Την περασμένη Παρασκευή η Κριστίν Λαγκάρντ μίλησε για ρήγματα που αντιμετωπίζει σήμερα η παγκόσμια οικονομία τα οποία συγκρίνονται με εκείνα που υπήρξαν την δεκαετία του 1920.
Η πρόεδρος της ΕΚΤ έκανε τον παραλληλισμό σε ομιλία της στην Ουάσιγκτον δύο μέρες μετά την αύξηση των επιτοκίων του δολαρίου από την αμερικανική ομοσπονδιακή τράπεζα (FED) που οδήγησε τις μετοχές σε νέο ρεκόρ.
Συγκρίσεις μεταξύ των δύο περιόδων γίνονται συχνά τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα μετά την πανδημία του κόβιντ που παρομοιάστηκε με την ισπανική γρίπη το 1918 αν και εκείνη είχε δεκαπλάσια θύματα παγκοσμίως.
Όταν, όμως, τους παραλληλισμούς κάνει η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αποκτούν άλλη βαρύτητα πολλώ μάλλον που την ενθουσιώδη δεκαετία του 1920 ακολούθησε το κραχ στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης το 1929 και μια μακρά περίοδος ύφεσης η οποία οδήγησε στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Εκείνη η σύντομη περίοδος ευημερίας ονομάστηκε «Roaring Twenties» (βρυχώμενη δεκαετία) στις ΗΠΑ, «années folles» (τρελή δεκαετία) στη Γαλλία και «Goldene Zwanziger Jahre» (χρυσά χρόνια) στη Γερμανία.
Τεχνολογική επανάσταση
Τη δεκαετία του 1920 είχαμε μια πραγματική τεχνολογική επανάσταση που οδήγησε σε άνοδο παραγωγικότητας μέσω νέων τεχνολογιών που την εποχή εκείνη ήταν οι μηχανές εσωτερικής καύσης, το αυτοκίνητο, ο ηλεκτρισμός και η αυτοματοποιημένη παραγωγή.
Τώρα γίνεται λόγος για την νέα ψηφιακή επανάσταση με την Τεχνητή Νοημοσύνη.
Οι άνθρωποι και η οικονομία τότε είχαν υποφέρει από τις καταστροφικές συνέπειες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και από την ισπανική γρίπη που εκτιμάται ότι είχε ως και 50 εκατομμύρια θύματα.
Οικονομική άνθηση
Όμως οι οικονομίες στις ΗΠΑ και τη Δυτική Ευρώπη άρχισαν σιγά σιγά να ανακάμπτουν στις αρχές της δεκαετίας του 1920. Η έλευση της αυτοματοποιημένης παραγωγής σε γραμμές συναρμολόγησης επέτρεψε στη βιομηχανία να παράγει ένα ευρύ φάσμα καταναλωτικών αγαθών για τις μάζες. Το πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα στις ΗΠΑ αυξήθηκε περισσότερο από 4% ετησίως τη δεκαετία του 1920. Οι συναλλαγές στο χρηματιστήριο με μόχλευση τροφοδότησαν μια άνθηση των μετοχών που δεν είχε προηγούμενο, αλλά έληξε απότομα τον Οκτώβριο του 1929. Το πάρτι είχε τελειώσει και η στασιμότητα κράτησε 25 χρόνια. Ο δείκτης Dow Jones του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης δεν επανήλθε στο προηγούμενο υψηλό παρά μόνο το 1954.
Οι ανισότητες
Ο πλούτος της Αμερικής υπερδιπλασιάστηκε τη δεκαετία του 1920. Αυξήθηκαν όμως και οι ανισότητες, καθώς η οικονομική ευημερία ήταν προνόμιο της ανώτερης τάξης. Οι περισσότεροι Αμερικανοί, με ελάχιστους μισθούς, βίωναν μόνο την εισοδηματική ανισότητα.
Ήταν επίσης μια εποχή που το περίφημο «ένα τοις εκατό» του πληθυσμού κατείχε ένα δυσανάλογο μερίδιο αυτού του πλούτου, περίπου 23,9%.
Σήμερα, το πλουσιότερο 1% του παγκόσμιου πληθυσμού κατέχει περίπου το 43% όλων των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων παγκοσμίως, όπως αναφέρει η Oxfam. Επιπλέον, σε αυτούς έχει πάει το εντυπωσιακό 63% του νέου πλούτου που δημιουργήθηκε από το 2020, το οποίο ανέρχεται σε περίπου 26 τρισεκατομμύρια δολάρια από το σύνολο των 42 τρισεκατομμυρίων δολαρίων που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.
Κατακερματισμός
Το πιο ανησυχητικό ίσως κοινό στοιχείο ανάμεσα στις δύο δεκαετίες είναι ο κατακερματισμός του διεθνούς εμπορίου και αυτό είναι το στοιχείο που τόνισε η Κριστίν Λαγκάρντ, μιλώντας για «οπισθοδρόμηση στην παγκόσμια εμπορική ολοκλήρωση».
Όπως είπε, τις δεκαετίες που προηγήθηκαν του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου παρατηρήθηκε ταχεία παγκόσμια εμπορική ολοκλήρωση. Το παγκόσμιο εμπόριο ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκε από 10% το 1870 σε 17% το 1900 και στη συνέχεια σε 21% το 1913, δημιουργώντας νέες προσδοκίες και νέους τρόπους ζωής. Όπως έγραψε ο John Maynard Keynes:
“ο κάτοικος του Λονδίνου μπορούσε να παραγγείλει μέσω τηλεφώνου, πίνοντας το πρωινό του τσάι στο κρεβάτι του, τα διάφορα προϊόντα όλης της γης, σε ποσότητα που θα έκρινε κατάλληλη, και να περιμένει εύλογα την έγκαιρη παράδοσή τους στο κατώφλι του […] θεωρούσε αυτή την κατάσταση των πραγμάτων ως φυσιολογική, σίγουρη και μόνιμη”».
Όμως ο πόλεμος έφερε το τέλος της Pax Britannica, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν απρόθυμες να αναλάβουν τον ρόλο του παγκόσμιου ηγεμόνα που θα διαφύλασσε το ανοιχτό εμπόριο.
Ο οικονομικός εθνικισμός αυξήθηκε και ακολούθησε μια ταχεία αποδιάρθρωση της παγκοσμιοποίησης. Το παγκόσμιο εμπόριο ως ποσοστό του ΑΕΠ έπεσε στο 14% το 1929 και στο 9% το 1938. Οι δασμοί υπερτριπλασιάστηκαν στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες και αυξήθηκαν επίσης στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1930 οι μέσοι δασμοί στα είδη διατροφής είχαν αυξηθεί σε 53% στη Γαλλία, 59,9% στην Αυστρία, 66% στην Ιταλία, 75% στη Γιουγκοσλαβία, πάνω από 80% στην Τσεχοσλοβακία, τη Γερμανία και την Ισπανία και πάνω από 100% στη Βουλγαρία, τη Φινλανδία και την Πολωνία.
Η αποσύνδεση του 2020
Υπό αυτό το ιστορικό πρίσμα η λεγόμενη «αποσύνδεση» της Δύσης από την Κίνα σήμερα και ο αναδυόμενος προστατευτισμός στις ΗΠΑ, με επιδοτήσεις στη βιομηχανία και δασμούς (που υπόσχεται να αυξήσει ο Ντόναλντ Τραμπ εάν εκλεγεί) ενισχύουν τους φόβους ότι μπορεί να επανεμφανιστούν τα προβλήματα που έζησε η παγκόσμια οικονομία τη δεκαετία του 1920.
Η ανάλυση της ΕΚΤ, είπε η κ. Λαγκάρντ, δείχνει ότι δεν έχουμε «αποπαγκοσμιοποίηση», με την έννοια της αντιστροφής του παγκόσμιου εμπορίου, αλλά η δομή των παγκόσμιων εφοδιαστικών αλυσίδων αλλάζει μέσα ένα πιο ασταθές περιβάλλον, που χαρακτηρίζεται από πιο συχνά σοκ στην προσφορά και ένα κατακερματισμένο γεωπολιτικό τοπίο.
Τόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες όσο και η ζώνη του ευρώ διαφοροποιούν τον εφοδιασμό τους με εισαγόμενα αγαθά, οδηγώντας σε μεγαλύτερο αριθμό χωρών προμήθειας και αυξάνοντας το κόστος. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι επιχειρήσεις φαίνεται να διερευνούν τις επιλογές του nearshoring (επαναφορά της παραγωγής κοντά) της παραγωγής στον Καναδά και το Μεξικό όσο και της επαναφοράς της παραγωγής στο εσωτερικό της χώρας.
Η διαταραχή των παγκόσμιων εφοδιαστικών αλυσίδων, σημαίνει ότι το κόστος των αγαθών θα αυξάνεται.
Οι κεντρικές τράπεζες
Το μεγάλο λάθος των κεντρικών τραπεζών τη δεκαετία του 1920 ήταν ότι οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες επιχείρησαν αρχικά να αναβιώσουν τον κανόνα χρυσού στα μέσα της δεκαετίας του 1920 για να επαναφέρουν τις συνθήκες ανοιχτού εμπορίου, αλλά υπήρξαν παρενέργειες, όπως είπε η πρόεδρος της ΕΚΤ.
Καθώς οι κεντρικές τράπεζες προσπαθούσαν να κρατήσουν εκτός χώρας τις υφεσιακές πιέσεις, χρησιμοποίησαν τα αποθέματα χρυσού ως ρυθμιστικό παράγοντα έναντι των εξωτερικών κλυδωνισμών.
Η προσέγγιση αυτή τελικά επιδείνωσε τις αποπληθωριστικές πιέσεις. Ο αποπληθωρισμός με τη σειρά του τροφοδότησε την οικονομική δυσφορία και συνέβαλε στον κύκλο του οικονομικού εθνικισμού.
Το συμπέρασμα της Κριστίν Λαγκάρντ ήταν οι οι κεντρικές τράπεζες έχουν σήμερα στη διάθεσή τους πολύ περισσότερα «όπλα», ενώ υποσχέθηκε ότι η ΕΚΤ είναι έτοιμη να προσαρμόσει την νομισματική πολιτική κάνοντας τις αναγκαίες αλλαγές.
Όπως είπε η ΕΚΤ θα διατηρήσει τον συμμετρικό, μεσοπρόθεσμο στόχο του 2% για τον πληθωρισμό αλλά θα εξετάσει «τι μπορούμε να μάθουμε από την προηγούμενη εμπειρία μας με τον υπερβολικά χαμηλό και τον υπερβολικά υψηλό πληθωρισμό», υπονοώντας πιθανώς ότι θα υπάρξει περισσότερη ευελιξία και προσαρμοστικότητα στις νομισματικές αποφάσεις το επόμενο διάστημα.
Διαβάστε ακόμη
Mιχάλης Σκουλικίδης: «Να επεκταθεί η Golden Visa και στα σκάφη αναψυχής»
Που και γιατί εστιάζουν τα τριετή πλάνα των τραπεζών (πίνακας)
Το νέο πλαίσιο για τα οικιακά φωτοβολταϊκά – Πότε γίνεται η απόσβεση
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ