Οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες σε όλο τον κόσμο βλέπουν την οικονομική καταστροφή να εξελίσσεται και επιχειρούν να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες με διάφορες παρεμβάσεις.
Ας δούμε όμως τι είναι αυτά τα μέτρα και πώς λειτουργούν.
Το πρώτο μέτρο που έλαβαν ήδη κάποιες κεντρικές τράπεζες είναι να χαμηλώσουν τα επιτόκια, όπως έκαναν οι ΗΠΑ φέρνοντας το επιτόκιο με το οποίο δανείζουν τις εμπορικές τράπεζες στο 0 έως 0,25%. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει ήδη αρνητικό επιτόκιο και αυτό σημαίνει ότι όταν δανείζει τις εμπορικές τράπεζες χρήματα, αυτές δεν πληρώνουν τόκο, αλλά εισπράττουν.
Ο στόχος της παρέμβασης αυτής είναι να γίνει εύκολο για τις τράπεζες να δανείζονται ώστε αφενός να μην αντιμετωπίσουν οι ίδιες πρόβλημα, αλλά να μπορούν με τη σειρά τους να δανείσουν τους επιχειρήσεις και τους καταναλωτές.
Η δεύτερη παρέμβαση που έκαναν οι κεντρικές τράπεζες είναι οι μαζικές αγορές ομολόγων από την ελεύθερη αγορά. Είναι η λεγόμενη «ποσοτική χαλάρωση» ή «τύπωμα χρήματος». Η Κεντρική τράπεζα αγοράζει από τις εμπορικές τράπεζες, τις ασφαλιστικές και επενδυτικές εταιρείες ομόλογα ή άλλους τίτλους που έχουν στη διάθεσή τους. Τα ομόλογα αυτά μπορούν να είναι κρατικά ή εταιρικά ή τραπεζικά ομόλογα που έχουν ως ενέχυρο δάνεια.
Έτσι οι τράπεζες και οι άλλες εταιρείες που πουλάνε τα ομόλογα αποκτούν «φρέσκο» χρήμα το οποίο δημιουργεί η κεντρική τράπεζα για το σκοπό αυτό.
Η ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ ήδη ανακοίνωσε ότι θα πραγματοποιεί αγορές ομολόγων χωρίς όρια, ενώ η ΕΚΤ έχει ανακοινώσει ότι θα επεκτείνει το πρόγραμμα αγορών της κατά 750 δισ. ευρώ.
Με την ποσοτική χαλάρωση διοχετεύεται χρήμα στις τράπεζες και το χρηματοπιστωτικό σύστημα γενικότερα, αλλά το χρήμα αυτό δεν είναι απαραίτητο ότι θα φτάσει στις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές.
Οι κυβερνήσεις έχουν ανακοινώσει μεγάλα προγράμματα δημοσίων δαπανών, με δύο κυρίως στόχους. Αφενός να ενισχύσουν τα συστήματα υγείας και να χρηματοδοτήσουν άλλες κρατικές δαπάνες που είναι απαραίτητες λόγω της πανδημίας.
Και αφετέρου να δώσουν ενισχύσεις στις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους οι οποίοι πλήττονται από την οικονομική κρίση λόγω κορωνοϊού. Η ενίσχυση αυτή μπορεί να δοθεί είτε με απευθείας χρηματοδότηση είτε με κρατική εγγύηση των δανείων που θα πάρουν οι επιχειρήσεις από τις τράπεζες, έτσι ώστε οι τράπεζες να δίνουν πιο εύκολα τα δάνεια.
Για να χρηματοδοτηθούν οι κρατικές δαπάνες αυτές στην Ευρώπη οι χώρες θα αναγκαστούν να δημιουργήσουν ελλείμματα και επομένως θα χρειαστεί να «σπάσει» ο κανόνας του Συμφώνου Σταθερότητας (το «Μάαστριχτ») που απαγορεύει κρατικά ελλείμματα άνω του 3%.
Η απόφαση που επιτρέπει το σπάσιμο αυτού του κανόνα, η λεγόμενη «δημοσιονομική ευελιξία» έχει ήδη ληφθεί, αλλά το πρόβλημα είναι το πού θα βρουν τα χρήματα οι χώρες μέλη.
Οι μεν ισχυρές χώρες, όπως για παράδειγμα η Γερμανία, η Ολλανδία, αλλά και η Γαλλία έχουν τη δυνατότητα να δανειστούν χρήματα από την αγορά εκδίδοντας ομόλογα με ένα λογικό επιτόκιο, αλλά πιο αδύναμες χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιταλία δεν έχουν την ευχέρεια αυτή.
Αυτός είναι ο λόγος που συζητούνται έκτακτα μέτρα χρηματοδότησης των χωρών μελών για την κρίση του κορωνοϊού.
Ο ένας τρόπος, τον οποίο προτείνουν διαπρεπείς οικονομολόγοι από όλο τον κόσμο είναι να εκδοθεί ένα «ευρωομόλογο» δηλαδή ένας δανεισμός που θα γίνει από κοινού, από όλες τις χώρες της Ε.Ε. μαζί και θα έχει επομένως μεγάλη ισχύ και χαμηλό επιτόκιο. Τα χρήματα που θα συγκεντρωθούν από ένα τέτοιο ομόλογο θα κατευθυνθούν σε προγράμματα κατά της κρίσης σε όλη την Ε.Ε. επομένως θα επωφεληθούν και οι πιο αδύναμες χώρες. Είναι η λεγόμενη αμοιβαιοποίηση του χρέους.
Στο ευρωομόλογο, όμως, αντιδρούν οι ισχυρές χώρες, όπως η Γερμανία και η Ολλανδία, διότι έχουν το φόβο ότι με τον τρόπο αυτό ο κίνδυνος των πιο αδύναμων πέφτει στους πιο ισχυρούς, με άλλα λόγια ότι εκείνες θα κληθούν να αποπληρώσουν τα δανεικά σε περίπτωση που οι πλέον αδύναμες χώρες δεν είναι σε θέση να το κάνουν.
Αυτός είναι και ο λόγος που το ευρωομόλογο, παρότι συζητήθηκε και στην κρίση του 2012 δεν προχώρησε, ακριβώς διότι οι ισχυρές χώρες (εκείνες που δίνουν και την ισχύ στο ευρωομόλογο) δεν θέλουν να αναλάβουν τα βάρη των υπολοίπων.
Ένας άλλος τρόπος που συζητείται είναι να αναλάβει τη χρηματοδότηση των χωρών μελών ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ο ESM, ο φορέας που έχει δώσει τα δάνεια στήριξης στην Ελλάδα και τώρα έχει στην κατοχή του το μεγαλύτερο ποσοστό του ελληνικού δημοσίου χρέους).
Το πρόβλημα, όμως, σε αυτήν την περίπτωση είναι ότι ο κανονισμός προβλέπει ότι τα χρήματα δίνονται στο πλαίσιο ενός προγράμματος, ενός μνημονίου (η λεγόμενη προλητπική γραμμή πίστωσης) το οποίο σημαίνει ότι η χώρα λαμβάνει τα χρήματα υπό προϋποθέσεις και αναλαμβάνει όρους και δεσμεύεις. Όταν μια χώρα μπει σε πρόγραμμα προληπτικής πίστωσης του ESM, τότε η ΕΚΤ μπορεί να αγοράζει απευθείας τα ομόλογα αυτής της χώρας (όχι στη δευτερογενή αγορά, αλλά απευθείας από τον εκδότη, το υπουργείο Οικονομικών) με βάση το ειδικό πρόγραμμα Απευθείας Αγορών Ομολόγων (OMT-Outright Monetary Transactions).
Είναι σαφές το πολιτικό πρόβλημα που ανακύπτει. Εάν, για παράδειγμα, η Ιταλία που πλήττεται σφοδρά από τον κορωνοϊό, χρηματοδοτηθεί από τον ESM ή με κάποια άλλη μορφή από την Ευρώπη, θα πρέπει να υπογράψει μνημόνιο;