Το πρώτο βήμα για τη διευθέτηση του χρέους είναι σε κάθε περίπτωση σημαντικό. Oμως το τίμημα γι’ αυτό και το κλείσιμο της αξιολόγησης παραπέμπει -είτε το θέλουμε, είτε όχι- στο τέταρτο μνημόνιο και σε μια περίοδο παρατεταμένης πίεσης μέχρι το 2020 τουλάχιστον.
Εκτός αν ξέρετε το σχέδιο κάλυψης των χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας μετά το 2018. Oπως φαίνεται, το τίμημα θα εστιαστεί τώρα στους δημoσίους υπαλλήλους, καθώς ο κόφτης θα επεκταθεί μέχρι το 2020.
Την ίδια ώρα, η πορεία του Ασφαλιστικού θα κριθεί από την ίδια την αγορά. Η υπόθεση του ΔΝΤ φαίνεται επίσης ότι θα πάει μακριά.
Από κει και πέρα, η ελληνική πλευρά συμφωνεί πλέον με νέες δεσμεύσεις και -το κυριότερο- υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, όπως είχε διαφανεί από την πρώτη αξιολόγηση. Σημειώνονται επίσης τα μειονεκτήματα που συνεπάγεται η επικείμενη συμφωνία όσον αφορά στις βραχυπρόθεσμες επιβαρύνσεις από τα σταθερά επιτόκια.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η Morgan Stanley διαβλέπει ότι η οικονομία στο βασικό σενάριο θα αναπτυχθεί με ρυθμό 1,8% το 2017, ο οποίος θα ανέβει υψηλότερα του 2% το 2018. Οπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο επενδυτικός οίκος, οι πρώτες 10 ποσοστιαίες μονάδες από τις 25 που έχουν χαθεί στο ριμπάουντ του ΑΕΠ θα προέλθουν κυρίως από την άρση των capital controls, τη σταδιακή μείωση των μέτρων λιτότητας -πού το βλέπει αυτό άραγε;-, την άρση της αβεβαιότητας και τη δημιουργία ελλειμμάτων σε αποθέματα και επενδύσεις κατά την κρίση που θα ενισχύσουν τη ζήτηση. Τούτων δοθέντων, είναι προφανές ότι εισερχόμαστε σε έναν νέο κύκλο για την οικονομία, όπου για την κοινωνία τα βάρη παραμένουν. Σίγουρα το Μαξίμου θα πρέπει να έχει γίνει σοφότερο από όλον αυτόν τον κύκλο και να συνειδητοποίησε ότι η πρόοδος της οικονομίας
δεν περνά από Βαρουφάκηδες, ούτε από Κατρούγκαλους.
Η «εντολή για σκληρή διαπραγμάτευση» οδήγησε σε χαμένο χρόνο, νέες επιβαρύνσεις και, κυρίως, απώλεια δυνατοτήτων για διορθωτικές πολιτικές ως προς την κοινωνία και την ανάπτυξη, που μεταφράζονται πολιτικά σε αναστροφή των γκάλοπ σε βάρος της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.
Ομως η πολιτική πλευρά είναι ρηχή αν δεν σταθούμε σε κεντρικά προβλήματα για την ελληνική οικονομία όπως αυτό της ΔΕΗ, όπου η έλλειψη έγκυρων αποφάσεων και ενός μακροχρόνιου στρατηγικού σχεδιασμού τείνει να φέρει τον κεντρικό άξονα της οικονομίας σε πρόβλημα επιβίωσης. Οπως λέγαμε και την προηγούμενη εβδομάδα, η ανάδυση εθνικιστικών, δεξιόστροφων και φιλελεύθερων κομμάτων στην Ευρώπη και την Ευρωζώνη δεν θα φέρει την ανατροπή του ευρώ. Μπορεί να αλλάξουν εσωτερικές συνθήκες και ισορροπίες, να περάσουν νέες πολιτικές, όμως μία εβδομάδα μετά τη συντριβή του συστημικού Ρέντσι το ιταλικό Χρηματιστήριο ανεβαίνει, το γερμανικό πέρασε τις 11.000 μονάδες, τα ομόλογα παραμένουν σε ικανοποιητικά επίπεδα και το ευρώ κέρδισε 3 πόντους από τα ξημερώματα της περασμένης Δευτέρας.
Αυτά είναι τα δεδομένα και ας ελπίσουμε τουλάχιστον ότι δεν θα υποχρεωθούμε από το προβληματικό πια σύστημα Ερντογάν να αποδεχτούμε λύσεις στο Κυπριακό που θα βάλουν τους Τούρκους στο παιχνίδι συνεκμετάλλευσης του Αιγαίου.