search icon

Οικονομία

Θα βρέξει πάλι φθηνό χρήμα στην Ευρώπη 

Πενταετία χαμηλών επιτοκίων περιμένουν οι αναλυτές, γεγονός που θα επιτρέψει την αναχρηματοδότηση κρατικού και εταιρικού χρέους με μικρό κόστος και θα βελτιώσει και τα δεδομένα για το ελληνικό πλεόνασμα

Του Γιώργου Χ. Παπαγεωργίου

Η προοπτική να αρχίσει πάλι η ΕΚΤ να τυπώνει φθηνό χρήμα ενισχύεται, καθώς ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι έδωσε πάλι την περασμένη εβδομάδα σήμα για νέο τύπωμα χρήματος και νέα μείωση των -ήδη μηδενικών ή ακόμα και αρνητικών- επιτοκίων εάν χρειαστεί.

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον το Ελληνικό Δημόσιο θα έχει τη δυνατότητα να δανειστεί φθηνά και να αντικαταστήσει παλαιότερα ομόλογα με καινούρια τα οποία θα έχουν χαμηλότερο επιτόκιο, μειώνοντας έτσι το κόστος εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους και ανοίγοντας έναν δρόμο ο οποίος σε ορισμένους παράγοντες του οικονομικού επιτελείου μπορεί να συμβάλει στην πολυπόθητη μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα.

Οπως μας έλεγε Έλληνας που εργάζεται ως υψηλόβαθμο στέλεχος ελβετικής επενδυτικής τράπεζας, όλες οι προβλέψεις πλέον κάνουν λόγο τουλάχιστον για μία πενταετία σχεδόν μηδενικού κόστους χρήματος, η οποία ανοίγει ένα παράθυρο ευκαιρίας να αντικατασταθεί ελληνικό δημόσιο χρέος με κόστος της τάξης γύρω στο 3% με επιτόκια της τάξης του 1%- 1,5%.

Βέβαια, το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού χρέους (περίπου το 85%) βρίσκεται στα χέρια του λεγόμενου επίσημου τομέα, ήτοι του ESM και του ΔΝΤ.

Ασφαλώς η προοπτική για κάτι τέτοιο δεν είναι άμεση, αλλά πλέον το νέο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ που διαφαίνεται στον ορίζοντα επιταχύνει τις εξελίξεις.  Οι επενδυτές θεωρούν πλέον βέβαιο το νέο τύπωμα χρήματος, με μαζικές αγορές ομολόγων από την ΕΚΤ (τη λεγόμενη ποσοτική χαλάρωση), και οι προσδοκίες ήδη έχουν οδηγήσει το κόστος χρήματος χαμηλότερα σε όλη την Ευρώπη.

Η απόδοση (επιτόκιο) των ελληνικών ομολόγων έπεσε στο 1,96%, επίπεδο που αποτελεί νέο ιστορικό χαμηλό, υψηλότερο βέβαια από εκείνα άλλων χωρών, όπως της Γερμανίας, το 10ετές ομόλογο της οποίας αποτελεί βαρόμετρο και είχε την περασμένη εβδομάδα αρνητική απόδοση ίση με -0,36%. Η αρνητική απόδοση σημαίνει ότι όποιος αγοράσει το 10ετές γερμανικό ομόλογο, αντί να εισπράξει τόκο στη λήξη, θα εισπράξει λιγότερα από το
κεφάλαιό του, θα πληρώσει δηλαδή τόκο.

Δεν είναι μόνο όμως το γερμανικό ομόλογο, αφού αρνητικές αποδόσεις έχουν 163 ομόλογα της Ευρωζώνης ή, αλλιώς, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΚΤ, κατά μέσο όρο, τα ομόλογα της Ευρωζώνης με μέση διάρκεια οκτώμισι ετών. Ενδεικτικό είναι ότι αρνητική απόδοση έχουν τα ελβετικά ομόλογα διάρκειας 30 ετών!

Ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι την περασμένη εβδομάδα άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο νέας μείωσης των επιτοκίων καθώς και έναρξης νέου προγράμματος αγοράς ομολόγων, λέγοντας ότι ανέθεσε στις υπηρεσίες της τράπεζας να μελετήσουν το ενδεχόμενο και δήλωσε ότι θα μπορεί να πει περισσότερα τον Σεπτέμβριο.

Ο Ντράγκι παραδίδει τα ηνία στην Κριστίν Λαγκάρντ τον Νοέμβριο, αλλά οι δηλώσεις του και οι πιθανές αποφάσεις του προδιαγράφουν έναν διάδρομο για το επόμενος έτος από τον οποίο δύσκολα θα διαφοροποιηθεί η νέα πρόεδρος, όχι μόνο επειδή και η ίδια μέχρι σήμερα έχει εκφράσει απόψεις στην ίδια κατεύθυνση, αλλά και επειδή η πολιτική της ΕΚΤ δεν αλλάζει εν μια νυκτί.

Φόβοι για νέα φούσκα

Το μηδενικό κόστος χρήματος ασφαλώς δεν είναι μια φυσιολογική κατάσταση και έχει δημιουργήσει μια τεράστια φούσκα αξιών στα χρηματιστήρια και τις αγορές ομολόγων, η οποία ενδεχομένως να σκάσει με θόρυβο, εάν οι συνθήκες ανατραπούν και τα επιτόκια αρχίσουν να ανεβαίνουν. Ουδείς γνωρίζει πώς θα μπορέσουν οι κεντρικές τράπεζες να επαναφέρουν τα επιτόκια σε υψηλότερα επίπεδα χωρίς να προκαλέσουν τριγμούς στα χρηματιστήρια.

Ομως τα χαμηλά επιτόκια στην Ευρώπη και η χορήγηση νέων ποταμών ρευστότητας είναι πλέον μονόδρομος, ένα αναγκαίο κακό σε μια προσπάθεια να διοχετευτεί χρήμα για να τονωθεί η οικονομική δραστηριότητα.

Η ευρωπαϊκή οικονομία σέρνεται, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη Γερμανία, για την οποία εκτιμάται ότι τελικά δεν θα αποφύγει την ύφεση κάποια στιγμή μέσα στο 2019, ενώ ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη είναι αρκετά χαμηλότερα από τον στόχο τού «κοντά αλλά όχι πάνω από το 2%».

Παραδοσιακά η ποσοτική χαλάρωση θεωρείται ένα εργαλείο που επιτρέπει την αναχρηματοδότηση κρατικού χρέους, όπως εκείνου της Ιταλίας, η οποία αποτελεί μια εστία πιθανού κινδύνου.

Σύμφωνα όμως με εκτιμήσεις στελεχών μεγάλων διεθνών τραπεζών, ο επόμενος κύκλος ποσοτικής χαλάρωσης θα αφορά κυρίως εταιρική χρηματοδότηση και θα δώσει την ευκαιρία σε επιχειρηματικούς ομίλους να δανειστούν με εξαιρετικά χαμηλό κόστος, κάτι που θεωρείται αναγκαίο και για τη γερμανική βιομηχανία.

Ιδιαίτερα η αυτοκινητοβιομηχανία της χώρας έχει μείνει πίσω τεχνολογικά, καθώς όχι μόνο δεν είναι
έτοιμη για την επέλαση της ηλεκτρικής αυτοκίνησης, αλλά υστερεί ακόμα και σε παραδοσιακές τεχνολογίες, όπως εκείνη του ντίζελ, όπου φίρμες όπως η BMW και η Mercedes δεν ήταν σε θέση να καλύψουν τις αντιρρυπαντικές προδιαγραφές και εξαπάτησαν τις ελεγκτικές αρχές των ΗΠΑ προκειμένου να πουλήσουν τα οχήματά τους. Ο κλάδος βρίσκεται σε φάση που χρειάζεται σημαντικές επενδύσεις και ένας νέος κύκλος παροχής φθηνού χρήματος μπορεί να βοηθήσει στη χρηματοδότησή τους με χαμηλό κόστος.

Το ενδιαφέρον είναι ότι οι αναλυτές περιμένουν μείωση επιτοκίων και από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (είναι σήμερα 2,25-2,5%), παρότι η οικονομία αναπτύσσεται (+3,2% το πρώτο τρίμηνο φέτος) και η ανεργία είναι σε χαμηλά επίπεδα (3,8%) τον Ιούνιο, με πιθανή αιτιολόγηση από την πλευρά της Fed ότι η ανάπτυξη δεν είναι ισχυρή, αλλά και για να προλάβουν ανατίμηση του δολαρίου εφόσον το ευρώ δεχθεί πτωτικές πιέσεις εάν η ΕΚΤ προχωρήσει στις δικές της κινήσεις.

 

Exit mobile version