Το πρόβλημα των κόκκινων δανείων εμφανίστηκε μέσα στην κρίση, διογκώθηκε κυρίως την περίοδο 2010-2013, αλλά ουδείς μέχρι τώρα ασχολήθηκε ουσιαστικά με την επίλυσή του, ούτε οι κυβερνήσεις, ούτε οι τράπεζες – απλώς το ζήτημα έμπαινε κάτω από το χαλί.
Το αποτέλεσμα είναι ότι τώρα πλέον δίνεται η χειρότερη δυνατή λύση, η οποία θα προκαλέσει σοβαρή αναταραχή στην κοινωνία αλλά και στην αγορά, ενώ δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα λειτουργήσει αποτελεσματικά προς όφελος της οικονομίας, όπως προαναγγέλλεται.
Οι υπέρμαχοι της κατάργησης κάθε προστασίας στην πρώτη κατοικία υποστηρίζουν ότι έτσι θα υπάρξει πίεση στους λεγόμενους «στρατηγικούς κακοπληρωτές», δηλαδή κάποιους που, ενώ έχουν τη δυνατότητα, δεν θέλουν να πληρώσουν, καλυπτόμενοι πίσω από την προστασία που υπήρχε μέχρι τώρα.
Διατυπώνουν, επίσης, την εκτίμηση ότι επειδή τα δάνεια θα μεταφερθούν σε εταιρείες διαχείρισης και σε επενδυτές οι οποίοι θα τα αγοράσουν με τη μορφή ομολόγων (στο πλαίσιο της λεγόμενης τιτλοποίησης των δανείων), οι τράπεζες θα «καθαρίσουν» τους ισολογισμούς τους και θα μπορέσουν, έτσι, να κάνουν τη δουλειά τους, να χρηματοδοτήσουν δηλαδή την οικονομία.
Για τον λόγο αυτό παρέχεται και κρατική εγγύηση στον μηχανισμό μεταφοράς και τιτλοποίησης των δανείων (το λεγόμενο σχέδιο «Ηρακλής»), αφού, χωρίς τη συγκεκριμένη εγγύηση, η αξία των ομολόγων που βασίζονται στα κόκκινα δάνεια θα ήταν μηδαμινή και η διαδικασία δεν θα ήταν εφικτή.
Με τον μηχανισμό αυτό, όμως, βασική προϋπόθεση για να αυξηθεί η αξία των δανείων και των συνδεδεμένων ομολόγων είναι να γίνονται πλειστηριασμοί. Υπάρχει ένα ισχυρό κερδοσκοπικό κίνητρο για την ενίσχυση των πλειστηριασμών, αφού όσο περισσότεροι γίνονται τόσο περισσότερα χρήματα θα προκύπτουν για την αποπληρωμή των ομολόγων και έτσι θα ανεβαίνει η αξία των τελευταίων.
Μεγάλος κερδισμένος από αυτή τη διαδικασία θα είναι οι εταιρείες που αγοράζουν τα δάνεια, καθώς αποκτούν τα τελευταία σε χαμηλές τιμές (στο 20%-30% της αξίας όταν πρόκειται για στεγαστικά δάνεια), αλλά μπορούν να διεκδικήσουν το σύνολο του ποσού.
Επομένως, υπάρχει κίνδυνος όταν το ακίνητο έχει εμπορικό ενδιαφέρον ή όταν η εταιρεία διαχείρισης θέλει ρευστότητα και γρήγορα κέρδη, το ακίνητο αυτό να οδηγείται σε ρευστοποίηση, χωρίς να επιδιώκεται μακροχρόνια ρύθμιση του δανείου.
Μεγάλο μέρος, μάλιστα, από αυτές τις υπεραξίες θα φεύγει στο εξωτερικό και δεν θα ανακυκλώνεται στην ελληνική οικονομία, αφού πολλές από αυτές τις εταιρείες είναι ξένων συμφερόντων.
Είναι, επίσης, αμφίβολο ότι υπό αυτές τις συνθήκες πράγματι οι τράπεζες θα μπορέσουν να «ξαναδώσουν δάνεια», όπως διακηρύσσουν. Ήδη, όπως λένε τραπεζικά στελέχη, οι υποψήφιοι δανειολήπτες εμφανίζονται διστακτικοί στο να πάρουν δάνεια, ακόμα και όταν πληρούν τις προϋποθέσεις, καθώς βλέπουν ότι μπορούν να βρεθούν σε δύσκολη θέση στο μέλλον.
Τα τελευταία χρόνια έγιναν αλλεπάλληλα λάθη. Το πρώτο ήταν ότι οι τράπεζες ανακεφαλαιοποιήθηκαν διαδοχικά με δεκάδες δισεκατομμύρια δημόσιου χρήματος, χωρίς να έχει αντιμετωπιστεί προηγουμένως το πρόβλημα των κόκκινων δανείων.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι χρήματα έπεφταν σε μια μαύρη τρύπα. Το δεύτερο λάθος ήταν ότι οι ίδιες οι τράπεζες δεν έκαναν μόνες τους τα κουρέματα που χρειάζονταν για να πρασινίσουν τα δάνεια και στην πραγματικότητα επιδείνωσαν οι ίδιες τη θέση τους.
Το άλλο μεγάλο λάθος ήταν ότι δεν έγινε η λεγόμενη «κακή τράπεζα», η οποία θα απάλλασσε τις τράπεζες από το πρόβλημα και θα ξεκαθάριζε το ζήτημα σε βάθος χρόνου, χωρίς κοινωνικές και οικονομικές αναταράξεις.
Τώρα πλέον, μετά την κατάργηση της προστασίας για την πρώτη κατοικία και την επικείμενη έναρξη μαζικών πλειστηριασμών, το πρόβλημα έρχεται στο προσκήνιο και θα σκάσει με θόρυβο δημιουργώντας κοινωνική και ίσως πολιτική ένταση.
Θα πρέπει λοιπόν το πολιτικό σύστημα να αντιληφθεί το μέγεθος του προβλήματος και, έστω την ύστατη ώρα, να αναζητήσει λύσεις.