Του Αργύρη Παπαστάθη
Τοποθετώντας πολύ ψηλά τον πήχη των προσδοκιών με τη φράση “too good to be true” (πολύ καλό για να είναι αληθινό) για την ελάφρυνση του χρέους η κυβέρνηση είναι αναγκασμένη να «πουλήσει» σε επικοινωνιακό επίπεδο μια συμφωνία η οποία, αν τη δεχτεί τελικά, δεν θα έχει καμία σχέση με αυτό που ζητούσε.
Τι ζητούσε η κυβέρνηση:
Global deal, συνολική συμφωνία ΕΕ-ΔΝΤ με δεσμεύσεις για μείωση του χρέους και ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση (QE) από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Δευτερευόντως, όπως αποδείχτηκε, η κυβέρνηση ζητούσε την ολοκλήρωση της αξιολόγησης και την εκταμίευση της δόσης.
Η στρατηγική δεν ήταν η ίδια από την αρχή. Ο Πρωθυπουργός δήλωνε τον Σεπτέμβριο σε συνέντευξή του στο Reuters ότι η αξιολόγηση θα τελείωνε πολύ γρήγορα, «ως το τέλος Οκτωβρίου» της περασμένης χρονιάς. Αργότερα η κυβέρνηση υιοθέτησε τη στρατηγική της καθυστέρησης για να πάρει το χρέος και το QE και από ότι φαίνεται καταλήγει να πάρει μόνο τη δόση από τους Ευρωπαίους (όχι από το ΔΝΤ).
Ποια ήταν η στρατηγική που απέτυχε; Η εξασφάλιση της συμμετοχής του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα με χρηματοδότηση μετά από μια νέα και λεπτομερή δέσμευση των Ευρωπαίων για τη μείωση του χρέους. Γιατί είχε σημασία αυτό; Γιατί αν το ΔΝΤ έμπαινε στο πρόγραμμα με κανονική χρηματοδότηση αυτά θα σήμαινε ότι προηγουμένως θα έκρινε ότι ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο. Αυτό έχει πάντα ιδιαίτερη σημασία για το διεθνές οικονομικό σύστημα. Στην περίπτωσή μας η εγγύηση του ΔΝΤ ότι το χρέος είναι βιώσιμο θα έλυνε τα χέρια της ΕΚΤ για εντάξει την Ελλάδα στο QE και να πάρουν ανάσα με φρέσκο χρήμα οι τράπεζες και η οικονομία.
Επίσης το θετικό «σήμα» στις διεθνείς αγορές θα ήταν πολύ ισχυρό. Πρώτα από το ΔΝΤ που θα έλεγε ότι το χρέος είναι βιώσιμο και στη συνέχεια από την ΕΚΤ που θα έδειχνε εμπράκτως την εμπιστοσύνη της προς την Ελλάδα κάνοντας τη χώρα μας δεκτή στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Αυτό το «σήμα» θα άνοιγε το δρόμο για την επιστροφή στις αγορές και στην κανονικότητα και ίσως για την αποφυγή ενός πλήρους 4ου Μνημονίου το καλοκαίρι του 2018.
Τι πήρε:
Η ελληνική πλευρά αναγκάζεται να δεχτεί κάτι εντελώς διαφορετικό, παρά το γεγονός ότι σε όσους δεν ασχολούνται πολύ με τα οικονομικά μπορεί ενδεχομένως να το «πουλήσει» ως κάτι που μοιάζει αρκετά με αυτό που ζητούσε.
Αναγκάζεται να δεχτεί μια εκδοχή του global deal, της συνολικής συμφωνίας, που είναι μόνο κατ’ όνομα αυτό που ήθελε.
Η θεμελιώδης διαφορά, και εκεί πιάστηκε απροετοίμαστη η κυβέρνηση, είναι ότι το ΔΝΤ δέχτηκε τελικά να μπει στο ελληνικό πρόγραμμα αλλά χωρίς να βάζει τη σφραγίδα του ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο και χωρίς να εκταμιεύει χρήματα μέχρι οι Ευρωπαίοι να περιγράψουν με επαρκή σαφήνεια τι θα κάνουν για το ελληνικό χρέος μετά τον Αύγουστο του 2018 που τελειώνει το τρέχον πρόγραμμα (όπως προέβλεπε η περυσινή απόφαση του Eurogroup τον Μάιο του 2016).
Πιο απλά η περιγραφή για το χρέος που αναμένεται να δούμε απόψε αν έχουμε συμφωνία και την οποία θα επικοινωνήσει στη συνέχεια η κυβέρνηση θα είναι αυτή που αναγκάζεται να δεχτεί (αν τελικώς τη δεχτεί) και η οποία δεν επαρκεί για επιτευχθεί κανένας από τους δύο βασικούς της στόχους. Ούτε το ΔΝΤ θα λέει ότι το χρέος είναι βιώσιμο -θα λέει ακριβώς το αντίθετο- ούτε η ΕΚΤ θα βάλει άμεσα την Ελλάδα στο QE για να αρχίσει η επιστροφή στην κανονικότητα.
Στην ουσία, όποιο κι αν είναι το τελικό πακετάρισμα στο ανακοινωθέν, ο στόχος της κυβέρνησης για μια πραγματική συνολική συμφωνία δεν επιτεύχθηκε. Η «συνολική συμφωνία» στην οποία αναφέρθηκε χθες ο εκπρόσωπος του κ. Σόιμπλε είναι η συμφωνία που αναγκάστηκε να δεχτεί η Αθήνα αφού συμφώνησαν πρώτα μεταξύ τους Γερμανία και Ταμείο (χωρίς βέβαια να το παραδέχονται) ότι το Ταμείο θα μπει στο ελληνικό πρόγραμμα ουσιαστικά χωρίς λεφτά και χωρίς να απαιτεί επί του παρόντος βιώσιμο χρέος.
Άρα τι μένει τελικά;
Αυτό που μένει είναι η δόση που ίσως πλησιάσει τα 9 δισ. ευρώ και θα δοθεί σε δύο φάσεις. Το πρώτο τμήμα θα εκταμιευθεί τον Ιούλιο για να πληρωθούν τα ομόλογα στην ΕΚΤ και ένα ακόμη ποσό το Φθινόπωρο για να καλυφθούν ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του κράτους προς την αγορά. Το δεύτερο τμήμα θα απαιτήσει μια νέα αποστολή της τρόικας στην Αθήνα.
Για το χρέος αναμένεται μια επαναδιατύπωση του ανακοινωθέντος της 22ας Μαΐου το οποίο είχε απορρίψει τότε ο Πρωθυπουργός στις 12.00 τα μεσάνυχτα. Ανάμεσα στα συστατικά που «παίζουν» για να υπάρξει μεγαλύτερη σαφήνεια για τα μέτρα που θα εφαρμοστούν μετά τον Αύγουστο του 2018 είναι η επιμήκυνση δανείων ως και κατά 17 έτη αντί για 1 ως 15 έτη που ανέφερε η προηγούμενη πρόταση. Μετά την αντίδραση του Βερολίνου θεωρείται δύσκολο να υπάρξει αναφορά στη γαλλική πρόταση για σύνδεση των ετήσιων πληρωμών χρέους με τους ρυθμούς ανάπτυξης. Ακόμη πιο δύσκολο φαίνεται να απαλειφθεί η διατύπωση «αν χρειαστεί» κάτι που επιθυμεί διακαώς η κυβέρνηση.Στο πακέτο θα υπάρχει πιθανότατα και μια δέσμευση των Ευρωπαίων για τη διασφάλιση της βιωσιμότητα του χρέους.
Όλα αυτά όμως δεν αρκούν ούτε για τη σφραγίδα βιωσιμότητας του χρέους από το ΔΝΤ ούτε για το QE. Ως αντιστάθμισμα, αν υπάρξει συμφωνία, αναμένονται λόγια ενθάρρυνσης στη συνέντευξη Τύπου μετά το Eurogroup για μια δοκιμαστική έξοδο στις αγορές.
Μετά από όλα αυτά η κυβέρνηση θα αναμένει πλέον μια καλύτερη διατύπωση για το χρέος μετά τις γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου και τη συγκρότηση της νέας γερμανικής κυβέρνησης (πιθανόν τον Νοέμβριο) για να διεκδικήσει το QE και την επιστροφή στην κανονικότητα.