Η Ελλάδα δύναται να διατηρήσει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης που θα ξεπερνούν το 3% κατά μέσο όρο την επόμενη δεκαετία, αναφέρει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, ενώ προβλέπει ότι το 2021 το ελληνικό ΑΕΠ θα αυξηθεί φέτος έως και πάνω από 7,2% και το 2022 θα ενισχυθεί κατά 5%.
Σε συνέντευξη που παραχώρησε στη «Ναυτεμπορική» ο κ. Στουρνάρας κάνει ειδική αναφορά και στο ελληνικό χρέος που κυμαίνεται στο 200% του ΑΕΠ, σημειώνοντας ότι προκαλεί μεν προβληματισμό, ωστόσο η δυναμική του προβλέπεται έντονα πτωτική, δεδομένης της απόσυρσης των μέτρων και της μείωσης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, καθώς και της οικονομικής ανάκαμψης. Πάντως, όπως αναφέρει, η διόγκωση του χρέους λόγω πανδημίας και ο επιπλέον δανεισμός για τη χρηματοδότηση των υψηλών ελλειμμάτων περιορίζουν σημαντικά τα περιθώρια για δημοσιονομική χαλάρωση την επόμενη περίοδο. Αυτό που συστήνει για τη διαχείριση του χρέους είναι ένας συνδυασμός επενδύσεων, επιτάχυνσης μεταρρυθμίσεων και δημοσιονομικής πειθαρχίας, Ως βασικές συνιστώσες ενίσχυσης του ΑΕΠ ο κ. Στουρνάρας ορίζει την ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις, βασίζει, δε, τις προβλέψεις του για ισχυρή ανάπτυξη στις επενδύσεις που σχετίζονται με το Ταμείο Ανάκαμψης, αλλά κυρίως στην αύξηση της παραγωγικότητας χάρη στις μεταρρυθμίσεις που περιλαμβάνει το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Αναφερόμενος στα κόκκινα δάνεια σημειώνει ότι το χρέος ιδιωτών και επιχειρήσεων παραμένει και δεν εξαφανίζεται μέσω της μεταφοράς τους από τους ισολογισμούς των τραπεζών στους επενδυτές. Για τον λόγο αυτό είναι σημαντικό να μπορέσουν οι εταιρείες διαχείρισης, οι NPLs Servicers, να διαχειριστούν όσο πιο αποτελεσματικά γίνεται το απόθεμα των ΜΕΔ που έχουν αναλάβει. Αυτό προϋποθέτει αξιοποίηση του Εξωδικαστικού Μηχανισμού Ρύθμισης Οφειλών και των διατάξεων του πρόσφατου νόμου περί ρύθμισης οφειλών και παροχής β’ ευκαιρίας.
Σε ό,τι αφορά την εξέλιξη των επιτοκίων, εκτιμά ότι δεν θα παραμείνουν για πάντα χαμηλά. Ήδη, όπως αναφέρει, παρατηρείται τάση ανόδου τους στη διεθνή σκηνή, ενώ μελλοντικά οι οικονομίες προβλέπεται να αντιμετωπίσουν περισσότερες κρίσεις και, ως εκ τούτου, καλούνται να γίνουν ανθεκτικότερες σε αρνητικές διαταραχές, με τους κρατικούς προϋπολογισμούς να ισοσκελίζονται διαχρονικά.
Αναφερόμενος στο Ταμείο Ανάκαμψης, χαρακτηρίζει αναγκαία τη σωστή αξιοποίησή του και θεωρεί ότι αποτέλεσε ένα έμπρακτο παράδειγμα «ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, διαφύλαξης της πορείας σύγκλισης των κρατών-μελών και, πιθανόν, ένα πρώτο σημαντικό βήμα προς μια δημοσιονομική ένωση με την έκδοση κοινού ευρωπαϊκού χρέους». Όπως σημειώνει: «Αν θέλουμε να υπάρξουν επακόλουθα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση, οι χώρες θα πρέπει να επιδείξουν δημοσιονομική υπευθυνότητα».
Σχολιάζοντας το ζήτημα των ανατιμήσεων εκτιμά ότι η παγκόσμια πληθωριστική διαταραχή θα έχει προσωρινό χαρακτήρα και ότι η αναντιστοιχία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης θα εξαλειφθεί σταδιακά, ενδεχομένως εντός του 2022 και ειδικότερα στη Ζώνη του ευρώ, αναμένει επιβράδυνση του πληθωρισμού το 2022 και το 2023 μείωση του ρυθμού του κάτω από το 2%, ενώ εξηγεί γιατί ο «διευκολυντικός χαρακτήρας» της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ παραμένει ενδεδειγμένος.
Για την Ελλάδα προβλέπει ότι ο πληθωρισμός θα διαμορφωθεί φέτος σε επίπεδα λίγο πάνω από το μηδέν κατά μέσο όρο, ενώ μιλώντας για το Δ.Σ. της ΕΚΤ τονίζει ότι θα συνεχίσει να αντιδρά με ευελιξία σε κάθε πιθανή πρόκληση για σταθερότητα των τιμών.
Για την αναδιάρθρωση, τέλος, του τραπεζικού συστήματος δια της συγκέντρωσής του σε λιγότερα σχήματα: Οι τράπεζες έχουν ήδη επιτύχει σημαντικές συνέργειες κόστους που απορρέουν από τις εξαγορές και συγχωνεύσεις. Προτεραιότητες πλέον είναι η περαιτέρω ξυγίανση και ενίσχυση του ισολογισμού τους, ενώ δεν αποκλείει «συγχωνεύσεις μεταξύ ελληνικών μη συστημικών τραπεζών, μαζί με περαιτέρω εξυγίανση του ισολογισμού τους».
Διαβάστε ακόμη:
ΕΛΒΑΛΧΑΛΚΟΡ: Εγκρίνεται έκδοση ομολόγου ύψους 250 εκατ. ευρώ
Ελλάκτωρ: Ανυπόστατες οι φήμες για δήθεν νέα ΑΜΚ
ΟΠΕΚΑ: Εφάπαξ ενίσχυση 6.000 ευρώ σε άτομα που τραυματίστηκαν στις πυρκαγιές του καλοκαιριού