Το 13ο Συμπόσιο της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Δερματολογίας και Αφροδισιολογίας που άνοιξε τις πόρτες του την περασμένη Πέμπτη 19 Μαΐου και πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα, ολοκλήρωσε τις εργασίες του χθες, Κυριακή 22 Μαΐου. Περισσότεροι από 2.000 συμμετέχοντες είχαν τη δυνατότητα να επωφεληθούν από σειρά επιστημονικών διαλέξεων γύρω από τις τελευταίες εξελίξεις στη Δερματολογία και Αφροδισιολογία.
«Είναι ώρα να μιλήσουμε για την προσφυγική κρίση στην Ευρώπη και πώς αυτή σχετίζεται με την ειδικότητά μας», ανέφερε ο Δρ. Roderick Hay, Καθηγητής Δερματικών Λοιμώξεων του King’s College του Λονδίνου και Σύμβουλος στο Διεθνές Ίδρυμα Δερματολογίας. «Οι δερματικές ασθένειες είναι συνηθισμένες στις πιο φτωχές χώρες και κοινότητες του κόσμου, προκαλώντας ταλαιπωρία, παραμόρφωση και περαιτέρω κοινωνικό αποκλεισμό. Οι ανθυγιεινές συνθήκες, κάτω από τις οποίες ζουν οι πρόσφυγες, σε συνδυασμό με το μεγάλο συγχρωτισμό που επικρατεί στα προσφυγικά κέντρα ή τα σημεία συγκέντρωσης, διευκολύνουν την ανάπτυξη και διάδοση δερματικών ασθενειών. Είναι υποχρέωσή μας ως Δερματολόγοι να παρέχουμε φροντίδα, καθώς επίσης και να εκπαιδεύουμε τους εργαζόμενους σε παρόχους ανθρωπιστικής βοήθειας, οι οποίοι δραστηριοποιούνται στα προσφυγικά κέντρα, ώστε να μπορούν να διαγνώσουν και να αντιμετωπίσουν σωστά αυτές τις ασθένειες, εφαρμόζοντας κατάλληλα προληπτικά μέσα και προσφέροντας αποτελεσματικές θεραπείες.»
«Οι πρόσφυγες και οι μετανάστες, προέρχονται από περιοχές που έχουν πληγεί από τον πόλεμο ή και την οικονομική κρίση, έχοντας πραγματοποιήσει μεγάλα και εξουθενωτικά ταξίδια, τα οποία αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης δερματικών ασθενειών. Για το λόγο αυτό, κατά την άφιξή τους, οι συνηθέστερα παρατηρούμενες δερματικές ασθένειες είναι μολύνσεις που οφείλονται στις ανθυγιεινές συνθήκες διαβίωσης σε μέρη που επικρατεί μεγάλος συγχρωτισμός, όπως ψώρα, φθειρίαση και βακτηριακές δερματικές λοιμώξεις. Συχνά επίσης παρατηρούνται εγκαύματα και μολυσμένα τραύματα, καθώς και δερματίτιδες που οφείλονται στην παρατεταμένη έκθεση στον ήλιο ή την επαφή με το θαλασσινό νερό», πρόσθεσε στην ομιλία της η Δρ. Valeska Padovese.
Η πρόκληση της σωστής διάγνωση δερματοπαθειών, που πλέον σπανίζουν στην Ευρώπη, ήταν το κύριο θέμα της ομιλίας της Δρ. Federica Dassoni. «Πρέπει να έχουμε τη δυνατότητα να διαγνώσουμε, ή τουλάχιστον να υποπτευθούμε, ασθένειες που δε συναντούμε πλέον συχνά, όπως για παράδειγμα η λεϊσμανίαση και η δερματική φυματίωση», υπογράμμισε.
«Οφείλουμε να είμαστε σε εγρήγορση ώστε να μπορούμε να φροντίσουμε τους πρόσφυγες και τους μετανάστες που πάσχουν από γενετικές και μη μεταδοτικές δερματοπάθειες, για δικό τους όφελος. Πρέπει όμως να προστατεύσουμε εκείνους, καθώς και τους ντόπιους πληθυσμούς από πιθανές μεταδοτικές δερματοπάθειες, όπως οι μυκητιάσεις, η λέπρα και το τροπικό θήλωμα. Είναι επίσης σημαντικό να γνωρίζουμε ότι μπορεί να έχουν θετικές ορολογικές εξετάσεις σύφιλης, χωρίς να πάσχουν ή να έπασχαν από αυτή κατά το παρελθόν. Αυτό μπορεί να οφείλεται σε άλλες μολύνσεις πέραν των Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενων Νοσημάτων (ΣΜΝ)», τόνισε ο Δρ. Bernard Neefs κατά την τοποθέτησή του.
Ο Δρ. Aldo Morrone ανέπτυξε περαιτέρω το ζήτημα των ΣΜΝ. «Ο πόλεμος μπορεί να αποσταθεροποιήσει τις υπηρεσίες αντιμετώπισης του HIV. Παρόλα αυτά, το ποσοστό μολύνσεων HIV είναι γενικά χαμηλό σε χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής. Γι’ αυτό το λόγο, είναι μικρός ο κίνδυνος αυξημένης μεταδοτικότητας του HIV από μετανάστες από αυτές τις χώρες. Παρά τη μείωση κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, το 35% των νέων μολύνσεων που διαγιγνώσκονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, παρατηρούνται σε μετανάστες. Υπάρχουν όμως όλο και περισσότερα στοιχεία ότι κάποιες από αυτές τις μολύνσεις συμβαίνουν μετά την άφιξή τους. Από την άλλη πλευρά, δεδομένης της συχνότητας της ιογενούς ηπατίτιδας στις αναπτυσσόμενες χώρες, η αυξανόμενη έλευση προσφύγων από τις χώρες αυτές αλλάζει τα δεδομένα στην Ευρώπη σχετικά με τη συγκεκριμένη ασθένεια».
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους οι μετανάστες και οι πρόσφυγες, έρχονται αντιμέτωποι με κακής ποιότητας ή και μειωμένης ποσότητας φαγητό και νερό, καθώς επίσης και με κακές συνθήκες υγιεινής. Τα κέντρα υποδοχής συχνά δεν έχουν επαρκείς εγκαταστάσεις υγιεινής και καθαριότητας: δεν υπάρχει πάντα αρκετό πόσιμο νερό για όλους, ενώ κινδυνεύει η προσωπική υγεία λόγω της έλλειψης σαπουνιού για το πλύσιμο των χεριών και των ρούχων τους. Η έλλειψη επαρκούς αριθμού κάδων απορριμμάτων, καθώς και η ελλιπής συλλογή των σκουπιδιών, αποτελούν επιπλέον απειλές. Μύγες, κουνούπια και τρωκτικά βρίσκουν πρόσφορο έδαφος σε τέτοιες περιοχές και μπορούν να μεταδώσουν ασθένειες, ενώ οι πληγές από τα δαγκώματά τους μπορούν να μολυνθούν.
«Οι πρόσφυγες και οι μετανάστες έχουν κουλτούρα και αξιοπρέπεια που πρέπει να σεβόμαστε. Δεν είναι άτομα που χρειάζονται μόνο βοήθεια ούτε είναι ανίκανα να ξεπεράσουν την κατάσταση στην οποία βρίσκονται. Είναι άτομα που έχουν πολλά να μας διδάξουν όσον αφορά την αλληλεγγύη, τη λαχτάρα για δικαιοσύνη και την επιθυμία να βελτιώσουμε την κοινωνίας μας», ανέφερε ο Δρ. Morrone.
Ο Καθηγητής Jan Gutermuth του Ελεύθερου Πανεπιστημίου των Βρυξελλών εξήγησε τέλος, ότι βασανιστήρια έχουν αναφερθεί στα ¾ όλων των χωρών κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών και οι πρόσφυγες συχνά προέρχονται από ευάλωτες ομάδες. Οι επιζώντες από βασανιστήρια συχνά δεν μιλούν γι΄ αυτά ακόμα και στο ιατρικό προσωπικό, παρά το γεγονός ότι εμφανίζουν χαρακτηριστικά δερματικά ευρήματα, τα οποία πρέπει να αναγνωρίζονται, γιατί ακόμα και αν το δέρμα έχει ιαθεί, οι βασανισθέντες μπορεί να πάσχουν από μετατραυματικό στρες, που οδηγεί σε άγχος, κατάθλιψη, απομόνωση, προβλήματα μνήμης και συγκέντρωσης, εφιάλτες, κ.α. Επίσης, νευρολογικά και ορθοπεδικά προβλήματα μπορεί να προκύψουν εξαιτίας των βασανιστηρίων και γι’ αυτό είναι σημαντικό το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό να μπορεί να προσφέρει στα θύματα την απαραίτητη ιατρική βοήθεια και ψυχολογική υποστήριξη.