» το Πλαίσιο Προστασίας Δεδομένων ΕΕ-Η.Π.Α., μία προσπάθεια στις δύο πλευρές του Ατλαντικού να υπάρξει συνεργασία και συνεννόηση για το αν και υπό ποιες προϋποθέσεις πρέπει να κοινοποιούνται στοιχεία των Ευρωπαίων πολιτών στις αμερικανικές αρχές.
Η υπόθεση “ Schrems ΙΙ”, όπως είναι πλέον γνωστή, είναι ενδεικτική της παγκόσμιας κούρσας που βρίσκεται σε εξέλιξη για την κυριαρχία στον τομέα της τεχνολογίας.
Όπως αναλύει στο πρόσφατο βιβλίο της “Digital Empires: The Global Battle to Regulate Technology”, η Anu Bradford, καθηγήτρια Νομικής και Διεθνούς Οργάνωσης στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Κολούμπια, αυτή την περίοδο τρεις μεγάλες δυνάμεις ακολουθούν διαφορετικές πορείες για να καταλήξουν στην κορυφή της τεχνολογικής ανάπτυξης:
-οι ΗΠΑ, που ακολουθούν ένα μοντέλο που βασίζεται στην ελεύθερη αγορά
-η Κίνα, με ένα μοντέλο απόλυτου κρατικού ελέγχου
-η Ευρώπη, που επικεντρώνεται στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Οι «οριζόντιες μάχες» αφορούν στη σύγκρουση μεταξύ των διαφορετικών μοντέλων των τριών δυνάμεων. Οι «κάθετες μάχες» αφορούν στις προσπάθειες των αρχών να θέσουν όρια και έλεγχο στις εταιρείες τεχνολογίας που δραστηριοποιούνται εντός των συνόρων τους.
Η παρακμή της αμερικανικής κυριαρχίας
«Με πολλούς τρόπους, οι αμερικανικές εταιρείες τεχνολογίας έχουν ξεπεράσει τα όριά τους» υποστηρίζει η Anu Bradford σε συνέντευξή της στο “Author Talks, McKinsey Global Publishing”.
«Οι αμερικανικές εταιρείες τεχνολογίας έχουν σήμερα τεράστια οικονομική ισχύ, πολιτική δύναμη, πληροφοριακή και πολιτιστική δύναμη, και διαμορφώνουν ξένες κοινωνίες, όχι μόνο με ευεργετικούς τρόπους, αλλά και με επιζήμιους τρόπους. Βλέπουμε επίσης έναν διαδικτυακό χώρο που είναι γεμάτος με αχαλίνωτη παραπληροφόρηση και ρητορική μίσους, καθιστώντας συχνά αυτές τις διαδικτυακές πλατφόρμες πολύ τοξικούς χώρους. Αυτό έχει πραγματικά προκαλέσει ένα είδος παγκόσμιας αντίδρασης. Ακόμη και οι ίδιες οι Ηνωμένες Πολιτείες επανεξετάζουν τώρα τα τεχνο-ελευθεριακά θεμέλια της χώρας και τα πλεονεκτήματα αυτού του μοντέλου που καθοδηγείται από την αγορά.»
Η «παρακμή της αμερικανικής ψηφιακής αυτοκρατορίας» στρέφει τις υπόλοιπες χώρες σε αναζήτηση νέων μοντέλων: κάποιες επιλέγουν το ευρωπαϊκό, όλο και περισσότερες όμως ακολουθούν το μοντέλο της Κίνας.
«Οι αυταρχικές και απολυταρχικές χώρες βρίσκουν το κινεζικό μοντέλο πολύ πιο ευνοϊκό για τις κοινωνίες τους και για τις ανάγκες τους. Η Κίνα έδειξε στον κόσμο ότι η ελευθερία δεν είναι απαραίτητη για την καινοτομία. Τώρα λοιπόν αυτές οι [άλλες] χώρες κοιτάζουν την Κίνα και λένε, “Κοίτα, μπορούμε να έχουμε και τα δύο: μπορούμε να έχουμε πολιτικό έλεγχο. Και μπορούμε να έχουμε ακμάζουσα καινοτομία και πολύ ισχυρή οικονομική ανάπτυξη”. Υπάρχει επίσης δυσκολία, από πολλές απόψεις, για τις ΗΠΑ και την ΕΕ να φτάσουν τα οφέλη που προσφέρει η Κίνα. Η Κίνα παρέχει σε πολλές χώρες σε όλο τον κόσμο μια πορεία προς την ψηφιακή ανάπτυξη. Εξάγει ψηφιακές υποδομές, δίκτυα 5G, κέντρα δεδομένων, επιτήρηση «ασφαλούς πόλης» και υποθαλάσσια καλώδια, μια πορεία προς την ψηφιακή ανάπτυξη που είναι απαραίτητη για πολλές άλλες χώρες. Η κινεζική υποδομή είναι καλή και είναι προσιτή» καταλήγει η Bradford.
Ο «διαιτητής»
«Είναι αλήθεια ότι αν εστιάσουμε απλώς σε μια κούρσα για το ποιος θα γίνει η τεχνολογική υπερδύναμη, είναι πρωτίστως μια κούρσα μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας. Είναι οι δύο χώρες που παράγουν τις κορυφαίες τεχνολογίες. Σε σύγκριση με αυτές τις δύο χώρες, η ΕΕ δεν είναι παίκτης» υποστηρίζει η Anu Bradford.
Η ΕΕ μπορεί να υστερεί στην παραγωγή τεχνολογίας, ωστόσο είναι πρωτοπόρος στη ρύθμιση της χρήσης αυτής της τεχνολογίας.
«Αντί να είναι ένας παραγωγός τεχνολογιών, η ΕΕ είναι ο κύριος ρυθμιστής αυτών των τεχνολογιών» εξηγεί η Bradford. «Η ΕΕ ήταν στην πρώτη γραμμή της ρύθμισης του απορρήτου δεδομένων με το πρωτοποριακό GDPR. Η ΕΕ υπήρξε επίσης ο κύριος φορέας επιβολής της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας κατά των εταιρειών τεχνολογίας. Η ΕΕ είναι επίσης πολύ πιο αυστηρή από ό,τι οι Ηνωμένες Πολιτείες όσον αφορά τη ρύθμιση του περιεχομένου στο διαδίκτυο. Είναι η ΕΕ που πρόκειται τώρα να καταλήξει στην πρώτη δεσμευτική, ολοκληρωμένη οριζόντια πράξη στον κόσμο για την τεχνητή νοημοσύνη. Η ΕΕ έχει πραγματικά αναλάβει το ρόλο του διαιτητή στην ψηφιακή οικονομία. Έχει τη δυνατότητα όχι μόνο να ρυθμίζει την ευρωπαϊκή αγορά αλλά και να επεκτείνει αυτούς τους κανονισμούς σε άλλες δικαιοδοσίες.
Η ΕΕ είναι μία από τις μεγαλύτερες και πλουσιότερες καταναλωτικές αγορές στον κόσμο. Υπάρχουν πολύ λίγες παγκόσμιες εταιρείες που έχουν την οικονομική δυνατότητα να μην πραγματοποιούν εμπορικές συναλλαγές στην ΕΕ. Επομένως, το τίμημα της πρόσβασης στην ευρωπαϊκή αγορά είναι ότι αυτές οι εταιρείες πρέπει να υπακούουν στους ευρωπαϊκούς κανονισμούς.»
Αργά ή γρήγορα οι ΗΠΑ θα αναγκαστούν να συμπορευτούν με την Ευρώπη στο θέμα του ρυθμιστικού πλαισίου εκτιμά η Bradford, κάτι που ενδέχεται να δώσει στις δυτικές δυνάμεις προβάδισμα στην κούρσα.
Διαβάστε ακόμη
«Σύννεφα» και πάλι στη διεθνή οικονομία μετά το «μπλόκο» στην Ερυθρά Θάλασσα
Πλειστηριασμοί: Ποια «βαριά ονόματα» έχασαν τις βίλες τους τη χρονιά που φεύγει (pics)
Θέρμανση με ηλεκτρικό ρεύμα: Όλες οι απαντήσεις για την επιδότηση
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ