search icon

Οικονομία

Τι κρύβεται πίσω από τo γαλλογερμανικό «σχέδιο Μάρσαλ» μισού €τρισ. – Τα πλεονεκτήματα για την Ελλάδα 

Τα τρία βασικά πλεονεκτήματα της πρότασης Μέρκελ-Μακρόν - Τι σημαίνει η μετατόπιση του Βερολίνου και πώς μπορεί η Ελλάδα να αξιοποιήσει την ευκαιρία χρηματοδότησης δράσεων - Οι «γκρίζες» ζώνες της συμφωνίας

epa08430538 French President Emmanuel Macron (L) and German Chancellor Angela Merkel (R) during a joint video press conference at the Chancellery in Berlin, Germany, 18 May 2020. France and Germany discussed Europe’s economic recovery plans to respond to the virus crisis. Germany and France propose a 500-billion-euro European programme to support the economic recovery following the coronavirus crisis. EPA/ANDREAS GORA / POOL

Ένα μεγάλο βήμα -που θα μπορούσε να είναι και ιστορικό εάν τελικά καταλήξει σε αποφάσεις- είναι η κοινή πρόταση του Εμανουέλ Μακρόν και της Άνγκελα Μέρκελ για ένα ευρωπαϊκό ταμείο ανάκαμψης μισού τρις. ευρώ που θα χρηματοδοτηθεί με εγγυήσεις από τον προϋπολογισμό της Ε.Ε.

Πρόκειται για πρόταση πολύ τολμηρότερη από όσες «κυκλοφορούσαν» τις τελευταίες ημέρες, που αποτελούν ένα πολιτικό άλμα για την Ε.Ε. –ακόμα κι αν το ποσό των 500 δισ. ευρώ θεωρείται μικρό από ορισμένους παρατηρητές.

Βέβαια, η πρόταση αυτή μένει να εγκριθεί και από τις 27 χώρες μέλη και δεν αποκλείεται να διαφοροποιηθεί στην πορεία, καθώς ήδη ορισμένες χώρες όπως η Αυστρία έσπευσαν να διατυπώσουν επιφυλάξεις. 

Τρία είναι τα βασικά πλεονεκτήματα της συγκεκριμένης πρότασης:

  1. Τα χρήματα δεν θα είναι δάνεια, αλλά επιδοτήσεις που θα δοθούν σε συγκεκριμένες δράσεις απευθείας από τον προϋπολογισμό της Ε.Ε. και υπό την εποπτεία της Κομισιόν. Επομένως τα χρήματα δεν θα είναι όπως τα «τοξικά» δάνεια του ESM, που προστίθενται στο χρέος κάθε χώρας και βάζουν τη χώρα που τα λαμβάνει σε καθεστώς μνημονίων. Η Κομισιόν είναι κατ΄εξοχήν πολιτικό όργανο και αποτελεί το πιο προνομιακό πεδίο εξισορρόπησης των συχνά αντικρουόμενων συμφερόντων των επιμέρους κρατών μελών, προς όφελος ιδίως των μικρότερων χωρών όπως η Ελλάδα.

  2. Τα χρήματα θα τα δανειστεί η Ε.Ε. από την αγορά (με έκδοση ομολόγων) με την εγγύηση του προϋπολογισμού της Ε.Ε. Επομένως η αποπληρωμή θα είναι εγγυημένη από από κοινού από όλες τις χώρες και ανάλογα με τη συνεισφορά της κάθε μιας στον προϋπολογισμό της Ε.Ε.. Με τον τρόπο αυτό η «έκθεση» κάθε χώρας στα δάνεια που θα συναφθούν είναι μικρότερη από ότι θα ήταν με ένα ευρωομόλογο αφού περιορίζεται στον όγκο των εγγυήσεων από τον προϋπολογισμό. Από την άλλη πλευρά, όμως, πρόκειται στην ουσία για ένα βήμα προς έναν Ευρωπαϊκό Προϋπολογισμό, κάτι που αποτελεί ένα τεράστιο πολιτικό βήμα για την Ε.Ε., έστω κι αν αυτό γίνεται υπό την πίεση του Covid-19 και του οικονομικού «τσουνάμι» που προκαλεί. Το πολιτικό βάρος μιας τέτοιας εξέλιξης γίνεται αντιληπτό εάν ληφθεί υπ’ όψιν ότι ο προϋπολογισμός της Ε.Ε. είναι ένας από τους λίγους τομείς όπου το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει ουσιαστικές αρμοδιότητες.

  3. Οι δράσεις που θα χρηματοδοτηθούν θα διοχετεύονται όχι στον κρατικό προϋπολογισμό μιας χώρας, αλλά απευθείας σε συγκεκριμένες δράσεις σε περιοχές και κλάδους που έχουν πληγεί περισσότερο. Αυτό σημαίνει, π.χ. ότι μπορεί να χρηματοδοτηθεί ένα πρόγραμμα για τον τουρισμό ή για τη δημιουργία υποδομών π.χ. ηλεκτροκίνησης σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, η οποία πληρώνει στον προϋπολογισμό της Ε.Ε. περισσότερα από όσα εισπράττει. Επομένως θα πρόκειται για καθαρό όφελος.  Κάτι τέτοιο συμβαίνει, για παράδειγμα, με τα κονδύλια συνοχής και τις διαρθρωτικές δαπάνες.

Η κοινή πρόταση Μακρόν και Μέρκελ αποτελεί μια σημαντική μετατόπιση κυρίως για τη Γερμανία, για την οποία ο κοινός δανεισμός αποτελεί κόκκινη γραμμή -και το σχέδιο για τα 500 δισ. ευρώ έχει στοιχεία κοινού δανεισμού.

Φαίνεται ότι το Βερολίνο αντιλαμβάνεται πλέον πόσο κρίσιμη είναι η ύπαρξη της ευρωζώνης για την ίδια τη Γερμανία και πόσο σοβαρός είναι ο κίνδυνος διάλυσής της εάν δεν υπάρξει ισχυρή και ενιαία απάντηση στη διεθνή πολυεπίπεδη κρίση που πυροδοτεί ο κορωνοϊός.

Το οικονομικό μοντέλο της Γερμανίας, που βασίζεται στις εξαγωγές, κλονίζεται συθέμελα από την πανδημία και τον εν εξελίξει ψυχρό πόλεμο ανάμεσα στους δύο καλύτερους πελάτες των γερμανικών εξαγωγών, τις ΗΠΑ (που απορροφούν το 8,5% των εξαγωγών της χώρας) και της Κίνας (αγοράζουν το 7,5%).

Επομένως η ύπαρξη μιας ενιαίας εσωτερικής ευρωπαϊκής αγοράς (που είχε πέσει σε δεύτερη μοίρα τις τελευταίες δεκαετίες που η «πεινασμένη» Κίνα αγόραζε τις Mercedes και τις BMW σαν να μην υπήρχε αύριο) είναι πλέον όρος επιβίωσης και εκσυγχρονισμού για την γερμανική οικονομία.

Είναι δεδομένο επομένως ότι οι δράσεις και οι υποδομές που θα χρηματοδοτηθούν με το ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης θα έχουν ως βασική στόχευση τον εκσυγχρονισμός και την αναγέννηση της βιομηχανίας των δύο μεγάλων, της Γερμανίας και της Γαλλίας, που τις τελευταίες δεκαετίες έχει μείνει πίσω από το διεθνή ανταγωνισμό και τις τεχνολογικές και ψηφιακές εξελίξεις.

Διαβάστε ακόμη:

Οι «γκρίζες» ζώνες της γαλλογερμανικής συμφωνίας

Τι λέει η Μorgan Stanley για το Ταμείο του μισού τρισ. της συμφωνίας Μέρκελ – Μακρόν

 

 

Exit mobile version