Στους τομείς με τις μεγαλύτερες απώλειες λόγω του κορωνοϊού εκτιμάται ότι θα είναι ο τουριστικός κλάδος, μαζί με τις μεταφορές, ανάλογα και με τη διάρκεια της πανδημίας.
Στην έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος επισημαίνεται ότι οι επιπτώσεις από την εξάπλωση του κορωνοϊού «δεν μπορούν να αποτιμηθούν πλήρως με τα διαθέσιμα στοιχεία και με δεδομένη την αυξανόμενη αβεβαιότητα για την εξέλιξη και τη διάρκεια του φαινομένου.
Πιο σοβαρές όμως εκτιμάται ότι θα είναι οι επιπτώσεις για τις ταξιδιωτικές εισπράξεις, δεδομένων των επιβεβλημένων ταξιδιωτικών περιορισμών και του εν γένει ευάλωτου κλίματος στο συγκεκριμένο κλάδο».
Οι απώλειες όσον αφορά ειδικά τις εισπράξεις θα εξαρτηθούν κατά κύριο λόγο από την διάρκεια της πανδημίας, παράγοντα τον οποίο έτερη ανάλυση της Eurobank χαρακτηρίζει ως καθοριστικό και αιτιολογείται ως εξής:
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος (ΤτΕ), τα τουριστικά έσοδα το 2019 διαμορφώθηκαν στα 18,2 δισ. ευρώ ή 9,7% του ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές. Τα αντίστοιχα μεγέθη το 2010 ήταν στα 9,6 δισ. ευρώ ή 4,3% του ΑΕΠ. Συνεπώς η σχετική άμεση βαρύτητα της τουριστικής βιομηχανίας στην εγχώρια οικονομική δραστηριότητα είναι πολύ υψηλότερη σήμερα σε σχέση με το παρελθόν.
Λόγω της έντονης εποχικότητας που χαρακτηρίζει την εν λόγω βιομηχανία, οι μήνες με την υψηλότερη συνεισφορά στα ετήσια τουριστικά έσοδα είναι ο Ιούνιος, ο Ιούλιος, ο Αύγουστος και ο Σεπτέμβριος. Σημειώνεται ότι κατά μέσο όρο τα τελευταία 9 χρόνια οι προαναφερθέντες μήνες συνεισέφεραν σωρευτικά το 73,9% των ετήσιων τουριστικών εσόδων. Επί παραδείγματι, από τα 18,2 δισ. ευρώ των ετήσιων ταξιδιωτικών εισπράξεων το 2019, τα 13,3 δισ. ευρώ αφορούσαν την περίοδο Ιουνίου – Σεπτεμβρίου 2019. «Ως εκ τούτου η διάρκεια της παρούσας κρίσης του κορωνοϊού (Covid-19) είναι καθοριστικής σημασίας για την πορεία των τουριστικών εσόδων», καταλήγει η ανάλυση της Eurobank.
Αντίστοιχα και η έκθεση της ΤτΕ εκτιμά ότι από την πανδημία στην Ελλάδα θα πληγούν περισσότερο οι κλάδοι των μεταφορών, του εμπορίου, της εστίασης, και υπηρεσίες που συνδέονται με τον τουρισμό, τις τέχνες, τη διασκέδαση και την ψυχαγωγία. Επίσης, η άνοδος της αβεβαιότητας και η χειροτέρευση του επενδυτικού περιβάλλοντος αναμένεται να δράσουν ανασταλτικά στην ανάληψη νέων επενδυτικών σχεδίων και επιχειρηματικών κινδύνων, συμπεριλαμβανομένου και του τουριστικου κλάδου.
Η πορεία το 2019
Η ΤτΕ αναφέρεται και στην θετική πορεία του τουρισμού το 2019, με αύξηση των αφίξεων μη κατοίκων αλλά και των διανυκτερεύσεων για έβδομη συνεχόμενη χρονιά, και των ταξιδιωτικών εισπράξεων (σε στα- θερές τιμές και εξαιρουμένων των εισπράξεων από την κρουαζιέρα) για τρίτη συνεχόμενη χρονιά. Από την πλευρά της προσφοράς, παρατηρείται ενίσχυση του ξενοδοχειακού δυναμικού της χώρας, αλλά και της απασχόλησης στα ξενοδοχεία και καταλύματα. Συγκεκριμένα, το 2019 οι συνολικές κλίνες αυξήθηκαν κατά 1,4% σε σχέση με το 2018 (οι κλίνες των πολυτελών ξενοδοχείων κατά 5%), ενώ η απασχόληση αυξήθηκε κατά 9% το 2018 και διαμορφώθηκε στις 95,5 χιλιάδες άτομα από 87,5 χιλιάδες το 2017.
«Οι προοπτικές του τουριστικού τομέα για το 2020 αναμένεται να επηρεαστούν από την εξέλιξη της εξάπλωσης του κορωνοϊού», επισημαίνει η έκθεση της ΤτΕ, η οποία δίνει και το στίγμα για το γενικότερο περιβάλλον στον τουριστικό κλάδο (εκτός της παραμέτρου του κορωνοϊού, υπό καθεστώς ομαλότητας) προτρέποντας σε πιο «πράσινες» πρακτικές.
«Ο ραγδαία αυξανόμενος αριθμός αφίξεων στη χώρα τα τελευταία χρόνια, πέρα από τις οικονομικές ωφέλειες, δημιούργησε νέες απαιτήσεις στους προορισμούς για τη διαχείριση και ανάπτυξη των υποδομών και του οικοσυστήματος, καθώς και για τη διάχυση των ωφελειών στην κοινωνία. Τα παραπάνω αποκτούν ιδιαίτερη σημασία στη σημερινή εποχή, κατά την οποία όλο και περισσότεροι ταξιδιώτες όλων των ηλικιών φαίνεται ότι επιλέγουν να μειώσουν το αποτύπωμα διοξειδίου του άνθρακα περιορίζοντας την απόσταση που ταξιδεύουν. Το φαινόμενο αυτό είναι ιδιαίτερα έντονο για τη γενιά των “παιδιών της χιλιετίας” (Millennials) και τη γενιά Ζ (Gen Z), που επιπλέον προτιμούν πιο φιλικά προς το περιβάλλον μέσα μεταφοράς (υβριδικά ή ηλεκτρικά αυτοκίνητα, δημόσιες συγκοινωνίες, περπάτημα ή ποδηλασία), ενώ προτιμούν παρόχους φιλοξενίας που είναι ευαισθητοποιημένοι ως προς τον περιβαλλοντικό αντίκτυπο των εγκαταστάσεών τους».