Της Μαίρης Λαμπαδίτη
Τον επιμερισμό του ασφαλίστρου για εργοδότες ( 13,3%) και εργαζόμενους ( 6,67%) οι οποίοι αμείβονται με «μπλοκάκι» και παρέχουν διαρκή και όχι ευκαιριακή δραστηριότητα σε έως δύο εργοδότες προβλέπει η πολυαναμενόμενη εγκύκλιος που αναρτήθηκε το μεσημέρι στη «Διαύγεια». «Εκτός νυμφώνος » μένουν χιλιάδες μισθωτοί που διατηρούν ταυτόχρονα και μπλοκάκι οι οποίοι εξαιρούνται από τη διάταξη με αποτέλεσμα να επωμιστούν διπλή επιβάρυνση. Από τη διάταξη εξαιρούνται επίσης δικηγόροι με έμμισθη εντολή , εταίροι και συνεργάτες δικηγορικών εταιριών.
Δεκάδες υπηρεσίες του ευρύτερου δημοσίου (ΔΕΗ,ΕΡΤ, Δήμοι) που απασχολούν αμειβόμενους με μπλοκάκια θα πρέπει να καταβάλουν εισφορές από αύριο κιόλας , δίνοντας το καλό παράδειγμα και στον ιδιωτικό τομέα. Έχει προϋπολογιστεί αυτό το επιπλέον κόστος;
Αλαλούμ αναμένεται να επικρατήσει στην εκκαθάριση των εισφορών και ειδικά στις περιπτώσεις που ο απασχολούμενος κατά τη διάρκεια του έτους άλλοτε απασχολείται με μπλοκάκι ως μισθωτός και άλλοτε ως ελεύθερος επαγγελματίας.
Τα σημεία- κλειδιά της εγκυκλίου που πρέπει να έχουν υπόψη τους οι ενδιαφερόμενοι είναι τα εξής:
1. Όσοι εισπράττουν λιγότερα από 586 ευρώ το μήνα (κατώτατο πλαφόν) θα καταβάλλουν εισφορές ως ελεύθεροι επαγγελματίες για το ποσό που υπολείπεται του πλαφόν. Για παράδειγμα μερικώς απασχολούμενος εισπράττει 5.000 ευρώ σε παρέχοντας τις υπηρεσίες του για διάστημα 10 μηνών επομένως σε κάθε μήνα αντιστοιχεί αμοιβή ύψους 500 ευρώ.
Eπ’ αυτής υπολογίζονται εισφορές αντιστοίχως κατανεμημένες σε βάρος του ασφαλισμένου και σε βάρος του αντισυμβαλλόμενου εργοδότη. Για το ποσό που υπολείπεται της ελάχιστης μηνιαίας βάσης υπολογισμού των αυτοαπασχολουμένων (586,08-500=86,08 ευρώ), ο ασφαλισμένος καταβάλλει εισφορές ως ελεύθερος επαγγελματίας.
2. Οι αμειβόμενοι βάσει της εγκυκλίου πρέπει να εκδώσουν νέα δελτία παροχής υπηρεσιών στα οποία θα αναγράφεται ότι υπάγονται στην παρ. 9 του αρ. 39 του ν. 4387/2016.
3. Ο εργοδότης που αμφισβητεί την υποχρέωσή του να καταβάλλει εργοδοτική εισφορά θα καταφεύγει στα αρμόδια όργανα του ΕΦΚΑ. Συνεπώς αναμένονται πολυάριθμες ενστάσεις και χρονοβόρες διαδικασίες στην διάρκεια των οποίων ο αμειβόμενος με μπλοκάκι θα καταβάλει εισφορές ως ελεύθερος επαγγελματίας.
4. Ο μισθωτός που διατηρεί και μπλοκάκι δεν υπάγεται στη διάταξη αλλά καταβάλει εισφορές ως πολλαπλώς απασχολούμενος. Δηλαδή οι μισθωτοί (ασφαλισμένοι μετά το 1993) που αμείβονται παράλληλα ως ελεύθεροι επαγγελματίες με μπλοκάκι οι οποίοι είχαν απαλλαγεί μέχρι σήμερα από την υποχρέωση καταβολής εισφοράς στον ΟΑΕΕ θα επωμίζονται υποχρεωτικά εκτός από την ασφάλισή τους ως μισθωτοί 6,67% και εισφορές 20% για τη δεύτερη ασφάλιση. Επομένως θα πληρώσουν διπλή εισφορά για τον κλάδο σύνταξης και για τον κλάδο υγείας (και για τον κλάδο επικούρησης αν υπάρχει). Πρόκειται για χιλιάδες μηχανικούς, γιατρούς, λογιστές, ασφαλιστές, δημοσιογράφους και άλλους επιτηδευματίες.
Επισημαίνεται ότι για τους δικηγόρους με έμμισθη εντολή, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην κοινωνική ασφάλιση, για το εισόδημα που προέρχεται από τη διαρκή σχέση παροχής υπηρεσιών, εφαρμόζεται η περ. στ’ της παρ. 3 του άρθρου 38 (εγκύκλιος Υπουργείου, ΑΔΑ:7Χ78465Θ1Ω-1Λ3) . Στην κοινοποιούμενη διάταξη δεν υπάγονται οι εταίροι και συνεργάτες δικηγορικών εταιριών. Ωστόσο μισθωτός που δραστηριοποιείται και ως ελευθεροεπαγγελματίας θα απαλλάσσεται από το κατώτατο πλαφόν για το ελεύθερο επάγγελμα αρκεί να καλύπτονται τα 586 ευρώ το μήνα. Για παράδειγμα αν εισπράττει μισθό 1.500 ευρώ και από ελεύθερο επάγγελμα 300 ευρώ, θα πληρώσει εισφορές 6,67% ως μισθωτός και 26,95% επί των 300 ευρώ και όχι επί του κατώτατου πλαφόν των 586 ευρώ. Ο υφυπουργός κοινωνικών ασφαλίσεων Τάσος Πετρόπουλος διευκρίνισε ότι αν κάποιος έχει εισόδημα από μισθωτή εργασία και δεν έχει έσοδα από μπλοκάκι δεν θα πληρώνει τίποτα”.
5. Σύμφωνα με την εγκύκλιο πρέπει α) να αποδεικνύεται ότι το εισόδημα προέρχεται από «άσκηση διαρκούς και όχι ευκαιριακής δραστηριότητας» (δεν αναφέρεται πως θα αποδεικνύεται), β) να γίνεται διαχωρισμός ανάμεσα στις συμβάσεις μικρότερες η μεγαλύτερες του ενός έτους, γ) ο επιμερισμός του ασφάλιστρου αφορά όχι μόνο την εισφορά υπέρ της σύνταξης αλλά και υπέρ της υγείας και της επικούρησης. Δηλαδή η συμμετοχή του εργοδότη περιλαμβάνει εισφορά για τον κλάδο σύνταξης 13,33% επί των αποδοχών, για την ασθένεια 4,55% και για την επικουρική ασφάλιση 3,5% (αν προβλέπεται επικούρηση)
6. O εργοδότης υποχρεούται να υποβάλει ΑΠΔ με την οποία θα γνωστοποιεί τη σύμβαση μέχρι το τέλος εκάστου ημερολογιακού μήνα προβαίνοντας σε κατανομή της συμφωνηθείσας αμοιβής ανά μήνα, με βάση τη διάρκεια της σύμβασης. Με την υποβολή της ΑΠΔ αυτής ενεργοποιείται αυτομάτως η καταβολή ασφαλιστικών βάσει του επιμερισμού. Αν ο εργοδότης δεν υποβάλλει ΑΠΔ γνωστοποιεί με υπεύθυνη δήλωση στον ΕΦΚΑ ότι εφαρμόζει τις νόμιμες υποχρεώσεις του.
7. Αν ο εργαζόμενος απασχοληθεί στη διάρκεια του έτους και σε τρίτο εργοδότη οφείλει να το γνωστοποιήσει στον ΕΦΚΑ για να απαλλαγεί και ο εργοδότης από την υποχρέωση καταβολής εισφοράς . Στο τέλος του φορολογικού έτους θα γίνει εκκαθάριση και συμψηφισμός . ( Αυτό σύμφωνα με ειδικούς της ασφάλισης θα δημιουργήσει αλαλούμ καθώς οι εισφορές για μισθωτούς με μπλοκάκι υπολογίζονται σε real time ενώ για ελεύθερους επαγγελματίες με βάση τα εισοδήματα του 2015 και 2016.)
Παραδείγματα
α. Μηχανικός παρέχει υπηρεσίες σε μία τεχνική εταιρία και σε μία τράπεζα για διάστημα 10 μηνών. Για αυτές τις δύο δραστηριότητες εκδίδει δελτίο παροχής υπηρεσιών, 20.000 ευρώ και 10.000 ευρώ αντιστοίχως. Από τη διάρκεια και τη φύση των παρεχόμενων υπηρεσιών προκύπτει ότι αυτές δεν είναι ευκαιριακής μορφής, αλλά αντιθέτως απαιτούν διαρκή απασχόληση. Ως εκ τούτου, ο ως άνω ασφαλισμένος υπάγεται στη διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 39. Συνεπώς, για κάθε μία από τις ως άνω δραστηριότητες υπολογίζονται εισφορές ως εξής: Για την πρώτη, το ποσό της συμφωνηθείσας αμοιβής επιμερίζεται στους μήνες που διαρκεί η σύμβαση, επομένως σε κάθε μήνα αντιστοιχεί αμοιβή ύψους 2.000 ευρώ. Επ’ αυτής υπολογίζονται εισφορές ύψους 20% για τον κλάδο κύριας σύνταξης, κατανεμημένο κατά 6,67% σε βάρος του ασφαλισμένου και κατά 13,33% σε βάρος του αντισυμβαλλόμενου (τεχνικής εταιρίας). Για τη δεύτερη, το αντίστοιχο ποσό της μηνιαίας αμοιβής ανέρχεται σε 1.000 ευρώ, στο οποίο και θα υπολογιστούν εισφορές κατά όμοιο τρόπο. Είναι ευνόητο ότι κατά τον ίδιο τρόπο επιμερίζονται οι εισφορές για τον κλάδο περίθαλψης, επικουρικής ασφάλισης και εφάπαξ παροχής.
β. Γιατρός παρέχει υπηρεσίες σε ιδιωτική κλινική, με σύμβαση ετήσιας διάρκειας, και αμοιβή ύψους 80.000 ευρώ, για την οποία εκδίδει τρία ΔΠΥ. Η εν λόγω κλινική αποτελεί τον μόνο αντισυμβαλλόμενο του συγκεκριμένου ασφαλισμένου-ιατρού, επομένως αυτός υπάγεται στη διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 39. Ανεξαρτήτως του αριθμού των ΔΠΥ στις οποίες επιμερίζεται η συμφωνηθείσα αμοιβή, καταβάλλονται εισφορές με βάση το ανώτατο ετήσιο όριο των 70.320 ευρώ, με δεδομένο ότι η οικεία σύμβαση είναι ετήσιας διάρκειας. Αν η ως άνω σύμβαση ήταν διάρκειας 10 μηνών, τότε η συμφωνηθείσα αμοιβή θα αντιστοιχούσε σε 8.000 ευρώ/μήνα, συνεπώς οι εισφορές θα υπολογίζονται επί της ανώτατης μηνιαίας βάσης υπολογισμού των 5.860,8 ευρώ. Στην τελευταία περίπτωση, και με δεδομένο ότι δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις της παρ. 9 του άρθρου 39, ο εν λόγω ασφαλισμένος θα καταβάλει κανονικά εισφορές με βάση το άρθρο 39 (ως μη μισθωτός) για τους υπόλοιπους δύο μήνες του έτους.
γ. Γιατρός παρέχει υπηρεσίες σε ιδιωτική κλινική, με σύμβαση διάρκειας 10 μηνών για την οποία εκδίδει ΔΠΥ αξίας 5.000 ευρώ. Με δεδομένο ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις της παρ. 9 του άρθρου 39, το ποσό της συμφωνηθείσας αμοιβής επιμερίζεται στους μήνες που διαρκεί η σύμβαση, επομένως σε κάθε μήνα αντιστοιχεί αμοιβή ύψους 500 ευρώ. Επ’ αυτής υπολογίζονται εισφορές αντιστοίχως κατανεμημένες σε βάρος του ασφαλισμένου και σε βάρος του αντισυμβαλλόμενου κατά τα ως άνω αναφερθέντα. Επιπροσθέτως, για το ποσό που υπολείπεται της ελάχιστης μηνιαίας βάσης υπολογισμού των αυτοαπασχολουμένων (586,08-500=86,08 ευρώ), ο ασφαλισμένος καταβάλλει εισφορές με βάση το άρθρο 39 (ως μη μισθωτός).
δ. Λογιστής εργάζεται ως μισθωτός σε εταιρία και παρέχει παράλληλα υπηρεσίες σε άλλη εταιρία με ΔΠΥ. Ο εν λόγω ασφαλισμένος δεν υπάγεται στη διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 39, αλλά σε αυτή του άρθρου 36 περί πολλαπλής δραστηριότητας. Επομένως, για τις αποδοχές του από τη μισθωτή εργασία υπολογίζονται εισφορές με βάση το άρθρο 38, για το δε εισόδημά του από την ελεύθερη άσκηση επαγγέλματος (ΔΠΥ) καταβάλλει εισφορές με βάση το άρθρο 39 (ως μη μισθωτός).
ε . Ο ίδιος ως άνω ασφαλισμένος που εργάζεται ως μισθωτός σε εταιρία, λαμβάνει και επιπλέον αποδοχές από την ίδια εταιρία με ΔΠΥ. Στην περίπτωση αυτή, ομοίως δεν υπάγεται στη διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 39, αλλά για το σύνολο του εισοδήματος από τη συγκεκριμένη δραστηριότητα υπάγεται στις διατάξεις του άρθρου 38. Συνεπώς, επί του εισοδήματος αυτού υπολογίζονται εισφορές μισθωτού και, επομένως, η εταιρία καταβάλει τις εισφορές εργοδότη που αντιστοιχούν στο σύνολο του εισοδήματος (αποδοχές από μισθωτή εργασία και εισόδημα από ΔΠΥ).
Διαβάστε ολόκληρη την εγκύκλιο: