του Κωστή Πλάντζου
Σκληρή λιτότητα και για μετά το 2020, είτε μετάσχει τελικά το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στο ελληνικό πρόγραμμα είτε όχι, περιγράφει η έκθεση για την Ελλάδα την οποία συζητά σήμερα το Ταμείο.
Με την έκθεση αυτή, το ΔΝΤ πετάει το μπαλάκι στους Ευρωπαίους, για να λύσουν εκείνοι τις επόμενες μέρες (με πρώτο «σταθμό» το Euroworking Group της Πέμπτης 9 Φεβρουαρίου) τον «γόρδιο δεσμό» για το ελληνικό ζήτημα.
Η θέση που παίρνει ΔΝΤ στη φάση αυτή, με βάση την έκθεση, είναι ξεκάθαρη:
– Το ελληνικό χρέος είναι «εξαιρετικά μη βιώσιμο». Άρα δεν μπορεί να μετάσχει δανειοδοτικά στο ελληνικό πρόγραμμα παρά μόνον υπό όρους: μεγαλύτερη ελάφρυνση χρέους από τους Ευρωπαίους δανειστές ή/και πρόσθετα μέτρα λιτότητας από την χώρα μας.
– Η Ελλάδα δεν χρειάζεται πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα, αλλά «μεταρρυθμίσεις»: ανατροπές σε συντάξεις, δημόσιο, φορολογία.
– Οι στόχοι για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% από το 2018 και μετά, όπως προβλέπει το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα, «δεν υπάρχουν». Προβλέπει 1%-1,5% μεσο-μακροπρόθεσμα το πολύ.
– Τονίζει πως η ελάφρυνση χρέους που πρόσφερα οι Ευρωπαίοι δεν αρκεί και ζητά μεγαλύτερη. Το «τερματίζει» όμως ζητώντας επέκταση των αποπληρωμών ακόμα και έως το 2070.
– Αν η Ελλάδα τελικώς αναλάβει δέσμευση για υψηλά πλεονάσματα μεσοπρόθεσμα (πάνω από 1,5% του ΑΕΠ) τότε θα απαιτούνταν «σκληρές αποφάσεις» (credible reforms) που θα έκλειναν την «τρύπα», επειδή δεν θα καταστεί εφικτή η ανάκαμψη.
Σε πρώτη φάση η κυβέρνηση αναμένεται να επιχειρήσει να αξιοποιήσει επικοινωνιακά τις διαπιστώσεις αυτές, για να υποστηρίξει πως δικαιώνονται οι θέσεις της έναντι των «ακραίων των δανειστών». Αυτό προσωρινά τουλάχιστον, μέχρι να φανεί ως την Πέμπτη αν αυτοί θα «μεταφράσουν» την έκθεση του ΔΝΤ σε πιέσεις για περισσότερα μέτρα λιτότητας που θα απαιτηθούν από την Ελλάδα –εφόσον παραμείνουν στη «γραμμή» πως δεν συζητάνε ελάφρυνση χρέους πριν τα μέσα του 2018. Σε κάθε περίπτωση όμως, μέτρα θα απαιτηθούν και μάλιστα προληπτικά και για μετά το τέλος του Μνημονίου το 2018 –ίσως και με νέο Μνημόνιο.
Με τα δεδομένα που ανακύπτουν από την έκθεση, οι λύσεις που διαφαίνονται πλέον, θεωρητικά τουλάχιστον, είναι τρεις για την χώρα μας:
– Κλείνει μέσα στον Φεβρουάριο η συμφωνία όπως την θέλουν οι Ευρωπαίοι δανειστές και η Αθήνα νομοθετεί προληπτικά μέτρα λιτότητας έως και 4,5 δισ. για μετά το 2018 που τυπικά λήγει το 3ο Μνημόνιο, χωρίς να πάρει κάτι σε ελάφρυνση χρέους.
– Η Αθήνα αντιστέκεται στις πιέσεις για νέα μέτρα και παρατείνει τη διαπραγμάτευση μέχρι το καλοκαίρι, αλλά καθυστερεί έτσι να επιστρέψει στις αγορές και στην Ανάπτυξη, άρα το 3ο Μνημόνιο δεν προλαβαίνει να ολοκληρωθεί ως τον Μάιο του 2018 και απαιτείται και 4ο Μνημόνιο, που θα γραφτεί ίσως χωρίς την συμμετοχή του ΔΝΤ αλλά …«δια χειρός Σόιμπλε».
– Οι Ευρωπαίοι δανειστές αποδέχονται τους όρους του ΔΝΤ και κλείνουν συμφωνία για να μετάσχει το Ταμείο χωρίς να ζητήσουν προληπτικά μέτρα λιτότητας από τη χώρα μας, ή μετριάζοντάς τα προσφέροντας «χέρι με χέρι» επιπλέον μέτρα ελάφρυνσης και αποδεχόμενοι χαμηλότερους στόχους για πρωτογενές πλεόνασμα (1,5% αντί 3,5%) για μετά το 2018. Έτσι η Ελλάδα μπαίνει τον Μάρτιο στο QE και τον Απρίλιο «βγαίνει» στις αγορές ομολόγων με νέα έκδοση, έχοντας ένα δωδεκάμηνο μπροστά της για να σταθεί μόνη της στα πόδια της.
Ωστόσο ακόμα και το πιο αισιόδοξο σενάριο δεν είναι «ρόδινο».
Το ΔΝΤ προεξοφλεί ότι οι επιδόσεις της χώρας μας, ακόμα και υπό ιδανικές συνθήκες, θα είναι πολύ χαμηλότερες από αυτές που προβλέπει το Ευρωπαϊκό πρόγραμμα. Καταγράφει τις μεγάλες μεταξύ τους αποκλίσεις και προβλέπει πολύ υψηλή ανεργία για δεκαετίες. Επιπλέον υπολογίζει σε 10 δισ. τις ανάγκες νέας ανακεφαλαιοποίησης (με λεφτά από τα δάνεια του ESM) και σε 6% το κόστος της πρώτης εξόδου της χώρας στις αγορές για δανεικά (έναντι 4,5% περίπου πριν 3 χρόνια).
Πάντως το ΔΝΤ δεν κλείνει την πόρτα για να μετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα, μέχρι να δει τις επιλογές των Ευρωπαίων τουλάχιστον. Εντοπίζει όμως τις πιθανότητες πολιτικής και κοινωνικής αστάθειας, ενώ φαίνεται αμετανόητο στα θέματα των συντάξεων.
Το ΔΝΤ επισημαίνει ότι οι μέχρι σήμερα μειώσεις των συντάξεων υπολογίζονται στο 1% του ΑΕΠ ενώ τονίζεται ότι το συνταξιοδοτικό σύστημα έχει έλλειμμα 11% και εμμέσως προτείνει νέο «κούρεμα» των συντάξεων.
Ταυτόχρονα τάσσεται υπέρ της μείωσης των φόρων με παράλληλη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, δηλαδή μείωση του αφορολόγητου ορίου.
Σύμφωνα με το Ταμείο, η δημοσιονομική πολιτική που στηρίζεται σε υψηλούς φόρους, σε περιορισμένη φορολογική βάση και σε περιορισμό δαπανών που είναι συγκυριακός και επιλεκτικός και η οποία η δημοσιονομική πολιτική δεν στηρίζεται σε μεταρρυθμίσεις, δεν μπορεί να είναι μακροπρόθεσμα βιώσιμη.
Επιπλέον πρόκειται για πολιτική αντιαναπτυξιακή και γι’ αυτό το λόγο θέτει θέματα αξιοπιστίας στην εφαρμογή της.
Ταυτόχρονα θεωρεί ότι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και οι μεταρρυθμίσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα δεν είναι επαρκείς για να μειώσουν τα χρέη προς τις τράπεζες και τα χρέη των ιδιωτών προς τις φορολογικές αρχές του δημοσίου, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται πιέσεις στην ανάπτυξη και στην ανταγωνιστικότητα.