search icon

Οικονομία

Στουρνάρας: Τους μεγαλύτερους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας στην Ευρώπη έχουν οι ελληνικές τράπεζες

Μηνύματα προς πολλαπλούς αποδέκτες από τον διοικητή της ΤτΕ  - Προέτρεψε τους τραπεζίτες να κάνουν περισσότερα στην κατεύθυνση της μείωσης των NPLs με βάση τους νέους στόχους - Ανθεκτικές οι 48 ευρωπαϊκές τράπεζες που συμμετείχαν στα stress tests των EBA και ΕΚΤ - Όλες «πέρασαν» στο ακραίο σενάριο το κεφαλαιακό όριο του 5,5%

Μηνύματα προς πολλαπλούς αποδέκτες έστειλε ο διοικητής της ΤτΕ Γ. Στουρνάρας από το βήμα του πανευρωπαϊκού συνεδρίου που διοργανώνει η ΤτΕ για την πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση και την κρίση δημόσιου χρέους.

Προς τους επενδυτές τόνισε ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν απ’ τους υψηλότερους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας στη ζώνη του ευρώ και πως πετυχαίνουν τους στόχους για τη μείωση των κόκκινων δανείων. Την ίδια στιγμή προέτρεψε τους τραπεζίτες να κάνουν περισσότερα στην κατεύθυνση της μείωσης των NPLs με βάση τους νέους στόχους και εκτός των διαγραφών δανείων να ενισχύσουν τις πωλήσεις και τιτλοποιήσεις μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, σε συνδυασμό με τις εισπράξεις, τη ρευστοποίηση εξασφαλίσεων και τις επιτυχείς ρυθμίσεις δανείων.

Από αριστερά :

Ο Διοικητής της κεντρικής τράπεζας του Βελγίου Jan Smets
Ο Διοικητής της κεντρικής τράπεζας της Φιλανδίας Olli Rehn
Ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας
Ο Διοικητής της κεντρικής τράπεζας της Αυστρίας Ewald Nowotny
Ο Διοικητής της κεντρικής τράπεζας της Μάλτας Mario Vell

Αναλυτικά ο κ. Στουρνάρας υπογράμμισε για τις ελληνικές τράπεζες τα εξής:

«Καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης, η Τράπεζα της Ελλάδος υπήρξε εγγυήτρια της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, προστατεύοντας στο ακέραιο όλες τις καταθέσεις, στηρίζοντας την οικονομία και υπηρετώντας το δημόσιο συμφέρον. Η Τράπεζα επικεντρώθηκε σε δύο μεγάλα μέτωπα: αφενός στην εξασφάλιση της παροχής επαρκούς ρευστότητας και αφετέρου στη διαχείριση και παροχή βοήθειας στην ανακεφαλαιοποίηση, εξυγίανση και αναδιάταξη του τραπεζικού τομέα.

Όσον αφορά την παροχή ρευστότητας, η Τράπεζα έπαιξε κρίσιμο ρόλο στην εξασφάλιση της απρόσκοπτης παροχής ρευστότητας υπό την ιδιότητά της ως δανειστή έσχατης προσφυγής του τραπεζικού συστήματος. Επανειλημμένως η Τράπεζα της Ελλάδος χορηγούσε έκτακτη ενίσχυση σε ρευστότητα (ELA) στο τραπεζικό σύστημα. Αυτό βοήθησε στη διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και συνέβαλε στην αποφυγή τραπεζικής κρίσης.

Σε ό,τι αφορά τη διαχείριση και παροχή βοήθειας στην ανακεφαλαιοποίηση, εξυγίανση και αναδιάταξη του τραπεζικού τομέα, η Τράπεζα, στο πλαίσιο των προγραμμάτων προσαρμογής, επιδίωξε την ενίσχυση των βιώσιμων πιστωτικών ιδρυμάτων και την εξυγίανση των μη βιώσιμων, διασφαλίζοντας παράλληλα τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Προς το σκοπό αυτό, έγιναν αξιολογήσεις της βιωσιμότητας και των κεφαλαιακών αναγκών των τραπεζών.

Όσες τράπεζες κρίθηκαν μη βιώσιμες εξυγιάνθηκαν και απορροφήθηκαν από τις συστημικές τράπεζες. Καθώς έχουν γίνει με επιτυχία 14 τέτοιες εξυγιάνσεις από το 2011, η διαδικασία αυτή διευκόλυνε και τη σημαντική ενοποίηση του τραπεζικού τομέα.

Μετά από τρεις γύρους ανακεφαλαιοποιήσεων, οι ελληνικές τράπεζες έχουν από τους υψηλότερους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας στη ζώνη του ευρώ και διαθέτουν επαρκή κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας για να απορροφήσουν επιπλέον πιστωτικές ζημίες, όπως έδειξε η πανευρωπαϊκή άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress test) που ολοκληρώθηκε πρόσφατα. Επίσης, έχουν βελτιώσει σημαντικά τη ρευστότητά τους, μειώνοντας την εξάρτησή τους από την κεντρική τράπεζα για χρηματοδότηση, ανακτώντας την πρόσβαση στη διατραπεζική αγορά και εκδίδοντας καλυμμένες ομολογίες. Παράλληλα, οι καταθέσεις πελατών αυξάνονται σταδιακά.

Ωστόσο, ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων προς το σύνολο των ανοιγμάτων παραμένει υψηλός και αποτελεί τη σημαντικότερη πρόκληση για τον ελληνικό τραπεζικό τομέα. Οι τράπεζες έχουν θέσει επιχειρησιακούς στόχους για τη σημαντική μείωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων μέχρι το τέλος του 2019. Παράλληλα, έχουν εφαρμοστεί σημαντικές μεταρρυθμίσεις με σκοπό την άρση των διοικητικών, νομικών και δικαστικών εμποδίων για την αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, καθώς και για τη δημιουργία δευτερογενούς αγοράς μη εξυπηρετούμενων δανείων με την ίδρυση εταιριών απόκτησης και διαχείρισης τέτοιων δανείων. Οι προσπάθειες αυτές έχουν αρχίσει να αποδίδουν καρπούς: σύμφωνα με στοιχεία τέλους Ιουνίου του 2018, το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων έφθασε τα 88,6 δισεκ. ευρώ (47,6% του συνόλου των ανοιγμάτων), μειωμένο κατά 17,3% ή 18,6 δισεκ. ευρώ από το ανώτατο επίπεδο που είχε καταγραφεί το Μάρτιο του 2016. Μέχρι σήμερα, η μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων προέρχεται κατά κύριο λόγο από διαγραφές δανείων. Κατά την προσεχή περίοδο, αυξημένη συμβολή αναμένεται να έχουν οι πωλήσεις και οι τιτλοποιήσεις μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, σε συνδυασμό με τις εισπράξεις, τη ρευστοποίηση εξασφαλίσεων και τις επιτυχείς ρυθμίσεις δανείων. Ο ρυθμός μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων αναμένεται να επιταχυνθεί, με βάση τους αναθεωρημένους, πιο φιλόδοξους στόχους των τραπεζών για τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα που έχουν τεθεί για την περίοδο έως το 2021.

Η αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων θα ενισχύσει επίσης την οργανική κερδοφορία και τη δυνατότητα εσωτερικής δημιουργίας κεφαλαίου των τραπεζών, βοηθώντας τις να επιτελέσουν και πάλι το διαμεσολαβητικό τους ρόλο και να καθιερώσουν ένα βιώσιμο μοντέλο λειτουργίας. Τα παραπάνω είναι ύψιστης σημασίας για τη χρηματοδότηση καινοτόμων και εξωστρεφών επενδυτικών πρωτοβουλιών και επιχειρήσεων στο πλαίσιο της αλλαγής του παραγωγικού προτύπου της ελληνικής οικονομίας».

Exit mobile version