Αντίστροφα μετράει πλέον ο χρόνος για το πρόγραμμα έκτακτης ποσοτικής χαλάρωσης που ενεργοποίησε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) για την αντιμετώπιση της πανδημικής κρίσης και το οποίο συμπεριέλαβε εκτάκτως και την Ελλάδα, δίνοντας μια βαθιά ανάσα στην ελληνική οικονομία, μειώνοντας το κόστος δανεισμού της χώρας μας σε πρωτοφανή επίπεδα.
Αντιμέτωπη με τον δύσκολο γρίφο της αύξησης του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη, ο οποίος βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο από την κυκλοφορία του κοινού νομίσματος και σε σχεδόν διπλάσιο ποσοστό από όσο ορίζει το καταστατικό της ΕΚΤ, όσο και με τον κίνδυνο κατακόρυφης αύξησης του κόστους δανεισμού, ιδίως των κρατών – μελών της νομισματικής ένωσης που καταγράφουν υψηλό δημόσιο χρέος, η ΕΚΤ προσπάθησε να βρει την απάντηση.
Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αποφάσισε τη μείωση του έκτακτου προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω πανδημίας (Pandemic Emergency Purchase Programme – PEPP) και την κατάργησή του στα τέλη Μαρτίου. ‘Άλλωστε είχε προηγηθεί η απόφαση της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ (FED) να παγώσει τις αγορές ομολόγων και να αυξήσεις τρεις φορές τα επιτόκια το 2022 σε μια προσπάθεια να βρει ένα αντίδοτο στον αυξανόμενο πληθωρισμό.
Σε αυτήν την, ούτως ή άλλως δύσκολη, εξίσωση υπήρχε και ο παράγοντας της νέας παραλλαγής “Όμικρον”, η οποία πλήττει με διαφορετικό βαθμό τα κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρόλο που η οικονομία ανακάμπτει, η ανεργία μειώνεται και ο πληθωρισμός, σύμφωνα πάντα με την πρόεδρο της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ, «βρίσκεται εντός του αναμενόμενου πλαισίου».
Τι σημαίνει ωστόσο για την Ελλάδα το αναμενόμενο τέλος του PEPP, του έκτακτου προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ
Ήταν ένας κεραυνός εν αιθρία;
– Όχι.
Το πρόγραμμα αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω πανδημίας (Pandemic Emergency Purchase Programme – PEPP) ήταν ένα έκτακτο μέτρο νομισματικής πολιτικής που ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2020 για την αντιμετώπιση των σοβαρών κινδύνων για την νομισματική (και εμμέσως, αλλά σαφώς, για την οικονομική και δημοσιονομική πολιτική) των κρατών – μελών της Ευρωζώνης. Πρόκειται για το λεγόμενο «μπαζούκα» της ΕΚΤ απέναντι στην πανδημική κρίση καθώς τα αρχικά κεφάλαια των 750 δισεκατομμυρίων ευρώ αυξήθηκαν κατά 600 δισεκατομμύρια ευρώ στις 4 Ιουνίου 2020 και κατά 500 δισεκατομμύρια ευρώ στις 10 Δεκεμβρίου, με το σύνολο των κεφαλαίων να ξεπερνά το 1,8 τρισ. ευρώ. Καθώς το PEPP ήταν εξ ορισμού ένα έκτακτο μέτρο, άπαντες ανάμεναν είτε την τροποποίησή του, είτε την οριστική του λήξη. Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ είχε δεχθεί, κατά παρέκκλιση από τις ελάχιστες απαιτήσεις πιστοληπτικής διαβάθμισης, τα εμπορεύσιμα χρεόγραφα που εκδίδει ή εγγυάται η Ελληνική Δημοκρατία
Θα επηρέαζε η άνευ όρων παύση του PEPP την Ελλάδα;
– Ναι.
Το ζήτημα της Ελλάδας ήταν και εξακολουθεί να είναι ιδιαίτερο, καθώς σε περίπτωση που το PEPP τερματιζόταν σύντομα, θα έπρεπε να βρεθεί μια φόρμουλα ώστε η ΕΚΤ να συνεχίσει να αγοράζει ελληνικά ομόλογα, τα οποία γίνονται δεκτά λόγω του “waiver”, μιας παρέκκλισης δηλαδή από τις ελάχιστες απαιτήσεις πιστοληπτικής διαβάθμισης για τα εμπορεύσιμα χρεόγραφα που εκδίδει ή εγγυάται η Ελληνική Δημοκρατία. Τα ελληνικά ομόλογα είναι τα μοναδικά εντός της Ευρωζώνης που κατατάσσονται από τους οίκους αξιολόγησης στην κατηγορία «junk». Η Ελλάδα, σύμφωνα με το οικονομικό επιτελείο της χώρας, δεν θα καταφέρει να ανακτήσει επενδυτική βαθμίδα πριν το 2023, αν και ορισμένοι στις Βρυξέλλες είναι περισσότερο αισιόδοξοι για την πορεία της ελληνικής οικονομίας από όσο κάποιοι στην Αθήνα, προαναγγέλλοντας ακόμα και επιστροφή στην κανονικότητα ακόμα και εντός του 2022. Επειδή ακριβώς η πιστοληπτική διαβάθμιση της Ελλάδας είναι προβληματική, η διακοπή του PEPP θα μπορούσε να αυξήσει το κόστος δανεισμού της χώρας μας.
Θα συνεχίσει η χώρα μας να ωφελείται από την νομισματική πολιτική της ΕΚΤ;
– Ναι.
Η ΕΚΤ έκανε ειδική μνεία για τη χώρα μας αφήνοντας ανοιχτό το παράθυρο περαιτέρω στήριξης της Ελλάδας, αλλά και άλλων κρατών – μελών της Ευρωζώνης, σε περίπτωση που αυτό κριθεί αναγκαίο. ‘Οπως τόνισε η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ, ο λόγος για τον οποίον έγινε σαφής και ρητή αναφορά στα συμπεράσματα του ΔΣ της ΕΚΤ για την Ελλάδα, κάτι που συμβαίνει σπανίως, ήταν για να σταλεί ένα ισχυρό μήνυμα. Ήτοι, η ΕΚΤ ,αλλά και η ΕΕ, είναι έτοιμες να στηρίξουν την ελληνική οικονομία διατηρώντας τη γενική αρχή της επανεπένδυσης (σ.σ των ομολόγων που λήγουν μέχρι και το 2024), καθώς οι επανεπενδύσεις αυτές θα μπορούν να προσαρμοστούν με ευελιξία, σε βάθος χρόνου. Παράλληλα η ΕΚΤ, δια στόματος της επικεφαλής της, κυρίας Λαγκάρντ, υπογράμμισε ότι «υπό πίεση» θα μπορούσε να επανεπενδύσει κεφάλαια «με ευελιξία ανά πάσα στιγμή, σε κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων και δικαιοδοσίες», συμβάλλοντας στην άμεση…. κατάσβεση πύρινων εστιών σε οικονομίες κρατών μελών της Ευρωζώνης όπως η Ελλάδα και ενδεχομένως η Ιταλία.
Διαβάστε ακόμη
Νέους μπελάδες στους ιδιοκτήτες φέρνει η υποχρεωτική ενεργειακή αναβάθμιση στα ακίνητα