Πολλαπλά άμεσα και έμμεσα οφέλη, με πρώτο και ήδη ορατό τη μείωση στις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων, προκύπτουν από την πρόωρη αποπληρωμή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ). Η κυβέρνηση δρομολόγησε χθες επισήμως τη σχετική διαδικασία μέσω των επιστολών που έστειλε ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας σε συνεργασία με τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) και στον προκάτοχό του, EFSF. Σε αυτές ο κ. Σταϊκούρας ζητεί να εγκριθεί το αίτημα για κατ’ εξαίρεση (waiver) πρόωρη εξόφληση του ακριβότερου τμήματος των δανειακών υποχρεώσεων της χώρας προς το ΔΝΤ.
Πρόκειται για 2,9 δισ. ευρώ, τα οποία λήγουν από τις 3 Δεκεμβρίου 2019 έως τις 18 Ιανουαρίου του 2021 και βαρύνονται με υψηλό ετήσιο επιτόκιο ύψους 4,91%, την ώρα που το μέσο κόστος εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους και η απόδοση του 10ετούς ελληνικού ομολόγου βρίσκονται κάτω από το 1,6%. Από την εν λόγω διαφορά επιτοκίου προκύπτουν κέρδη ύψους περίπου 70 εκατ. ευρώ για το Ελληνικό Δημόσιο. Η αποπληρωμή θα γίνει με χρήματα που συγκέντρωσε η χώρα μας στο «μαξιλάρι» διαθεσίμων μέσω των φετινών εκδόσεων ομολόγων.
Μόλις έγινε γνωστό χθες το μεσημέρι ότι ο κ. Σταϊκούρας υπέγραψε τις επιστολές προς τον ESM και το EFSF, οι οποίες, σύμφωνα με πληροφορίες, συντάχθηκαν σε πλήρη συνεννόηση με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς ώστε να πληρούν τις προβλεπόμενες προδιαγραφές, οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων πήραν την κατιούσα. Ενδεικτικά το 10ετές, που είχε κλείσει την Παρασκευή στο 1,575% και χθες είχε φθάσει να βρίσκεται υπό διαπραγμάτευση με απόδοση 1,6%, περιόρισε την απόδοσή του στο 1,536%. Η τιμή αυτή είναι η δεύτερη χαμηλότερη που έχει καταγραφεί ιστορικά για τον συγκεκριμένο κρατικό τίτλο και απέχει ελάχιστα από το ιστορικό χαμηλό του 1,502 που κατεγράφη την περασμένη Πέμπτη. Ανάλογη ήταν η εικόνα και στο 5ετές ομόλογο, που μείωσε την απόδοσή του στο 0,812% χθες, από 0,858% την Παρασκευή. Το spread, δηλαδή η διαφορά απόδοσης, έναντι του γερμανικού 10ετούς ομολόγου έχει περιοριστεί πλέον στο 2,02%, ενώ η απόσταση που χωρίζει το ελληνικό 10ετές από τα αντίστοιχα πορτογαλικά και ισπανικά είναι μόλις 0,76%.
Πέρα από την περαιτέρω συμπίεση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων και την εξοικονόμηση των 70 εκατ. ευρώ, η πρόωρη αποπληρωμή του ΔΝΤ έχει, όπως δήλωσαν χθες ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και ο κ. Σταϊκούρας, ιδιαίτερη σημασία, διότι:
– «Ενισχύει την αξιοπιστία της χώρας». Η Ελλάδα εκπέμπει στις αγορές και στους θεσμούς το μήνυμα ότι είναι πλέον σε θέση να καλύπτει μόνη της τις χρηματοδοτικές ανάγκες της, αλλά και να εξοφλεί ταχύτερα ένα μέρος τους και να εξοικονομεί πόρους. Με την κίνηση αυτή ακολουθεί το επιτυχές παράδειγμα της Πορτογαλίας, της Ιρλανδίας και της Κύπρου, που είχαν εξοφλήσει πρόωρα τις δανειακές υποχρεώσεις τους προς το ΔΝΤ.
– «Βελτιώνει τους δείκτες βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους». Όπως επισήμανε το newmoney.gr την περασμένη Δευτέρα, το αίτημα για πρόωρη αποπληρωμή του ΔΝΤ υποχρεώνει τον ESM να καταρτίσει νέα ανάλυση βιωσιμότητα για το ελληνικό χρέος, λαμβάνοντας υπόψη και τα καινούργια δεδομένα που έχουν διαμορφωθεί στις αγορές ομολόγων. Η ραγδαία αποκλιμάκωση της απόδοσης των ελληνικών κρατικών τίτλων και η διαφορά επιτοκίου σε σύγκριση με το επιτόκιο στο οποίο είχαν βασίσει οι Ευρωπαίοι τους υπολογισμούς τους για τη συμφωνία ελάφρυνσης του χρέους στο Eurogroup του Ιουνίου του 2018 έχουν οδηγήσει σε μεγάλη μείωση της ετήσιας δαπάνης για τόκους. Εκτιμάται πως μόνο για τον λόγο αυτό οι ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας έχουν περιοριστεί κατά τουλάχιστον 0,5% του ΑΕΠ, εξοικονομώντας αντίστοιχο δημοσιονομικό χώρο. Αυτό είναι ένα από τα βασικά επιχειρήματα της κυβέρνησης για να μειωθούν οι στόχοι των πρωτογενών πλεονασμάτων.
– Επιτυγχάνει σχετική αντιστάθμιση των κινδύνων αγοράς που οφείλονται στα ειδικά χαρακτηριστικά των δανείων του ΔΝΤ, διασφαλίζοντας έτσι την αναγκαία προβλεψιμότητα για τις μελλοντικές δαπάνες». Το ΔΝΤ έχει δανείσει τη χώρα μας σε «ειδικά τραβηχτικά δικαιώματα» (SDR), και όχι σε ευρώ. Πρόκειται για μια μονάδα που χρησιμοποιούν αποκλειστικά το ΔΝΤ και ορισμένοι άλλοι διεθνείς οργανισμοί. Η αξία των SDR προκύπτει από τη σταθμισμένη αξία ενός «καλαθιού» νομισμάτων, στο οποίο μετέχουν το δολάριο των ΗΠΑ, το ευρώ, το κινεζικό γουάν, το ιαπωνικό γιέν και η στερλίνα. Έτσι, ο δανεισμός από το Ταμείο ενέχει σημαντικό επιτοκιακό και συναλλαγματικό κίνδυνο, ο οποίος δεν υπάρχει δυνατότητα να αντισταθμιστεί με τη χρήση χρηματοπιστωτικών εργαλείων (hedging).
– Αναμένεται να έχει «έμμεσες θετικές επιδράσεις και στην πιστοληπτική ικανότητα της χώρας». Η πρόωρη αποπληρωμή του ΔΝΤ και η πλήρης άρση των capital controls που προηγήθηκε αποτελούν δύο σημαντικές εξελίξεις για το πιστοληπτικό προφίλ της Ελλάδας που θα συμβάλουν στην αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας από τους οίκους αξιολόγησης το επόμενο διάστημα.
Η διαδικασία έγκρισης του αιτήματος
Η διαδικασία έγκρισης του ελληνικού αιτήματος για πρόωρη αποπληρωμή του ΔΝΤ αναμένεται να διαρκέσει περίπου δύο μήνες. Ο ESM και ο EFSF θα εξετάσουν το αίτημα, θα συντάξουν νέα ανάλυση βιωσιμότητας χρέους και το Eurogroup, με την ιδιότητα του διοικητικού συμβουλίου του ESM, θα δώσει το «πράσινο φως» για να προχωρήσει η διαδικασία. Τυπικές εγκρίσεις θα απαιτηθούν επίσης από τα κοινοβούλια ορισμένων χωρών της ευρωζώνης. Κατόπιν αυτών, η Ελλάδα θα αποστείλει γραπτό αίτημα προς το ΔΝΤ για την πρόωρη εξόφληση των 2,9 δισ. ευρώ και το Εκτελεστικό Συμβούλιο του Ταμείου θα δώσει τη συγκατάθεσή του, ώστε να ολοκληρωθεί η διαδικασία.
Υπενθυμίζεται ότι το «πράσινο φως» του ESM και του EFSF είναι αναγκαία, επειδή οι συμφωνίες με τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης τα οποία προσέφυγαν στη δανειακή βοήθειά τους προβλέπουν ότι έχουν καθεστώς «προτιμώμενου πιστωτή» (preferred creditor), όπως και το ΔΝΤ. Αυτό σημαίνει πως εάν οι οφειλές μιας χώρας προς το ΔΝΤ προεξοφληθούν χωρίς την έγκριση του ESM και του EFSF, τότε η χώρα θα πρέπει να πληρώσει άμεσα στους Ευρωπαϊκούς Μηχανισμούς την αντίστοιχη αναλογία του ανεξόφλητου δανείου της. Πρακτικά, δηλαδή, εάν η Ελλάδα αποπλήρωνε τα 2,9 δισ. ευρώ (32% των συνολικών οφειλών της προς το ΔΝΤ) χωρίς το «πράσινο φως» του ESM και του EFSF, τότε θα έπρεπε να καταβάλει στους Ευρωπαϊκούς Μηχανισμούς 61,1 δισ. ευρώ (το 32% των 190,8 δισ. ευρώ που δάνεισαν στη χώρα).
Γιατί δεν εξοφλείται πλήρως το ΔΝΤ
Μετά την πρόωρη εξόφληση των 2,9 δισ. ευρώ, η Ελλάδα θα περιορίσει τις δανειακές υποχρεώσεις της προς το ΔΝΤ από τα 8,8 δισ. ευρώ στα 5,9 δισ. ευρώ, με την τελευταία δόση να λήγει στις 3 Ιουνίου 2024. Θεωρητικά η χώρα μας θα μπορούσε να αποπληρώσει και αυτό το ποσό μέσω του «μαξιλαριού» διαθεσίμων. Ωστόσο, αφενός, οι Ευρωπαίοι (ιδίως Γερμανοί και Ολλανδοί) θέλουν να μην εξοφληθεί πλήρως το Ταμείο, προκειμένου να παραμείνει σε ρόλο τεχνικού συμβούλου των ευρωπαϊκών θεσμών ώσπου να ολοκληρωθεί η ενισχυμένη μεταμνημονιακή εποπτεία τον Ιούνιο του 2022. Αφετέρου, το οικονομικό όφελος από την προεξόφληση θα ήταν περιορισμένο, γιατί το επιτόκιο των 5,9 δισ. ευρώ δεν είναι υψηλό. Τα πρώτα 3,9 δισ. ευρώ έχουν επιτόκιο περί το 2,1% και τα τελευταία 2 δισ. ευρώ κάτω από 1%.
Πώς η πρόωρη αποπληρωμή ναυάγησε επί ΣΥΡΙΖΑ
Η προηγούμενη κυβέρνηση είχε ανακοινώσει με πανηγυρικούς τόνους την πρόθεσή της να προχωρήσει στην πρόωρη αποπληρωμή 3,7 δισ. ευρώ προς το ΔΝΤ που έληγαν από τον περασμένο Ιούνιο έως τα τέλη του 2020. Ο τότε αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γιώργος Χουλιαράκης είχε ενημερώσει σχετικά το Euro Working Group στις 2 Μαΐου και είχε πάρει το πρώτο «πράσινο φως». Ωστόσο, στη συνέχεια το εγχείρημα ναυάγησε, εξαιτίας των προεκλογικών παροχών που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας στο Ζάππειο στις 7 Μαΐου.
Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί μετέφεραν στην τότε κυβέρνηση την έντονη δυσαρέσκειά τους για τις εξαγγελίες και ο τέως υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος δεν κατέθεσε ποτέ στον ESM και στο EFSF επίσημο αίτημα με τις απαιτούμενες προδιαγραφές, προκειμένου να προχωρήσει η πρόωρη εξόφληση του Ταμείου.
Το αποτέλεσμα ήταν να πληρωθούν κανονικά κατά την ημερομηνία λήξης τους και με επιτόκιο 5,13% δανειακές δόσεις συνολικού ύψους 914 εκατ. ευρώ τον Ιούνιο και τον Ιούλιο, ενώ το ίδιο θα γίνει με άλλα 145 εκατ. ευρώ που λήγουν μεθαύριο, Πέμπτη. Έτσι, χάθηκε το περιθώριο για πρόσθετη εξοικονόμηση ύψους περίπου 80 εκατ. ευρώ.