Στον λόγο, για τον οποίο οι Έλληνες πληρώνουν πιο ακριβά από τους υπόλοιπους Ευρωπαίους τον δανεισμό τους από τις τράπεζες, εστίασε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), κ. Γιάννης Στουρνάρας.
«Σαφώς στην Ελλάδα έχουμε υψηλότερα επιτόκια από τις υπόλοιπες χώρες – μέλη για τις επιχειρήσεις και για τα νοικοκυριά, διότι έχουμε ακόμη πολύ υψηλό ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων. Αυτός είναι ο κύριος λόγος και βασικός μας στόχος είναι πως θα πετύχουμε την μείωσή τους. Δεν υπάρχει θέμα ούτε υπερβολικών χρεώσεων ούτε υπερβολικής κερδοφορίας από πλευράς των τραπεζών», σχολίασε χαρακτηριστικά, στο πλαίσιο διαδικτυακής εκδήλωσης δημόσιου διαλόγου, με τίτλο: «Η Τράπεζα της Ελλάδος σας ακούει».
Ενδεικτικά, όπως προκύπτει από πρόσφατα στοιχεία της εποπτικής αρχής, το μέσο επιτόκιο των καταναλωτικών δανείων με συγκεκριμένη διάρκεια και κυμαινόμενο επιτόκιο μειώθηκε τον περασμένο Νοέμβριο κατά 11 μονάδες βάσης, στο 10,97%. Πρόκειται, ωστόσο, για το τρίτο υψηλότερο στην Ευρώπη, μετά τις Λετονία και Εσθονία, όπου το κόστος διαμορφώνεται σε 15,95% και 14,58% αντίστοιχα, ενώ την πεντάδα συμπληρώνουν οι Γερμανία και Ιρλανδία, με επιτόκια καταναλωτικών δανείων 8,87% και 8,04%. Στον αντίποδα, Ιταλία, Κύπρος, Βέλγιο, Ισπανία και Λουξεμβούργο φιγουράρουν στις τελευταίες θέσεις, με επιτόκια που ξεκινούν από 3,54% έως και 0,93%.
Την άποψη πως το ζήτημα του ακριβού δανεισμού είναι, μεταξύ άλλων, απόρροια των «κόκκινων» δανείων είχε εκφράσει από την πλευρά της και η επιτροπή Πισσαρίδη. «Η αρνητική σχέση προβληματικών δανείων και νέου δανεισμού μπορεί να γίνει κατανοητή ως εξής: Τα προβληματικά δάνεια έχουν πραγματική αξία πολύ μικρότερη της αρχικής λογιστικής τους αξίας στους ισολογισμούς των τραπεζών.Η λογιστική τους αξία μειώνεται προς την πραγματική αξία με την πάροδο του χρόνου (π.χ. μέσω διαγραφών, πωλήσεων ή τιτλοποιήσεων) και αυτό επιφέρει σημαντικές απώλειες στις τράπεζες. Οι απώλειες με τη σειρά τους δημιουργούν νέες κεφαλαιακές ανάγκες. Η άντληση νέων κεφαλαίων, όμως, μπορεί να είναι επώδυνη για τους υπάρχοντες παλαιούς μετόχους (φαινόμενο debt overhang) και, έτσι, οι τράπεζες προσπαθούν να την αποφύγουν. Άρα, με μικρή κεφαλαιακή βάση και χωρίς νέα κεφάλαια οι τράπεζες αδυνατούν να προσφέρουν νέα δάνεια. Αυτό, άλλωστε, το απαγορεύουν οι κανονισμοί ελάχιστης κεφαλαιακής επάρκειας του SSM και της ΤτΕ», τονιζόταν στο σχέδιο της επιτροπής.
Πράγματι, η χώρα μας εμφανίζει τον υψηλότερο δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), η Ελλάδα «σκόραρε» και το γ’ τρίμηνο του 2020 το υψηλότερο ποσοστό «κόκκινων» δανείων – 28,5% – ακολουθούμενη από την Κύπρο, την Πορτογαλία και την Ιταλία, με ποσοστά 12,5%, 6% και 5% αντίστοιχα. Το χαμηλότερο ποσοστό – 0,75% – καταγράφηκε στο Λουξεμβούργο.
Χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας
«Οι προτάσεις που κάνουμε προς την κυβέρνηση είναι για μείωση των ‘κόκκινων’ δανείων, ώστε να μπορούν οι τράπεζες πιο ελεύθερες να χρηματοδοτήσουν επιχειρήσεις και να μπορεί να υπάρξει μία ‘γέφυρα’ μεταξύ της περιόδου προ της πανδημίας και μετά. Να μην υπάρχει, δηλαδή, αυτό το φαινόμενο της ξαφνικής άρσης όλων των προστατευτικών μέτρων και να γίνει σταδιακά», ανέφερε ο διοικητής της ΤτΕ, αναγνωρίζοντας, ωστόσο, πως τα «κόκκινα» δάνεια των μικρομεσαίων επιχειρήσεων είναι αρκετά υψηλότερα του μέσου όρου, γεγονός που αποθαρρύνει τις τράπεζες να αυξήσουν τις χορηγήσεις.
«Εφέτος, σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, η πιστωτική επέκταση είναι αρκετά αυξημένη. Ίσως όχι στον βαθμό του επιθυμητού, αλλά οφείλουμε να πούμε ότι η καθαρή πιστωτική επέκταση είναι περίπου στα επτά δισ. ευρώ και το 1/3 διοχετεύεται σε ΜμΕ. Αρωγός σε αυτό έρχεται και το Δημόσιο, με την Αναπτυξιακή Τράπεζα και τις εγγυήσεις, τις οποίες παρέχει», τόνισε, για να προσθέσει: «Οι τράπεζες στην Ελλάδα δεν ήταν υπεύθυνες για την κρίση. Η κρίση προήλθε από αλλού. Ίσως είμαστε η μοναδική χώρα που η κρίση δεν ήταν τραπεζική, ήταν δημοσίου χρέους και αναχρηματοδότησής του και ως τέτοια μεταφέρθηκε στις τράπεζες. Η ευθύνη τους είναι πάρα πολύ μικρή. Ακόμη και στις εποχές της πολύ μεγάλης επέκτασης ο ισολογισμός των ελληνικών τραπεζών δεν ξεπέρασε 1,5 φορά το ΑΕΠ, όταν σε άλλες χώρες το ξεπέρασε επτά και οκτώ φορές. Όλοι έχουμε συμφέρον να δοθούν δάνεια».
Sine qua non οι μεταρρυθμίσεις
Αναφερόμενος στη μεταρρύθμιση του κράτους και του παραγωγικού ιστού, ο κ. Στουρνάρας υπογράμμισε πως η έκθεση Πισσαρίδη βρίσκει απολύτως σύμφωνη την ΤτΕ.
«Θεωρούμε ότι είναι sine qua non για να πετύχουμε έναν ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης γύρω στο 3,5% κατά μέσο όρο την επόμενη 10ετία, με την βοήθεια και του Ταμείου Ανάκαμψης, αλλά, βεβαίως και του παραδοσιακού ΕΣΠΑ. Τα επόμενα επτά χρόνια θα εισρεύσουν στην Ελλάδα 70 δισ. ευρώ σε σταθερές τιμές (32 δισ. ευρώ από το Ταμείο και άλλα 40 δισ. ευρώ από το ΕΣΠΑ). Εάν δεν μπορέσουμε να πιάσουμε 3,5% μέσο ρυθμό ανάπτυξης θα είναι δικό μας λάθος. Νομίζω ότι είναι κάτι το απόλυτα εφικτό και οι μεταρρυθμίσεις που προτείνει η επιτροπή Πισσαρίδη είναι προυπόθεση γι’ αυτό, δεν πρέπει να το ξεχνάμε», κατέληξε.