Την άποψη πως το κράτος αδυνατεί να αναγνωρίσει την ιδιωτική ασφάλιση ως μέσο προστασίας από οικονομικές επιπτώσεις, εξέφρασε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), κ. Γιάννης Στουρνάρας.
«Η πανδημία ανέδειξε πέρα από κάθε αμφιβολία το έλλειμμα ιδιωτικής ασφάλισης των Ελλήνων καταναλωτών. Κυρίως, όμως, έδειξε ότι το έλλειμμα αυτό εν μέρει μόνο οφείλεται στις δικές τους προσωπικές αντιλήψεις για την ασφάλιση. Κατά βάση, αυτό οφείλεται και στη μέχρι τώρα αδυναμία του κράτους να αναγνωρίσει την ιδιωτική ασφάλιση ως μέσο προστασίας από οικονομικές επιπτώσεις, που συνεπάγονται προσωπικοί ή επιχειρηματικοί κίνδυνοι και, μάλιστα, συμπληρωματικό και όχι ανταγωνιστικό των υφιστάμενων κρατικών και κοινωνικών μηχανισμών», ανέφερε χαρακτηριστικά, σε ομιλία του στο 13th Insurance Conference, για να προσθέσει: «Για παράδειγμα, απουσιάζει από τον δημόσιο διάλογο για την επόμενη ημέρα ο ρόλος της ιδιωτικής ασφάλισης ως μέσο προστασίας των ελληνικών επιχειρήσεων. Αλλά, ακόμη και όταν γίνεται αυτός ο διάλογος, δεν βασίζεται σε κατάλληλους όρους και προϋποθέσεις. Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις θα μπορούσαν να έχουν ένα περισσότερο ενεργό ρόλο, υπό κατάλληλες προϋποθέσεις, για την ανάληψη και διαμοιρασμό του κινδύνου και, βεβαίως, με τη λειτουργία του κράτους, ως τελικού αντασφαλιστή στις περιπτώσεις εκείνες, που η αγορά αντασφάλισης δεν λειτουργεί αποτελεσματικά. Επίσης, είναι αναγκαίο να εξεταστεί ο ρόλος της ιδιωτικής ασφάλισης στον σχεδιασμό του συστήματος υγείας».
Μία άλλη παράμετρος, σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, στην οποία δεν έχει δοθεί η αρμόζουσα προσοχή, είναι το γεγονός ότι οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις διαχειρίζονται κεφάλαια πάνω από 17 δισ. ευρώ και θα μπορούσαν να συνεισφέρουν σε μία ταχύτερη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. «Ωστόσο, αυτό δεν πρέπει επουδενί να γίνει με χαλαρότερους όρους και προϋποθέσεις ως προς την αποτύπωση των συνεπαγόμενων κινδύνων», υπογράμμισε.
Όπως εξήγησε, οι προκλήσεις στη μετά Covid-19 εποχή για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις σχετίζονται με τον τρόπο λειτουργίας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, με έμφαση στην επιβεβλημένη από τις συνθήκες εξ αποστάσεως επικοινωνία, τόσο των στελεχών μεταξύ τους, όσο και με τους πελάτες, όπως, επίσης και με την αναγκαία ψηφιοποίηση όλων των εισροών στις κρίσιμες διαδικασίες, όπως αιτήσεις ασφάλισης, underwriting, αιτήσεις αποζημίωσης κ.λπ., χωρίς, όμως, να μειώνεται η δυνατότητα ελέγχου των σχετικών διαδικασιών από τον εσωτερικό έλεγχο.
Δεύτερον, τις μεθόδους διανομείς των ασφαλιστικών προϊόντων, στο βαθμό, που η επαφή με τον πελάτη θα είναι όλο και περισσότερο διαδικτυακή, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Τρίτον, την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών προς έναν εύρωστο ασφαλιστικό κλάδο, μέσω της διατήρησης κεφαλαιακών περιθωρίων.
Τέταρτον, τη διαχείριση των υφιστάμενων ασφαλιστικών χαρτοφυλακίων, ώστε να διασφαλίσουν τη διατηρησιμότητά τους, να περιορίσουν τις επιπτώσεις από τυχόν αύξηση εξαγορών, διατηρώντας, παράλληλα, την αξία, που προσφέρουν στους πελάτες τους.
Πέμπτον, τον σχεδιασμό νέων προϊόντων, που θα ανταποκρίνονται στις μεταβαλλόμενες ασφαλιστικές ανάγκες των καταναλωτών για περισσότερη και μεγαλύτερη προστασία είτε αυτή είναι επενδυτική είτε προστασία από συμβάντα, που μέχρι σήμερα δεν καλύπτονται, όπως, για παράδειγμα, καλύψεις υγείας λόγω πανδημίας ή διακοπή εργασιών επιχειρήσεων, που δεν σχετίζεται με φυσική ζημιά στις εγκαταστάσεις τους ή παροχή πιστώσεων κ.λπ.
«Το ξέσπασμα της πανδημίας του κορονοιού προκάλεσε πρωτόγνωρης σφοδρότητας πλήγματα στις κοινωνίες και στις οικονομίες σε ολόκληρο τον πλανήτη, χωρίς καμία εξαίρεση. Βέβαια, η χώρα μας έχει μέχρι σήμερα ανταποκριθεί πολύ καλύτερα από άλλες κατά πολύ μεγαλύτερες και ισχυρότερες χώρες του πλανήτη.
Ικανοποιητικά ανταποκρίθηκε και η ελληνική ασφαλιστική αγορά στις προκλήσεις της πρωτοφανούς συγκυρίας. Η ΤτΕ εξαρχής διαδραμάτισε ενεργό ρόλο στη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της ασφαλιστικής αγοράς και στην προστασία των ασφαλισμένων, των ληπτών ασφάλισης και των δικαιούχων ασφαλίσματος αυτή την περίοδο», συνέχισε.
Ειδικότερα, πρώτο μέλημα ήταν να δοθεί στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις το απαιτούμενο χρονικό διάστημα, για να προσαρμοστούν στις συνθήκες του lockdown και της εξ αποστάσεως εργασίας. Αποφασίστηκε, λοιπόν, να δοθεί δίμηνη παράταση για τη δημοσίευση και την υποβολή των ετήσιων στοιχείων τους, προκειμένου, καταρχάς, να προσαρμοστούν στο νέο τρόπο λειτουργίας και σε συνέχεια να προβούν σε αξιολόγηση της φερεγγυότητάς τους, υπό το πρίσμα των νέων δεδομένων.
Το επόμενο μέλημα χρονικά και όχι σε σημαντικότητα, βέβαια, αφορούσε στην παροχή συμβουλών προς τους καταναλωτές ασφαλιστικών προϊόντων, καθοδηγώντας τους στην κατανόηση των καλύψεων, που περιλαμβάνονται στους όρους των ασφαλιστικών συμβάσεων.
Επιπλέον, παρακινούνταν οι διαμεσολαβητές να ενισχύσουν την επικοινωνία με τους πελάτες τους, καθοδηγώντας τους στον νέο τρόπο λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχείρησης, στην οποία έχουν ασφαλιστεί, ενδεικτικά πως μπορούν να πληρώσουν τα ασφάλιστρά τους, να υποβάλλουν αίτηση αποζημίωσης με ηλεκτρονικό τρόπο κ.λπ.
«Στο βαθμό, λοιπόν, που η οικονομική συγκυρία αύξησε τους κινδύνους και επηρέασε την κεφαλαιακή τους επάρκεια, κρίθηκε σκόπιμη η έκδοση συστάσεων προς τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, ώστε να επανεξετάσουν την πολιτική τους για τη διανομή μερισμάτων και την καταβολή μεταβλητών αμοιβών προς τα στελέχη τους. Περαιτέρω και δεδομένου ότι σε πανευρωπαικό επίπεδο ο κλάδος θα μπορούσε να αντιμετωπίσει προβλήματα ρευστότητας, η EIOPA, με τη συνδρομή των εθνικών εποπτικών αρχών, ανέπτυξε ένα κοινό ευρωπαϊκό πλαίσιο αξιολόγησης της κατάστασης, όσον αφορά στη ρευστότητα, στο οποίο συμμετέχει ενεργά και η ελληνική ασφαλιστική αγορά, μέσω της ΤτΕ», κατέληξε.