Καμπανάκι για τις συνέπειες της τεχνητής νοημοσύνης σε όλους σχεδόν τους τομείς κρούει ο Σαμ Άλτμαν, ο άνθρωπος που ανέπτυξε το ChatGPT, οι οποίες θα είναι τεράστιες είτε πρόκειται για τις μεγάλες ευκαιρίες που παρουσιάζονται στις επιχειρήσεις, είτε για τους κινδύνους που αφορούν τον χρήστη.
Ορισμένοι επιστήμονες πιστεύουν πως υφίσταται ακόμη και μία απειλή για την ανθρωπότητα, σε περίπτωση που η ΤΝ εφαρμοστεί μαζικά, χωρίς ο άνθρωπος να διατηρεί πάντοτε τον έλεγχο.
Η Ε.Ε. αποτελεί την πρώτη μεγάλη οικονομική περιοχή της υφηλίου που προβαίνει στη διαμόρφωση ενός κανονιστικού πλαισίου ειδικά για την τεχνητή νοημοσύνη. Όπως αναφέρει το νομοσχέδιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στόχος είναι να διασφαλιστεί πως η ΤΝ θα χρησιμοποιηθεί με τρόπο διαφανή, δίκαιο, ασφαλή και φιλικό προς το περιβάλλον, δίχως όμως να περιοριστούν ταυτοχρόνως οι δυνατότητες και οι ευκαιρίες για τις ευρωπαϊκές νεοφυείς επιχειρήσεις που σχετίζονται με την τεχνητή νοημοσύνη.
Η Ε.Ε. έχει διαμορφώσει έναν ουδέτερο ορισμό για την τεχνητή νοημοσύνη, ανεξαρτήτως των κατά περίπτωση τεχνολογικών εφαρμογών της – προκειμένου να καλύπτει ο ορισμός αυτός και τις μελλοντικές εξελίξεις στον χώρο της ΤΝ. Οι ρυθμίσεις επί συγκεκριμένων προϊόντων τεχνητής νοημοσύνης θα καθορίζονται κατόπιν με απλούστερα κανονιστικά διατάγματα.
Ποιες εφαρμογές της ΤΝ θα ρυθμιστούν;
Τα προϊόντα ΤΝ κατατάσσονται σε τέσσερις κατηγορίες κινδύνου: μη αποδεκτά, υψηλού κινδύνου, γενετική ΤΝ και περιορισμένου κινδύνου.
Μη αποδεκτά είναι τα συστήματα που εξωθούν τους ανθρώπους να αλλάξουν τη συμπεριφορά τους – όπως για παράδειγμα παιχνίδια που ενθαρρύνουν τα παιδιά να προβούν σε επικίνδυνες ενέργειες. Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται και τηλεχειριζόμενα βιομετρικά συστήματα καταγραφής, που μπορούν να αναγνωρίσουν πρόσωπα σε πραγματικό χρόνο. Απαγορεύονται ακόμη εφαρμογές ΤΝ που προορίζονται για την κατηγοριοποίηση ανθρώπων βάσει χαρακτηριστικών όπως το φύλο, το χρώμα του δέρματος, η κοινωνική συμπεριφορά ή η καταγωγή τους – με εξαίρεση τα σχετικά συστήματα που θα δίνονται στον στρατό, τις μυστικές υπηρεσίες και τις ανακριτικές αρχές.
Διαβάστε τη συνέχεια στη DW