της Στεφανίας Σούκη
Από 4 χρόνια, στην καλύτερη περίπτωση, όταν πρόκειται για λιγότερο πολύπλοκες επενδύσεις -κυρίως σε έτοιμα ξενοδοχεία- έως και μία 15ετία, όταν πρόκειται για πιο σύνθετα έργα που ξεκινούν εκ του μηδενός, ακόμη και αν αυτά έχουν ενταχθεί στο fast track, θα χρειαστούν, κατά μέσο όρο, οι τουριστικές επενδύσεις αξίας άνω των 4,5 δισ. ευρώ τις οποίες σχεδιάζουν Ελληνες και ξένοι επενδυτές σε όλη την Ελλάδα με επίκεντρο, κυρίως, τους πιο ώριμους τουριστικούς προορισμούς.
Η μεγάλη επένδυση του 1,5 δισ. ευρώ για το Atalanti Hills στη Φθιώτιδα από το fund αμερικανοβρετανικών συμφερόντων Europa Capital, πίσω από τον επενδυτικό φορέα Λοκρός Ανάπτυξη Ακινήτων Μονοπρόσωπη ΕΠΕ, επιβεβαιώνει ακριβώς τον κανόνα της 15ετίας ωρίμανσης για τα έργα που ξεκινούν εξαρχής (greenfield), αφού πρωτοδρομολογήθηκε το 2005 και ετοιμάζεται να ξεκινήσει, εφόσον εξασφαλίσει και τις οικοδομικές άδειες, εντός του 2019. Από την άλλη πλευρά, οι τουριστικοί κολοσσοί του εξωτερικού, όπως οι Thomas Cook και ΤUI, που έχουν αποφασίσει να επενδύσουν στη χώρα μας με τα δικά τους brands, προβλέποντας ότι η Ελλάδα θα εξακολουθήσει να είναι ψηλά στις προτιμήσεις των Ευρωπαίων πελατών τους και τα επόμενα χρόνια, πέρα από τα νέα έργα που δρομολογούν τώρα, έχουν ακολουθήσει την τελευταία διετία τον πιο… σίγουρο δρόμο των παλιότερων, έτοιμων ξενοδοχείων σε πρωτοκλασάτους νησιωτικούς προορισμούς όπως η Κρήτη ή η Κως, με την αναβάθμισή τους σε μονάδες υψηλότερων κατηγοριών και, όπως φαίνεται από τους χρόνους που έχουν επιτύχει για τη λειτουργία των νέων ξενοδοχείων, τελικά δικαιώνονται, αφού σε περίπτωση που διαθέτουν την απαιτούμενη ρευστότητα μπορεί να πέφτουν ενίοτε και κάτω από τα δύο χρόνια.
«Υπάρχουν δυστυχώς στην Ελλάδα τουριστικές επενδύσεις που βρίσκονται σε διαδικασία… συνεχούς ωρίμανσης την τελευταία 15ετία κι αυτό συμβαίνει ακόμη και για επενδύσεις που έχουν συμπεριληφθεί στη διαδικασία του fast track, θεωρούνται δηλαδή στρατηγικές», επισημαίνει ο κ. Κώστας Μητρόπουλος, εντεταλμένος σύμβουλος της PricewaterhouseCoopers (PwC), η οποία εκπόνησε τη μελέτη για την επόμενη μέρα του ελληνικού τουρισμού και στέκεται ιδιαίτερα στο γεγονός των καθυστερήσεων των επενδύσεων σε έναν κλάδο που, όπως υποστηρίζεται στη μελέτη, έχει πολύ σταθερές βάσεις και «υπάρχουν λίγοι κίνδυνοι στον ορίζοντα για τη μείωση της ανάπτυξης και οι περισσότεροι από αυτούς εντάσσονται στον τυπικό τουριστικό κύκλο. Η Ελλάδα βρίσκεται στην κορυφή του τρέχοντος κύκλου της και αναμένεται μεν επιβράδυνση της τουριστικής δραστηριότητας, χωρίς ωστόσο να προσδιορίζεται το πότε και χωρίς επίσης να υπάρχουν μεγάλα ρίσκα για το μέλλον».
Οι επενδύσεις fast track
Στον επενδυτικό τομέα και με δεδομένο ότι η Ελλάδα βρίσκεται ψηλά στη διεθνή κατάταξη των τουριστικών προορισμών, η μελέτη της PwC επισημαίνει ότι οι συνολικές ξενοδοχειακές ανάγκες υπολογίζονται για την πενταετία 2018- 2022 σε περίπου 6,2 δισ. ευρώ και κατανέμονται σε 1 δισ. ευρώ για την κατασκευή επιπλέον κλινών, 4,8 δισ. ευρώ για την αναβάθμιση της υπάρχουσας χωρητικότητας και 0,3 δισ. ευρώ για συντήρηση. Τα έργα για ανακαινίσεις – αναβαθμίσεις φαίνεται ότι είναι πολύ πιο εύκολο να δρομολογηθούν σε σχέση με τα πιο σύνθετα έργα που σχεδιάζονται από την αρχή σε εκτάσεις εκατοντάδων στρεμμάτων, πολλές από τις οποίες αντιμετωπίζουν διαφορετικά ζητήματα, δασικά, αιγιαλού κ.ά. Εξ ου και η δυστοκία που παρατηρείται ακόμη και στις λεγόμενες στρατηγικές επενδύσεις, τα έργα, υπό την αιγίδα του Enterprise Greece, που εντάσσονται, με βάση τις σχετικές ρυθμίσεις του 2010, σε ειδικό καθεστώς ώστε να ελαχιστοποιηθεί η γραφειοκρατία και να περιοριστεί ο επενδυτικός ορίζοντας. Σημειωτέον ότι πέραν των ξενοδοχειακών επενδύσεων η PwC θεωρεί εκ των ων ουκ ανευ επιπλέον επενδύσεις για υποδομές που θα υποστηρίξουν τον τουρισμό, συνολικού ύψους 11,2 δισ. ευρώ, έως το 2023 και συγκεκριμένα για σιδηροδρομικά έργα 1,8 δισ. ευρώ, λιμάνια – μαρίνες 500 εκατ. ευρώ, αεροδρόμια 1,3 δισ. ευρώ, οδικά έργα 3,5 δισ. ευρώ, ενεργειακές διασυνδέσεις 3,5 δισ. ευρώ και περιβαλλοντικά έργα 600 εκατ. ευρώ.
Οσον αφορά τώρα τα τουριστικά έργα που έχουν συμπεριληφθεί στη διαδικασία fast track, όπως αναφέρει η εταιρεία, αφορούν μόνο ξενοδοχεία 5 αστέρων, τα οποία είναι δυναμικότητας άνω των 2.600 κλινών και των 1.300 δωματίων. Μέχρι στιγμής, κατά τη διάρκεια της τελευταίας εξαετίας έχουν υποβληθεί πάνω από 13 τουριστικά έργα, συνολικού ύψους άνω των 2,9 δισ. ευρώ, εκ των οποίων κάποια έχουν βγει εκτός, έξι αναμένουν τις σχετικές εγκρίσεις, ενώ επτά σχέδια έχουν ενταχθεί στο fast track. «Ωστόσο, κανένα από αυτά δεν έχει ολοκληρωθεί ή έχει αρχίσει να λειτουργεί. Συνολικά, τα έργα fast track κινούνται αργά, με μέσο όρο έγκρισης τα 3,7 έτη από την υποβολή τους», αναφέρει ο κ. Μητρόπουλος.
Στα επτά μείον ένα έργα (δεδομένου ότι η τύχη αυτού της Pravita Estate, ύψους 796 εκατ. ευρώ, στην Κεντρική Μακεδονία αγνοείται παντελώς) που έχουν ήδη εγκριθεί για κατασκευή, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει ότι όλα έχουν ξεπεράσει τα επιμέρους… ζητήματα που έχουν προκύψει στην πορεία, περιλαμβάνονται το Cavo Sidero της Μinoan Group στην Κρήτη, ύψους 268 εκατ. ευρώ, το Kilada Hills στην Πελοπόννησο, ύψους 418 εκατ. ευρώ, της εταιρείας Κεραμεία στο Βόρειο Αιγαίο, ύψους 100 εκατ. ευρώ, τo RSR Eagle Resort, ύψους 191 εκατ. ευρώ, στην Εύβοια, το Εlounda Hills, ύψους 408 εκατ. ευρώ, στην Κρήτη και αυτό από τη Μυκήναι Α.Ε. για την κατασκευή και λειτουργία πολυτελούς τουριστικής μονάδας VIP Exclusive Club στον Σκορπιό της οικογένειας Ριμπολόβλεφ, ύψους 160 εκατ. ευρώ. Ενδεικτικά η επένδυση της Κεραμεία, του εφοπλιστή Λου Κολλάκη, στη Χίο φαίνεται ότι έχει βρεθεί υπό επαναξιολόγηση λόγω του Προσφυγικού, ενώ δασικά ζητήματα αντιμετωπίζει το έτερο έργο της αραβικών συμφερόντων RSR Eagle Resort στην Κάρυστο. Παρεμπιπτόντως, από τις επενδύσεις αυτές η τουριστική επένδυση της Loyalward, θυγατρικής της Minoan Group στην Κρήτη, χαρακτηρίζεται η πιο ώριμη αδειοδοτικά μια και είναι εφικτό να ξεκινήσουν οι εργασίες κατασκευής του έργου εντός του 2019. Η επένδυση βρίσκεται στο τελικό στάδιο υποβολής της Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων στις συναρμόδιες υπηρεσίες προς αξιολόγησή της, ενώ πρόσφατα ολοκληρώθηκαν η λεπτομερής επιφανειακή αρχαιολογική έρευνα στο σύνολο της ζώνης ανάπτυξης και τομές από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Λασιθίου και η αξιολόγηση από το Υπουργείο Πολιτισμού στην προς αξιοποίηση έκταση. Παράλληλα, η εταιρεία συνεχίζει τις διαπραγματεύσεις με international hotel operators για τη λειτουργία και ανάπτυξη του resort.
Στα νέα έργα που έχουν υποβληθεί και αναμένουν τις σχετικές εγκρίσεις είναι αυτό για το Lentas Resort & Spa, ύψους 209 εκατ. ευρώ, που αφορά στην κατασκευή ενός πολυτελούς τουριστικού συγκροτήματος πέντε αστέρων, με ξενοδοχειακή μονάδα 317 δωματίων και 1.155 κλινών, συνεδριακό κέντρο, spa, καθώς και οικιστική πολυτελή ανάπτυξη 54.000 τ.μ. εντός ιδιόκτητου ακινήτου 422 στρεμμάτων στον Δήμο Γόρτυνας του Νομού Ηρακλείου, καθώς επίσης και το CapeTholos Luxury Resort για το σύνθετο τουριστικό κατάλυμα του ομίλου Μεταξά, ύψους 150 εκατ. ευρώ, στον Δήμο Ιεράπετρας. Η επένδυση σε ιδιόκτητη έκταση 1.200 στρεμμάτων, με δόμηση στο 4,8% της έκτασης, αφορά τη δημιουργία δύο ξενοδοχειακών μονάδων 300 κλινών έκαστη και 208 κατοικιών.
Στα προς έγκριση έργα περιλαμβάνεται ακόμη ένα πολυτελές θέρετρο πέντε αστέρων στην περιοχή της δυτικής Πελοποννήσου, με ξενοδοχειακές μονάδες, spa, μαρίνα, παραθαλάσσιο θέατρο και θεματικές αθλητικές και ψυχαγωγικές δραστηριότητες, το Αrcadia Cultural Resort & Spa. Επιπλέον, ο όμιλος Μήτση θέλει τρία πεντάστερα ξενοδοχεία 450 κλινών στην περιοχή της Ελιάς στη Μύκονο, ενώ στη Βοιωτία, 75 χιλιόμετρα έξω από την Αθήνα, o όμιλος Βασιλάκη από κοινού με τον Αχιλλέα Κωνσταντακόπουλο της ΤΕΜΕΣ έχουν υποβάλει πρόταση, μέσω της κοινής εταιρείας Sportsland A.E., για ένα μεικτό τουριστικό έργο που θα περιλαμβάνει γήπεδο γκόλφ, συνεδριακό κέντρο, πεντάστερες εγκαταστάσεις, πολυτελείς κατοικίες κ.ά.
Kilada Hills: Επένδυση ύψους 418 εκατ. ευρώ στην Πελοπόννησο. Έχει ενταχθεί σε διαδικασίες fast track τον Νοέμβριο του 2014, ενώ οι πρώτες αγορές γης έγιναν στα μέσα της δεκαετίας του 2000. Φυσικά, η επένδυση δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί.
Τα έργα εκτός fast track
«Συνολικά, είτε πρόκειται για έργα εντός είτε εκτός… fast track, υπάρχει ένα πολύ αργό στοκ επενδύσεων για καινούρια, μεγάλα ξενοδοχειακά projects, ενώ οι περισσότερες επενδύσεις που έχουν υλοποιηθεί τα τελευταία χρόνια αφορούν έργα επεκτάσεων ή ανακαινίσεων», σχολιάζει χαρακτηριστικά ο κ. Μητρόπουλος. Εκτός των στρατηγικών επενδύσεων, η PwC έχει καταγράψει επιπλέον 11 νέα επενδυτικά έργα, άνω του 1,8 δισ. ευρώ, εκτός της διαδικασίας fast track για τα οποία ο δρόμος των αδειών έχει αποδειχθεί επίσης μακρύς, με σημαντικότερο αυτό του Atalanti Hills στη Στερεά Ελλάδα, για το οποίο οι επενδυτές ευελπιστούν να ξεκινήσουν οι εργασίες στα μέσα του 2019, ενώ υποστηρίζουν ότι έχουν βρει ήδη τα κεφάλαια για τις προκαταρκτικές εργασίες. Για το 2019 έχει αναβληθεί από την Thomas Cook η λειτουργία του νέου «Casa Cook» στα Χανιά «λόγω απρόσμενων καθυστερήσεων στο κατασκευαστικό κομμάτι», ενώ αναμένεται και η άφιξη του 5άστερου «Crown Royal Resort & Spa» επίσης στην Κρήτη. Μέσω του ομίλου της Thomas Cook, πάντως, άνοιξε το περασμένο καλοκαίρι το «Sunprime Pearl Beach» στην Κω, ενώ για το 2020 προγραμματίζεται η λειτουργία του «Robinson Club Ierapetra», 350 δωματίων και επένδυσης 60 εκατ. ευρώ, με την υπογραφή του τουριστικού κολοσσού της TUI, του οποίου οι περιβαλλοντικοί όροι εγκρίθηκαν πριν από λίγο καιρό από την αρμόδια Διεύθυνση Περιβάλλοντος και Χωρικού Σχεδιασμού της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Κρήτης.
Η επιβεβαίωση του κανόνα που θέλει τις greenfield τουριστικές επενδύσεις να καθυστερούν είναι η μεγάλη τουριστική επένδυση της Αμαρτος Οικολογική στη Ρόδο, για πεντάστερη επένδυση δυναμικότητας 135 δωματίων για τουρισμό υγείας, με επενδυτικά κεφάλαια από το Ισραήλ και την Αμερική, σε ακίνητο 48 στρεμμάτων στην περιοχή της Κρητηνίας. Οι επενδυτές ήθελαν να έχουν ξεκινήσει από το 2017 τις εργασίες για τις εγκαταστάσεις που θα φιλοξενούν συνεδριακό κέντρο, κέντρο αποθεραπείας σοβαρών παθήσεων, αθλητικές εγκαταστάσεις κ.ά., το χρονοδιάγραμμα ωστόσο εκτροχιάστηκε στην πορεία και τώρα το έργο κόλλησε στα αρχαιολογικά. Κρίσιμη στην παρούσα φάση, ενδεχομένως και για τον επανασχεδιασμό της επένδυσης, είναι η απάντηση των αρχαιολογικών υπηρεσιών που θα πρέπει να προσδιορίσουν το μέρος της έκτασης που θα πρέπει να δεσμευθεί.