του Κωστή Πλάντζου
Στο αρχείο βάζει πλέον η φορολογική διοίκηση τους αναδρομικούς ελέγχους προ του 2011 με το ειδικό λογισμικό στα 65 CD με τους μεγαλοκαταθέτες, αλλά και την περίφημη λίστα των εμβασμάτων προς το εξωτερικό. Μετά από περιπέτειες χρόνων, με εγκύκλιο Πιτσιλή η φορολογική διοίκηση συμμορφώνεται με την πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας που βάζει τέλος στους αναδρομικούς ελέγχους 10ετίας –αντί 5ετίας που επιτρέπεται- με βάση «συμπληρωματικά στοιχεία» τα οποία περιέρχονται σε γνώση των ελεγκτικών Αρχών από ελληνικές τράπεζες.
Με την εγκύκλιο που εξέδωσε ο Διοικητής της ΑΑΔΕ, ο κύριος Γιώργος Πιτσιλής δίνει νέες οδηγίες στις εφορίες που ρωτούσαν τι πρέπει να κάνουν πλέον, μετά την δικαστική απόφαση που εκδόθηκε προ μηνός. Κατά βάση μπαίνουν στο αρχείο οι έλεγχοι πέραν της 5ετίας, εφόσον στηρίζονται σε «συμπληρωματικά στοιχεία» από άνοιγμα λογαριασμών σε ελληνικές τράπεζες. Το ίδιο ισχύει και για στοιχεία με καταθέσεις στο εξωτερικό, εάν τα χρήματα ήταν κατατεθειμένα πριν σε ελληνικές τράπεζες, όπως ιδίως ισχύει στην περίπτωση της λίστας των εμβασμάτων από ελληνικές προς ξένες τράπεζες.
Επί της ουσίας, η εγκύκλιος Πιτσιλή ξεκαθαρίζει ότι:
– Στοιχεία για το υπόλοιπο ή/και τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών του φορολογούμενου στην ημεδαπή δεν αποτελούν «συμπληρωματικά στοιχεία», ικανά να δικαιολογήσουν την επιμήκυνση της, κατ’ αρχήν οριζόμενης, πενταετούς προθεσμίας παραγραφής. Σε περίπτωση που περιέλθουν σε γνώση της φορολογικής αρχής συμπληρωματικά στοιχεία επιτρέπεται η έκδοση πράξεων διορθωτικού προσδιορισμού φόρου και επιβολής προστίμου αποκλειστικά για τη φορολογητέα ύλη που προκύπτει από τα στοιχεία αυτά και για το έτος στο οποίο αυτά αφορούν αλλά με την απαραίτητη προϋπόθεση ότι, τα στοιχεία αυτά αποδεδειγμένα δεν είχε, ούτε μπορούσε δικαιολογημένα να έχει υπόψη της η ελεγκτική αρχή ώστε να τα εκτιμήσει κατά τον αρχικό φορολογικό έλεγχο.
– Πληροφορίες που έχουν περιέλθει στη Φορολογική Διοίκηση από την αλλοδαπή (όπως π.χ. τα χρηματοοικονομικά προϊόντα, λοιπές κινητές αξίες, διαφορές χαρτοφυλακίου, τραπεζικές κινήσεις, διαφορές υπολοίπων λογαριασμών), συνιστούν συμπληρωματικά στοιχεία, υπό δύο προϋποθέσεις: (α) αν η Φορολογική Διοίκηση αποδεδειγμένα δεν είχε -και δικαιολογημένα δεν μπορούσε να τις έχει- υπόψη της κατά την αρχική πενταετή προθεσμία παραγραφής, και (β) αν διαπιστώνεται από τον έλεγχο μη δηλωθείσα φορολογητέα ύλη με βάση τα στοιχεία αυτά.
– Δεν συνιστά συμπληρωματικό στοιχείο η πληροφορία, η οποία περιέρχεται σε γνώση της φορολογικής αρχής μέσω της επεξεργασίας του ημεδαπού τραπεζικού λογαριασμού σε ελληνική τράπεζα, ή από στοιχεία που προσκομίζει ο φορολογούμενος κατά την επεξεργασία του ημεδαπού τραπεζικού λογαριασμού και αφορούν τις ως άνω πληροφορίες (χρηματοοικονομικά προϊόντα κ.λπ.).
– Τέτοια είναι η περίπτωση ύπαρξης τραπεζικού λογαριασμού αλλοδαπής που τροφοδοτήθηκε από λογαριασμούς της ημεδαπής (εξερχόμενο έμβασμα) ή τροφοδότησε λογαριασμούς της ημεδαπής (εισερχόμενο έμβασμα).
Με βάση τα παραπάνω, για εκκρεμείς υποθέσεις για τις οποίες συντρέχουν οι προϋποθέσεις επίκλησης συμπληρωματικών στοιχείων από την φορολογική διοίκηση, ελέγχονται ως προς τις χρήσεις 2006 και μετά.
Σε περίπτωση που δεν πληρούνται οι ως άνω προϋποθέσεις, συντάσσεται έκθεση για τις χρήσεις που είναι παραγεγραμμένες και μπαίνουν στο αρχείο.