Μαραθώνιο διαβουλεύσεων, με στόχο να μπορούν να αξιοποιούνται από το 2020 οι επιστροφές των κερδών από τα ελληνικά ομόλογα για επενδύσεις, ξεκινά η κυβέρνηση. Η επιδίωξη του Μεγάρου Μαξίμου και του οικονομικού επιτελείου είναι να διευθετηθεί το θέμα έως τον Μάρτιο, ώστε να υπάρχει επαρκής χρόνος για να διοχετευθούν τα χρήματα (1,3 δισ. ευρώ ετησίως ή τουλάχιστον μέρος του ποσού αυτού) σε συγκεκριμένες επενδύσεις, οι οποίες θα συμφωνηθούν με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας αναμένεται να θέσει το θέμα κατά τις συζητήσεις του με Ευρωπαίους αξιωματούχους στο σημερινό Eurogroup, το οποίο εκτιμάται ότι θα δώσει το «πράσινο φως» για να επιστραφούν στη χώρα μας 767 εκατ. ευρώ από τα κέρδη των ελληνικών ομολόγων (ANFAs και SMPs) και τον μηδενισμό της αύξησης επιτοκίου σε τμήμα του ευρωπαϊκού δανείου του 2ου Μνημονίου.
Ο κ. Σταϊκούρας είχε χθες συνάντηση γνωριμίας στις Βρυξέλλες με τον νέο Επίτροπο Οικονομικών Υποθέσεων Πάολο Τζεντιλόνι και σήμερα έχει προγραμματισμένη συνάντηση, στο περιθώριο του Eurogroup, με τον Ιρλανδό ομόλογό του Πασκάλ Ντόνοχιου, καθώς και με αξιωματούχους των ευρωπαϊκών θεσμών.
Very pleased to meet Greek finance minister @cstaikouras this evening ahead of tomorrow’s #Eurogroup. I’m confident that we will work well together to support #Greece’s strengthening economic recovery. ???? pic.twitter.com/E9yLrisivb
— Paolo Gentiloni (@PaoloGentiloni) December 3, 2019
Όπως έγραψε στο Twitter ο Πάολο Τζεντιλόνι, «είμαι πολύ χαρούμενος που συνάντησα τον Ελληνα υπουργό Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρα απόψε ενόψει του αυριανού Eurogroup. Είμαι βέβαιος ότι θα συνεργαστούμε καλά ώστε να υποστηρίξουμε την ενισυόμενη οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας»
Την προσεχή Δευτέρα, ο κ. Σταϊκούρας θα έχει την ευκαιρία να επανέλθει στο ζήτημα στο περιθώριο του ετήσιου Capital Link Forum στο Metropolitan Club της Νέας Υόρκης, όπου θα δώσουν το «παρών» εκπρόσωποι των θεσμών και των αγορών.
Η αλλαγή χρήσης των κερδών των ομολόγων, που σήμερα οδεύουν εξ ολοκλήρου στην εξυπηρέτηση του χρέους, και η μείωση των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα θεωρείται βέβαιο ότι θα περιλαμβάνονται επίσης στο μενού της πρώτης συνάντησης του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τη νέα πρόεδρο της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ. Όπως ανέφερε χθες η στήλη Bunker του ΝΜ, το τετ-α-τετ θα πραγματοποιηθεί στις 17 Δεκεμβρίου στη Φρανκφούρτη με αφορμή το αποχαιρετιστήριο δείπνο προς τιμήν του απερχόμενου μέλους του Εκτελεστικού Συμβουλίου της ΕΚΤ Μπενουά Κερέ, που έπαιξε θετικό πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαχείριση της ελληνικής κρίσης. Στο δείπνο θα μετάσχουν επίσης ο κ. Σταϊκούρας και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας.
«Θέλουμε να αλλάξουμε τη χρήση των κερδών των ομολόγων, γιατί τα τελευταία χρόνια υπάρχει μεγάλη αποεπένδυση. Με την κίνηση αυτή θα αυξηθεί η ανάπτυξη και θα βελτιωθεί η δυναμική του χρέους», ανέφερε ο πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων (ΣΟΕ) καθηγητής Μιχάλης Αργυρού σε χθεσινή εκδήλωση του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος (ΟΕΕ) με θέμα τον κρατικό προϋπολογισμό του 2020. «Θα θέλαμε να επιλέξουμε από μια ευρεία γκάμα δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων με μεγάλο πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα», πρόσθεσε ο κ. Αργυρού, ο οποίος εκπροσωπεί τη χώρα μας στις συνεδριάσεις του Euro Working Group.
«Η μεγάλη αγωνία είναι τι θα αποφασίσει το Eurogroup για ANFAs και SMPs. Αν πετύχουμε να δοθούν για επενδύσεις, θα είναι σημαντικό βήμα για την ενίσχυση του ρυθμού ανάπτυξης. Χρειαζόμαστε μεγάλους ρυθμούς ανάπτυξης την επόμενη δεκαετία, για να καλύψουμε την κρίση», ανέφερε στην ίδια εκδήλωση ο καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών Παναγιώτης Πετράκης.
Τα στοιχήματα και οι αβεβαιότητες του προϋπολογισμού του 2020
Στην εκτίμηση ότι ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ θα επιτευχθεί το 2020 συμφώνησαν οι οικονομολόγοι που συμμετείχαν στην εκδήλωση του ΟΕΕ, τονίζοντας τα μεγάλα στοιχήματα του νέου προϋπολογισμού.
«Μετά από μια περίοδο παρατεταμένης κρίσης, με εύθραυστο τραπεζικό σύστημα, σε καθεστώς αποεπένδυσης και με σημαντικό παραγωγικό κενό, ο Προϋπολογισμός εμπνέει αισιοδοξία. Η ελάφρυνση της μεσαίας τάξης, η ανακούφιση των ευάλωτων ομάδων, τα κίνητρα για διεύρυνση της φορολογικής βάσης, το αίσθημα ανταποδοτικότητας των φόρων αποτελούν το μεγάλο στοίχημα της κυβέρνησης», τόνισε ο κ. Αργυρού και πρόσθεσε: «Η κατανομή των ελαφρύνσεων ήταν μια δύσκολη άσκηση. Η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει ισχυρές και επίμονες ανισότητες. Καταλήξαμε σε τέσσερις προτεραιότητες: να ελαφρυνθούν εκείνοι που σήκωσαν το μεγαλύτερο βάρος της προσαρμογής, δηλαδή η μεσαία τάξη, να ενισχυθούν οι πιο αδύναμοι οικονομικά, να τονωθεί η φορολογική συμμόρφωση και να πάψει η πολιτεία να τιμωρεί την οικονομική επιτυχία».
Ο πρόεδρος του ΣΟΕ υπογράμμισε ότι ο προϋπολογισμός του 2020 συμβάλλει στη «μετάβαση από ένα καθεστώς αναιμικής ανάπτυξης σε ένα καθεστώς υψηλότερης μακροχρόνιας ανάπτυξης», αλλά διευκρίνισε ότι χρειάζονται πρόσθετες δράσεις προς την κατεύθυνση αυτή, όπως ιδιωτικοποιήσεις, αύξηση του ανταγωνισμού, επιστροφή της κανονικότητας στο τραπεζικό σύστημα, ευελιξία στην αγορά προϊόντων, διαφάνεια, αντιμετώπιση της γραφειοκρατίας και της διαφθοράς και βελτίωση της Δικαιοσύνης και της Παιδείας. Δήλωσε δε αισιόδοξος ότι «για πρώτη φορά μεταπολιτευτικά υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις για αλλαγή οικονομικού υποδείγματος στη χώρα» και ότι «στο τέλος της τετραετίας η ελληνική κοινωνία θα έχει αποκομίσει σημαντικότατα κέρδη».
Στις αβεβαιότητες και τα προβλήματα που καλείται να αντιμετωπίσει ο προϋπολογισμός του 2020 εστίασε την προσοχή του ο συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή Φραγκίσκος Κουτεντάκης.
Όπως είπε, ο προϋπολογισμός επιτυγχάνει τον δημοσιονομικό στόχο και είναι συμβατός με τις υποχρεώσεις της χώρας, αλλά συνιστάται επαγρύπνηση στο υπουργείο Οικονομικών, διότι υπάρχουν τρεις αβεβαιότητες: (α) τα προϋπολογισθέντα περιθώρια εσόδων από την επισκόπηση δαπανών και εσόδων και τη μείωση των οροφών δαπανών των υπουργείων είναι μεγάλα –περίπου 500 εκατ. ευρώ, (β) πρέπει να φανεί στην πράξη πώς θα αντιδράσουν οι φορολογούμενοι στην ενίσχυση των ηλεκτρονικών συναλλαγών και (γ) η πρόβλεψη για ρυθμό ανάπτυξης 2,8% είναι διπλάσια από την ανάπτυξη της ευρωζώνης. Ο κ. Κουτεντάκης υπογράμμισε ακόμα ότι «οι κίνδυνοι, όπως το υψηλό δημόσιο χρέος, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές και η συρρίκνωση του ανθρώπινου κεφαλαίου, παραμένουν ορατοί».
Τα υπερπλεονάσματα αχρείαστης λιτότητας
Για προϋπολογισμό «ρεαλιστικό και αναπτυξιακό» έκανε λόγο ο πρόεδρος του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) καθηγητής Παναγιώτης Λιαργκόβας και επισήμανε: «Μετά από χρόνια, η κυβέρνηση θέτει τους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα εντός των δεσμεύσεων με τους πιστωτές, αλλά δεν αναζητεί τα υπερπλεονάσματα, τα οποία ήταν συνειδητή επιλογή της προηγούμενης κυβέρνησης». Όπως σημείωσε, την περίοδο 2016-2018 υπήρξε συνολική υπέρβαση των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα κατά 11,4 δισ. ευρώ. «Αυτή η επιπλέον λιτότητα δηλητηρίασε την οικονομία και δημιούργησε 18,1 δισ. ευρώ ληξιπρόθεσμων οφειλών των φορολογουμένων».
Απαντώντας στην κριτική αυτή, ο κ. Κουτεντάκης, που διετέλεσε Γενικός Γραμματέας Δημοσιονομικής Πολιτικής του υπουργείου Οικονομικών την περίοδο 2015-2018, υποστήριξε ότι κανείς οικονομολόγος δεν θα επιδίωκε υπερπλεονάσματα, αλλά η επίτευξή τους είχε τεράστια σημασία για το χτίσιμο εμπιστοσύνης με τους Ευρωπαίους.
«Τα υπερπλεονάσματα δεν βοήθησαν την ελληνική οικονομία και οδήγησαν σε περαιτέρω δημοσιονομική λιτότητα, περιορίζοντας αισθητά τους βαθμούς ελευθερίας», αντέτεινε από την πλευρά του ο καθηγητής Οικονομικών στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και επικεφαλής της επιστημονικής επιτροπής του ΟΕΕ Διονύσης Χιόνης. Όπως ανέφερε, «το 2020 αποτελεί μια χρονιά εσωτερικών και εξωτερικών προκλήσεων. Οι επενδύσεις αποτελούν τον κινητήριο μοχλό για την επίτευξη υψηλών ρυθμών μεγέθυνσης. Οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης θα βοηθήσουν στην περαιτέρω μείωση του χρέους».
Για προϋπολογισμό με θετικό κοινωνικό πρόσημο μίλησε ο πρόεδρος του ΟΕΕ Κωνσταντίνος Κόλλιας, τονίζοντας ότι «υλοποιεί μικρά, σταθερά και κατάλληλα δομημένα βήματα ενίσχυσης των οικονομικά ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, αλλά και των κοινωνικών κατηγοριών, που σήκωσαν επί μία δεκαετία το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής. Κυρίως, όμως, στηρίζει τη μεσαία τάξη, που είχε αρχίσει να εξαφανίζεται στα χρόνια της κρίσης». H επιστημονική επιτροπή του Οικονομικού Επιμελητηρίου έχει συντάξει αναλυτική μελέτη 63 σελίδων με τις θέσεις του ΟΕΕ για τον κρατικό προϋπολογισμό του 2020.