Του Κωστή Πλάντζου
Αντιμέτωπη με το εφιαλτικό σενάριο για ένα νέο «ελληνικό δράμα», όπως εκείνο του 2015, βρίσκεται ξανά η χώρα. Στην κυβέρνηση υπολογίζουν ότι μέσα στις επόμενες 60 μέρες, έως το Eurogroup της 7ης Δεκεμβρίου, θα πρέπει να έχει λυθεί ο “γόρδιος δεσμός” για την συμμετοχή ή μη του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα και την λύση στο πρόβλημα του χρέους. Διαφορετικά η χώρα κινδυνεύει να μπλέξει άσχημα στην διελκυνστίδα μεταξύ ΔΝΤ και Βερολίνου, με φόντο τις γερμανικές εκλογές.
Έλληνας αξιωματούχος επιβεβαίωσε εχθές, μετά και την ολοκλήρωση των ζυμώσεων που υπήρξαν για το ελληνικό ζήτημα το σαββατοκύριακο στο περιθώριο της Συνόδου του ΔΝΤ στην Ουάσινγκτον, την ανησυχία της ελληνικής κυβέρνησης. Αναγνώρισε πως αν παραμείνει η αβεβαιότητα ως το καλοκαίρι και τις εκλογές του Σεπτεμβρίου στην Γερμανία, «θα υπάρξει πάρα πολύ μεγάλο πρόβλημα» -θυμίζοντας έτσι σε πολλούς και την φράση που έλεγε τον Φεβρουάριο ο κύριος Ευκλείδης Τσακαλώτος για την α΄ αξιολόγηση πως «αν μας βρει το καλοκαίρι, καήκαμε»!.
Ασφυξία
Ποιο θα είναι το «πρόβλημα»; Ότι αν στις αρχές του 2017 δεν είναι ακόμα ξεκάθαρο ποια είναι η στάση και ο ρόλος του ΔΝΤ σε σχέση με την Ελλάδα, ούτε ξεκάθαρη λύση για το ελληνικό χρέος θα υπάρχει, ούτε η Ελλάδα θα ενταχθεί στο πρόγραμμα χρηματοδότησης από την ΕΚΤ, ούτε «ξεκάθαρος διάδρομος» για να έρθουν ξένοι επενδυτές στη χώρα μας θα δημιουργηθεί, ούτε η ανάκαμψη της ελληνικής Οικονομίας θα έρθει. Και αν έτσι χάσει χρόνο και χρήμα η Ελλάδα, ούτε ο προϋπολογισμός του 2017 «βγαίνει», ούτε και το πρόγραμμα που συμφωνήθηκε πέρυσι τον Αύγουστο (3ο Μνημόνιο), με κίνδυνο στην συνέχεια να ενεργοποιηθεί ο κόφτης ή και να χρειαστεί νέο Μνημόνιο.
Οι λόγοι που θα συμβούν αυτά είναι απλοί: ο νέος προϋπολογισμός και ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 1,8% που αυτό προβλέπει για το 2017, βασίζονται στην υπόθεση για ρυθμό Ανάπτυξης 2,7% την επόμενη χρονιά, η οποία θα προέλθει από την είσοδο κεφαλαίων από το εξωτερικό και στην έκρηξη της ρευστότητος από την ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης (QE) από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Έτσι έχει υπολογίσει η κυβέρνηση πως θα κάνει και τα πρώτα βήματα για δανεισμό από τις αγορές ομολόγων το 2017, ώστε να μπορέσει να απεξαρτηθεί σταδιακά από τα Μνημόνια που λήγουν το 2018.
Είναι ακριβώς ο κίνδυνος για τον οποίο προειδοποιούσαμε και μία εβδομάδα πριν (διαβάστε εδώ) και τον οποίο περιγράφουν ανοικτά πλέον και οι επιτελείς της κυβέρνησης.
Όπως τόνιζαν Έλληνες αξιωματούχοι από την Ουάσιγκτον, η Αθήνα κατ’ αρχήν επιθυμεί να μετάσχει το ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα επειδή θεωρείται πως θα πιέσει τους Ευρωπαίους για να απομείωση του ελληνικού χρέους. Αλλά και αν ακόμα απαντήσει αρνητικά, αυτό είναι λιγότερο κακό από το να μην έχει ξεκαθαρίσει έγκαιρα τι τελικά θα κάνει.
«Το χειρότερο θα είναι να μην υπάρξει απόφαση» έλεγε η ίδια πηγή. «Το να μη ληφθεί απόφαση δημιουργεί αβεβαιότητα και δεν μας αφήνει να προσελκύσουμε επενδύσεις, να υπάρχει ένα “καθαρός δρόμος” για τους επενδυτές και να ξέρουν όλοι τι γίνεται. Να μην ξέρουν όλοι ότι υπάρχει, ότι έχει σκιαγραφηθεί μια λύση. Αυτό είναι το χειρότερο. Δηλαδή αν γίνει κάτι τέτοιο δεν θα μπούμε στην ποσοτική χαλάρωση. Αν είσαι επενδυτής στο Λονδίνο και σου πουν ότι η λύση θα βρεθεί το καλοκαίρι, τότε θα πεις “και εγώ θα αποφασίσω να επενδύσω το καλοκαίρι”. Αν η λύση βρεθεί τον Δεκέμβρη, θα αποφασίσεις το Δεκέμβρη. Άρα η όποια καθυστέρηση είναι ό,τι χειρότερο» έλεγε.
Μετράμε μέρες
«Κανένας δεν φανερώνει τα χαρτιά του πριν το τέλος» και συμπλήρωνε πως οι Ευρωπαίοι αποφασίζουν πάντα την τελευταία στιγμή και τραβάνε το σχοινί στα άκρα. «Οπότε 7 Δεκεμβρίου, που είναι το τελευταίο Eurogroup της χρονιάς, είναι μια πιθανή ημερομηνία όπου και οι δύο διαδικασίες, της δεύτερης αξιολόγησης και το χρέος, μπορεί να έλθουν μαζί και να ληφθούν οι αποφάσεις» εκτιμούσε η ίδια πηγή.
Το χειρότερο ίσως είναι πως ήδη φαίνεται και το ΔΝΤ να κρατά κλειστά τα χαρτιά του. Ενώ πηγές των δανειστών από την Ουάσινγκτον που μίλησαν στο protothema.gr, εκτιμούσαν πως «το Ταμείο θέλει να φύγει οριστικά από το ελληνικό πρόγραμμα» και ελάχιστες ώρες μετά τις διαρροές στο Reuters εχθές πως το Ταμείο δεν θα βάλει χρήματα στο ελληνικό πρόγραμμα και ίσως παραμείνει μόνον σαν τεχνικός σύμβουλος (καθώς την παρουσία του θέλουν χώρες όπως η Γερμανία και προβλέπεται από την ανακοίνωση του Eurogroup του Μαΐου), ο εκπρόσωπος της Κριστίν Λαγκάρντ έσπευσε άμεσα να διαλύσει την προοπτική αυτή, αφήνοντας όλα τα ενδεχόμενα, όπως δηλαδή και να συμμετάσχει ενεργά το ΔΝΤ χρηματοδοτώντας το ελληνικό Πρόγραμμα, αν και εφόσον φυσικά γίνουν δεκτές οι πάγιες αξιώσεις του για ελάφρυνση του ελληνικού χρέους –στην οποία όμως αντιστέκονται εδώ και 3 χρόνια οι Ευρωπαίοι.
Διαφορετικά, για να συμμετάσχει στο Πρόγραμμα το ΔΝΤ, αξιώνει περικοπές σε συντάξεις και αυξήσεις φόρων, καθώς εκτιμά ότι με τα υφιστάμενα μέτρα το πρωτογενές πλεόνασμα δεν θα φτάσει ποτέ το 3,5% που προβλέπει από το 2018 και μετά το Μνημόνιο. Το υπολογίζει σε 1,5-1,6%, δηλαδή απαιτεί μόνιμα μέτρα 2% του ΑΕΠ ή 3,5 δισ. ευρώ επιπλέον από αυτά που προβλέπει το Μνημόνιο.
Λείπουν 20 δισ. από το δάνειο
Από την άλλη οι Ευρωπαίοι επιδιώκουν την άμεση εμπλοκή του ΔΝΤ στο τρίτο πρόγραμμα, διότι αυτή τη στιγμή λείπουν περίπου 25 δισ. ευρώ από τη δανειακή σύμβαση των 86 δισ. ευρώ με τον ESM και θα χρειαστεί να τα καλύψουν οι ίδιοι. Αυτό όμως προϋποθέτει έγκριση από τα κοινοβούλια των κρατών- μελών της ευρωζώνης, σε μια περίοδο όπου η Ολλανδία θα έχει εκλογές την Άνοιξη και η Γερμανία τον Σεπτέμβριο, χωρίς μάλιστα το κόμμα της Άγκελα Μέρκελ να διανύει τις καλύτερες μέρες του δημοσκοπικά.
Παζάρι για πλεόνασμα 2-2,5%
Την ίδια στιγμή, κυβερνητική πηγή επιβεβαίωσε πως η Αθήνα προσβλέπει σε μείωση των στόχων για πρωτογενές πλεόνασμα κάτω από 3,5% του ΑΕΠ, όχι όμως για το 2018 αλλά από το 2019 και μετά.
Στην εξίσωση βάζει όμως, εκτός από τα μέτρα των 5,4 δισ. ευρώ που ψηφίστηκαν το καλοκαίρι και αντιστοιχούν στο 3% του ΑΕΠ (ασφαλιστικό, εισόδημα, έμμεσοι φόροι) και τον «κόφτη» στις δαπάνες, δηλαδή αυτόματες περικοπές μέχρι του ύψους του 2% του ΑΕΠ ή 3,6 δισ. ευρώ. Έτσι, όπως αναφέρει, «η διαφορά μεταξύ ΔΝΤ και Γερμανίας στα πλεονάσματα (1,5% με 3,5%) έχει γεφυρωθεί με τον δημοσιονομικό κόφτη».