της Όλγας Μπαλαφούτη
Επαινοι αλλά όχι αναβάθμιση.
Ενώ τόσο η αγορά όσο και η κυβέρνηση -και ειδικά το οικονομικό επιτελείο που είναι πολύ κοντά στην δεύτερη έξοδο στις αγορές- είχαν σχεδόν προεξοφλήσει την αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας κατά τουλάχιστον μία βαθμίδα, η Standard & Poor’s επιφύλασσε μία δυσάρεστη έκπληξη, καθώς επέλεξε να αφήσει αμετάβλητη την αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας στην κατηγορία Β+, διατηρώντας επίσης θετικό το outlook.
Όπως σημειώνει η S&P, η αξιολόγησή της αντανακλά «τις βελτιωμένες οικονομικές προοπτικές» της Ελλάδας, «συνοδευόμενες από ισχυρές δημοσιονομικές επιδόσεις» και μια ιδιαίτερα ευνοϊκή διάρθρωση του δημόσιου χρέους. Ωστόσο, τα συγκεκριμένα στοιχεία εξισορροπούνται από το βάρος του υψηλού εξωτερικού και δημόσιου χρέους της χώρας, τη δύσκολη κατάσταση στο τραπεζικό της σύστημα, η οποία χαρακτηρίζεται από έναν μεγάλο όγκο Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων (NPEs), καθώς και από τoυς εναπομείναντες κεφαλαιακούς ελέγχους.
Η ελληνική οικονομία, σύμφωνα με τις προβλέψεις της S&P, θα αναπτύσσεται κατά μέσο όρο με ετήσιο ρυθμό 2,8% κατά τη διάρκεια της περιόδου 2019-2022, καθώς η εγχώρια ζήτηση ενισχύεται και οι εξαγωγικές επιδόσεις βελτιώνονται, αν και η συνεχιζόμενη επιβράδυνση της Ευρωζώνης θα έχει πιθανόν αρνητική επίδραση στις ελληνικές εξαγωγές.
Η Ελλάδα έχει ένα από τα πιο «προνομιούχα» προφίλ χρέους μεταξύ όλων των χωρών για τις οποίες διεξάγονται αξιολογήσεις, όσον αφορά τη λήξη και το μέσο επιτόκιο, παρά το αναμφισβήτητα μεγάλο δημόσιο χρέος της, συμπληρώνει η S&P. Η ταχύτερη οικονομική ανάκαμψη εξαρτάται από το μέγεθος και το ρυθμό μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) του τραπεζικού τομέα και την κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής μετά τις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές, προσθέτει ακόμη.
Από το 2015 η πολιτική αβεβαιότητα έχει υποχωρήσει και τον Αύγουστο του 2018 η κυβέρνηση με επικεφαλής τον ΣΥΡΙΖΑ ολοκλήρωσε το τρίτο δανειακό πρόγραμμα. Ωστόσο πιστεύουμε πως μία ταχύτερη οικονομική ανάκαμψη θα μπορούσε να προέλθει από περαιτέρω βελτιώσεις στο επιχειρηματικό περιβάλλον, συμπεριλαμβανόμενης της επιτάχυνσης των αποκρατικοποιήσεων και της αποπληρωμής των οφειλών του Δημοσίου, σε συνδυασμό με τις βελτιώσεις στον τραπεζικό τομέα, αναφέρει ο οίκος στην έκθεσή του για την Ελλάδα.
Και συνεχίζει: «Αν και η ανταγωνιστικότητα στο κόστος εργασίας έχει αποκατασταθεί, εκτίμησή μας είναι πως η ανταγωνιστικότητα σε άλλους τομείς παραμένη χαμηλή. Η Ελλάδα εξακολουθεί να υπολείπεται άλλων χωρών κυρίως λόγω εμποδίων στον ανταγωνισμό στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, σε συνδυασμό με αδυναμίες όπως η πολύπλοκη γραφειοκρατία, η αναποτελεσματική λειτουργία της Δικαιοσύνης και το χαμηλό ποσοστό προβλέψεων στην εκτέλεση συμβάσεων. Αν και οι ροές άμεσων ξένων επενδύσεων έχουν βελτιωθεί δεν είναι ικανές να συντηρήσουν μία ισχυρότερη οικονομική ανάπτυξη.
Επίσης, η πρόσφατη ακύρωση εργατικών μεταρρυθμίσων με ενδεχόμενη επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων σε εθνικό επίπεδο μπορεί να αποδυναμώσει την ανάκαμψη στην αγορά εργασίας. Μακροπρόθεσμα και απουσία μεταρρυθμίσεων στις επιχειρήσεις πιστεύουμε πως δεν είναι πιθανό το ΑΕΠ να αυξάνεται με ρυθμό άνω του 3%, λόγω διοικητικών εμποδίων και αντι-ανταγωνιστικής συμπεριφοράς σε όλο το εύρος της οικονομίας και κυρίως στις υπηρεσίες. Εφησυχασμός και κόπωση στην αντιμετώπιση δομικών προβλημάτων μπορεί να μην επηρεάσουν αρνητικά το μακροοικονομικό περιβάλλον ή τη δυνατότητα εξυπηρέτησης του χρέους αλλά είναι πιθανό να περιορίσουν τις προοπτικές ανάπτυξης σε βάθος χρόνου.
Το θετικό outlook, όπως σημειώνει ο οίκος αξιολόγησης, σημαίνει ότι είναι πιθανή μια αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας εντός των επόμενων 12 μηνών, εάν ενισχυθεί περαιτέρω η οικονομική της ανάκαμψη.
Αυτό θα μπορούσε να προκύψει από στοιχεία που θα επιβεβαίωναν πειστικά την κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής που εφαρμόζει η κυβέρνηση μέσω περαιτέρω οικονομικών μεταρρυθμίσεων, που θα ενίσχυαν τη δυναμική της οικονομικής ανάπτυξης της Ελλάδας και θα την βοηθούσαν να υπερβεί τις σημαντικές «κοινωνικοοικονομικές προκλήσεις», αναφέρεται στην έκθεση του οίκου. Άλλο πιθανό εφαλτήριο για αναβάθμιση της Ελλάδας θα ήταν μια σημαντική μείωση των NPEs του τραπεζικού συστήματος, καθώς και η άρση του συνόλου των κεφαλαιακών ελέγχων.
Ο μετριασμός των δημοσιονομικών κινδύνων που συνδέονται με εκκρεμούσες δικαστικές αποφάσεις σχετικά με προηγούμενα μέτρα σχετικά με τους μισθούς στον δημόσιο τομέα και τις συντάξεις θα μπορούσε επίσης να αποτελέσει εφαλτήριο αναβάθμισης, σημειώνει η S&P.
Θα μπορούσαμε να αναθεωρήσουμε το outlook από «θετικό» σε σταθερό, αντίθετα, προσθέτει ο οίκος, εάν, αντίθετα με τις προσδοκίες μας, υπάρξουν ανατροπές στις μεταρρυθμίσεις που έχουν ήδη εφαρμοστεί ή εάν τα αναπτυξιακά αποτελέσματα είναι σημαντικά χαμηλότερα από τα αναμενόμενα, περιορίζοντας την ικανότητα της Ελλάδας να συνεχίσει τη δημοσιονομική της εξυγίανση, τη μείωση του χρέους και την αναδιάρθρωση του χρηματοπιστωτικού τομέα, αναφέρεται σχετικά στην έκθεση αξιολόγησης.
Στο Β+
Ο οίκος αξιολόγησης Standard & Poor’s διατήρησε την Ελλάδα στην ίδια πιστοληπτική βαθμίδα (Β+) διατηρώντας επίσης το θετικό outllok.
Μετά την τελευταία αναθεώρηση που πραγματοποιήθηκε την 1η Μαρτίου, η Ελλάδα κατατάσσεται από την Moody’s στο Β1 με σταθερή προοπτική. Ο οίκος είχε αναβαθμίσει και το «ταβάνι» αξιολόγησης για τα ελληνικά ομόλογα σε Βaa1 από Βa2.
H Fitch αξιολογεί την Ελλάδα με ΒΒ- από τις 10 Αυγούστου 2018, ένα δεκαήμερο πριν την ολοκλήρωση του τρίτου μνημονίου με σταθερή προοπτική. Ο οίκος είχε επιβεβαιώσει την αξιολόγηση χωρίς αλλαγή στις 8 Φεβρουαρίου.