search icon

Οικονομία

Τα «ψιλά γράμματα» της έκθεσης της Κομισιόν

Σε αρκετά σημεία αποτυπώνονται οι κίνδυνοι που συνεχίζουν να υπάρχουν για την ελληνική οικονομία, αλλά και τις τράπεζες

Η έκθεση που συνέταξε η Κομισιόν στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας της χώρας μας αποπνέει ένα θετικό κλίμα και μια ευμενή υποδοχή στις πρωτοβουλίες της κυβέρνησης, αλλά στις σελίδες της περιλαμβάνονται και αρκετά σημεία που αποτυπώνουν ορισμένους κινδύνους που συνεχίζουν να υπάρχουν για την ελληνική οικονομία.

Είναι αλήθεια ότι η έμφαση δίνεται στα θετικά και όχι στα σημεία προβληματισμού -κι αυτό έχει την πολιτική σημασία του- αλλά τα ρίσκα δεν παύουν να επισημαίνονται:

To πρώτο και κυριότερο σημείο είναι η πρόβλεψη για τη μεγέθυνση του ΑΕΠ κατά 2,3% το 2020, από 1,8% φέτος, με την επισήμανση ότι η επίδοση αυτή είναι πάνω από το μέσο όρο της πρόβλεψης για την ευρωζώνη (1,2%), στοιχείο που υποδηλώνει επιταχυνόμενη ανάκαμψη, αλλά παραμένει αρκετά κάτω από την πρόβλεψη του 2,8% στην οποία έχει βασιστεί ο ελληνικός προϋπολογισμός για το επόμενο έτος. Επιπλέον, για το 2021 η πρόβλεψη δείχνει επιβράδυνση με άνοδο του ΑΕΠ κατά 2%.

Για τις τράπεζες, οι συντάκτες της έκθεσης επισημαίνουν τη βελτίωση και τις ενδείξεις ότι ανακτούν την πρόσβαση στην αγορά, αλλά υπογραμμίζουν ορισμένα βασικά προβλήματα, με πρώτο την ποιότητα των τραπεζικών κεφαλαίων.

Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στο ότι μπορεί μεν τα βασικά κεφάλαια των τραπεζών (Common Equity Tier -CET1) να βρίσκονται στο 15,6% που είναι κοντά στο μέσο όρο της Ε.Ε. , αλλά βάζουν ορισμένους αστερίσκους:

Το μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαίων αυτών, το 57% κατά μέσο όρο για τις 4 συστημικές τράπεζες, προέρχεται από αναβαλλόμενη φορολογία, γεγονός που προκαλεί προβληματισμό, δεδομένου ότι πρόκειται για λογιστικές εγγραφές που αντιστοιχούν σε επιστροφές φόρου από μελλοντικά κέρδη τα επόμενα χρόνια και όχι για «πραγματικά» κεφάλαια. Υπογραμμίζεται, μάλιστα, ότι η πώληση των κόκκινων δανείων και η τιτλοποίησή τους με κρατική εγγύηση (με το σχέδιο Ηρακλής) μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση του ποσοστού που αντιπροσωπεύει η αναβαλλόμενη φορολογία στα κεφάλαια των τραπεζών, εφόσον η πώληση των δανείων γίνει σε τιμή χαμηλότερη από εκείνη με την οποία είναι γραμμένα στο βιβλία των τραπεζών (σ.σ κάτι που δεν αποκλείεται).

Επιπλέον, στην έκθεση της Κομισιόν υπογραμμίζεται ότι το ύψος των βασικών ιδίων κεφαλαίων (CET1) υποχωρεί στο 12,8% (έναντι μέσου όρου 14,4% ) στην Ε.Ε. εάν αυτά υπολογιστούν χωρίς το ευνοϊκό μεταβατικό καθεστώς για προσαρμογή στα αυστηρότερα λογιστικά πρότυπα IFRS9 που ισχύει μέχρι το τέλος του 2022.

Δίνεται επίσης ιδιαίτερη έμφαση, από τους συντάκτες της έκθεσης της Κομισιόν, στις προσπάθειες μείωσης των κόκκινων δανείων που καταβάλλουν οι τράπεζες, αλλά ταυτόχρονα επισημαίνεται ότι αυτές βασίζονται στη μεταφορά των κόκκινων δανείων, με τιτλοποίηση ή πώληση, και ότι η απλή μεταφορά των κόκκινων δανείων μακριά από τους ισολογισμούς των τραπεζών δεν αποτελεί λύση καθώς δεν θα επαναφέρει τη βιωσιμότητα των δανειοληπτών.

Η οικονομική ανάπτυξη, με νέο δανεισμό μπορεί να επέλθει μόνο όταν μια κρίσιμη μάζα δανειοληπτών βρει διατηρήσιμη διέξοδο από την υπερχρέωση, αναφέρεται στην έκθεση, σηματοδοτώντας με ήπιο τρόπο τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο τραπεζικός κλάδος στην Ελλάδα, ο οποίος είναι απαραίτητος μοχλός για την ανάπτυξη.

Exit mobile version