Έξι προτάσεις πολιτικής, τέσσερις προτεραιότητες για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας, αλλά και αυστηρή κριτική προς ορισμένες «κυνικές» επιχειρηματικές πρακτικές, περιέλαβε στην πρώτη του ομιλία από τη θέση του Προέδρου του ΣΕΒ ο κ. Δημήτρης Παπαλεξόπουλος.
Ο στόχος, όπως τόνισε, παραμένει η αύξηση της βιομηχανίας στο ΑΕΠ από το 9,5% που είναι σήμερα σε 15% ως το 2030 ενώ υπενθύμισε στον παριστάμενο πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη ότι η ελληνική μεταποίηση, αντιμετωπίζει και μια σειρά προβλημάτων, όπως το υψηλό ενεργειακό κόστος. Όπως σημείωσε ο κ. Παπαλεξόπουλος η αύξηση της συνεισφοράς της μεταποίησης στο ΑΕΠ μπορεί να μεταφραστεί σε 550.000 νέες – και καλά αμοιβόμενες – θέσεις εργασίας που μπορούν να προσφέρουν υπεραξίες στην ίδια την οικονομία.
Πέρα όμως από τη στροφή στη μεταποίηση, ο νέος πρόεδρος του ΣΕΒ, έκανε λόγο για την ανάγκη λήψης συγκεκριμένων μέτρων στήριξης των επιχειρήσεων και των εργαζομένων που πλήττονται από την πανδημία και μίλησε για την ψηφιακή, την πράσινη επανάσταση και την ανάπτυξη των δεξιοτήτων, τις σχέσεις επιχειρήσεων και κοινωνίας, το διττό ρόλο του ΣΕΒ και απένειμε εύσημα στον προκάτοχό του, Θεόδωρο Φέσσα.
Ο κ. Παπαλεξόπουλος έκανε επίσης ιδιαίτερη αναφορά στη στάση των πολιτικών δυνάμεων κατά τη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης: «Η αντιπολίτευση στάθηκε επάξια στο ύψος των περιστάσεων. Φαίνεται να αναδεικνύεται ένα πιο ελπιδοφόρο μοντέλο αντιπαράθεσης και διαλόγου, τόσο στην πολιτική, όσο και στην κοινωνία. Δεν πρέπει να αφήσουμε αναξιοποίητο αυτό το παράθυρο στον χρόνο. Είναι η ευκαιρία μας να προσεγγίσουμε και να λύσουμε ζητήματα, που για χρόνια εμπόδιζαν τη χώρα να πετύχει τη μετάβαση σε ένα διαφορετικό παραγωγικό πρότυπο», τόνισε ο νέος πρόεδρος του ΣΕΒ.
Απευθυνόμενος στον πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη, τόνισε ότι «στο πρόσωπό σας, ο κόσμος των επιχειρήσεων αναγνωρίζει κάποιον που πιστεύει ειλικρινά ότι η επιχειρηματικότητα είναι μέρος της λύσης για το μέλλον του τόπου μας».
Παρουσιάζοντας τις προτάσεις του ΣΕΒ, ο νέος πρόεδρος του συνδέσμου, στάθηκε στα εξής σημεία:
– Συνέχιση και επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων (αδειοδότηση, χωροταξία, ταχύτητα απονομής δικαιοσύνης, μείωση της γραφειοκρατίας, φορολογική νομοθεσία, μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης της εργασίας, διασύνδεση της εκπαίδευσης με τις ανάγκες της αγοράς), που αφορούν κυρίως στην άρση εμποδίων.
– Διατύπωση συγκροτημένης βιομηχανικής πολιτικής, ευθυγραμμισμένης με την αντίστοιχη της Ε.Ε..
– Εξασφάλιση ανταγωνιστικού κόστους ενέργειας.
– Συστηματική ενίσχυση της καινοτομίας.
– Προσανατολισμό ικανών πόρων για επενδύσεις στις κατάλληλες υποδομές, ιδιαίτερα ψηφιακές, ενεργειακές, κυκλικής οικονομίας και logistics.
– Στοίχιση πίσω από κρίσιμες επιταγές τις εποχής: την ψηφιακή επανάσταση, τις απαραίτητες δεξιότητες στην εργασία και την πράσινη ανάπτυξη.
Αναφερόμενος στην πανδημία, ο κ. Παπαλεξόπουλος, αφού αναγνώρισε την επιτυχημένη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης μέχρι τώρα, παρουσίασε τις προτάσεις του ΣΕΒ για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, οι οποίες, όπως τόνισε, ακολουθούν τις εξής κατευθύνσεις:
* Πρώτη προτεραιότητα παραμένει η αντιμετώπιση της πανδημίας και προστασία της ανθρώπινης ζωής.
* Τα οικονομικά μέτρα, πέρα από την προστασία των αδυνάτων, πρέπει να στηρίζουν κατά προτεραιότητα τις θέσεις εργασίας και την παραγωγή (προϊόντων και υπηρεσιών), έτσι ώστε να διαφυλαχθεί κατά το δυνατόν ο ευάλωτος υγιής παραγωγικός ιστός της χώρας. Οι πρωτοβουλίες που ήδη ανέλαβε η κυβέρνηση, κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση.
* Η αντιμετώπιση της κρίσης να μην αποπροσανατολίσει από τους στρατηγικούς στόχους, ούτε να αποτελέσει άλλοθι για την αποφυγή των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων οι οποίες είναι ανάγκη να κινηθούν πιο γρήγορα.
* Οι επερχόμενοι ευρωπαϊκοί πόροι αποτελούν νέα ευκαιρία να ξεφύγουμε από το ιστορικό χαμένων ευκαιριών και κατασπατάλησης του παρελθόντος. Η ενίσχυση των επενδύσεων σε κρίσιμες υποδομές, αλλά και των ιδιωτικών παραγωγικών επενδύσεων, βοηθούν ταυτόχρονα και βραχυπρόθεσμα και στρατηγικά.
Τέλος, κάνοντας κριτική στον ρόλο των επιχειρήσεων, ο κ. Παπαλεξόπουλος σημείωσε: «Είναι γεγονός ότι η κοινωνία μας συχνά δεν αγκαλιάζει, δεν εμπιστεύεται την επιχειρηματικότητα. Τη βάζει απέναντί της» είπε και πρόσθεσε: «Οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι η αμφισβήτηση αυτή είναι, σε κάποιο βαθμό εύλογο να υπάρχει, δεν οφείλεται μόνο σε φαινόμενα λαϊκισμού. Η οικονομία μέσα στην οποία παλεύουμε είναι μικρή, με παράδοση στην εσωστρέφεια και στην υπερ-ρύθμιση. Είναι μία οικονομία όπου οι έντιμοι σπάνια επιβραβεύονται και οι ασυνεπείς σπάνια υφίστανται κυρώσεις. Έχουν υπάρξει, κατά συνέπεια, φαινόμενα στρέβλωσης του ανταγωνισμού, αλλά και κυνικές πρακτικές, που επιτρέπουν σε αρκετούς να αμφισβητούν τη συμβολή των επιχειρήσεων στο κοινό καλό. Σήμερα – κατέληξε – η ανταπόκριση που έχουν δείξει οι επιχειρήσεις στις κοινωνικές ανάγκες, σε συνδυασμό με την ωριμότητα και τη συνειδητοποίηση της κοινωνίας μας, δημιουργούν τις προϋποθέσεις για να ξεφύγουμε από τα βαρίδια του παρελθόντος».