Η πρόοδος στην εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής είχε θετικές επιδράσεις στην εμπιστοσύνη, τη ρευστότητα και την οικονομική δραστηριότητα, το τραπεζικό σύστημα έχει πραγματοποιηθεί αναδιάρθρωση και αναδιάταξη και η πρόοδος στην επίτευξη των επιχειρησιακών στόχων που έχουν προσδιοριστεί για τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα κρίνεται ικανοποιητική. Ωστόσο, η Ελλάδα αντιμετωπίζει την πρόκληση της εφαρμογής αποτελεσματικών και περιεκτικών διαρθρωτικών αλλαγών, υποστήριξε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, μιλώντας σε εκδήλωσε του ελληνοϊσραηλινού επιμελητηρίου Εμπορίου και Τεχνολογίας.

Όπως τονίζει, για να κεφαλαιοποιηθεί η έως τώρα πρόοδος, να ενδυναμωθούν οι θετικές προοπτικές και να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών στην πορεία της οικονομίας, με θετικές επιδράσεις στη ρευστότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος και στη μείωση του κόστους χρηματοδότησης του Ελληνικού Δημοσίου είναι απαραίτητη η καλή προετοιμασία για την έγκαιρη ολοκλήρωση της τέταρτης και τελευταίας αξιολόγησης που θα σηματοδοτήσει το τέλος του προγράμματος.

Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν και εξωτερικοί κίνδυνοι, οι οποίοι, μεταξύ άλλων, συνδέονται με την ξαφνική, τις προηγούμενες δύο εβδομάδες, αύξηση της αποστροφής των επενδυτών προς τον κίνδυνο, με τις αναταράξεις στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές, με εντάσεις στις αγορές συναλλάγματος και με γεωπολιτικούς παράγοντες.

Η μακροχρόνια οικονομική κρίση έχει αναδείξει ορισμένες προκλήσεις που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, προκειμένου η ελληνική οικονομία να επιστρέψει σε διατηρήσιμη ανάπτυξη. Οι προκλήσεις αυτές είναι:

α) Το πολύ υψηλό δημόσιο χρέος. Είναι απαραίτητο να αναπτυχθούν αποφασιστικές και συγκεκριμένες δράσεις για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του ελληνικού δημόσιου χρέους, στη βάση των αποφάσεων του Eurogroup του Ιουνίου του 2017. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει ήδη κάνει συγκεκριμένες προτάσεις, π.χ. μετάθεση της μέσης σταθμικής διάρκειας αποπληρωμής των τόκων των δανείων του EFSF κατά 8,5 χρόνια τουλάχιστον. Αυτή η πρόταση ήπιας αναδιάρθρωσης του χρέους είναι ζωτικής σημασίας για τη βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας, ενώ για τους εταίρους της συνεπάγεται ελάχιστο μόνο κόστος. Μεταξύ άλλων, η διασφάλιση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους θα ανοίξει το δρόμο για την ένταξη των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, στην κανονική περίοδο και στην περίοδο επανεπένδυσης, το οποίο με τη σειρά του θα διευκολύνει τη διατηρήσιμη πρόσβαση στις αγορές και θα μειώσει το κόστος χρηματοδότησης.

β) Το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων και το πρόβλημα των στρατηγικών κακοπληρωτών. Ο στόχος μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων για τα δύο επόμενα έτη αυξάνεται σημαντικά, με αποτέλεσμα να απαιτείται ενίσχυση των προσπαθειών των τραπεζών. Για το σκοπό αυτό θα πρέπει να αξιοποιηθούν στο έπακρο το νέο θεσμικό πλαίσιο και όλα τα διαθέσιμα εργαλεία για την εξυγίανση του ιδιωτικού χρέους, δηλαδή ο εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών, η διενέργεια των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών ακινήτων και η μεταβίβαση μη εξυπηρετούμενων δανείων στη δευτερογενή αγορά. Επιβάλλονται, επίσης, δραστικές αποφάσεις για τον εντοπισμό των στρατηγικών κακοπληρωτών, την αναδιάρθρωση των βιώσιμων επιχειρήσεων και την εφαρμογή οριστικής λύσης για τις μη βιώσιμες.

γ) Η υστέρηση των επενδύσεων. Μόνη οδός για να καλυφθεί το μεγάλο επενδυτικό κενό είναι η προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων, με έμφαση στους πιο παραγωγικούς τομείς της οικονομίας. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η δημιουργία κατάλληλου πλαισίου εντός του οποίου, η επιχειρηματικότητα θα λειτουργεί αποτελεσματικά. Παρά τη σημαντική πρόοδο σε διάφορους τομείς, με βάση ορισμένους ποιοτικούς δείκτες που αντανακλούν το επιχειρηματικό περιβάλλον, η Ελλάδα εξακολουθεί να κατατάσσεται χαμηλά σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Επομένως, το κράτος θα πρέπει να συνεχίσει να δίνει έμφαση στη βελτίωση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας και της αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα, καθώς και στη μείωση της γραφειοκρατίας.

δ) Η χαμηλή πιστοληπτική διαβάθμιση της χώρας. Η παραμονή σε χαμηλή πιστοληπτική διαβάθμιση, μετά το πέρας του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018, ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια της δυνατότητας των ελληνικών ομολόγων να χρησιμοποιούνται ως εξασφαλίσεις στις πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος (waiver). Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδας, η εξασφάλιση του waiver μετά τη λήξη του προγράμματος είναι σημαντική τόσο για το κόστος χρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών, καθώς ακόμα και οι πράξεις repos επηρεάζονται θετικά από την ύπαρξη του waiver, όσο και για τη συμμετοχή των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, στην κανονική περίοδο και στην περίοδο επανεπένδυσης.

ε) Οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων. Η πλήρης άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων και η επιστροφή στη χρηματοπιστωτική κανονικότητα είναι προαπαιτούμενα για τη διατηρήσιμη βελτίωση του επενδυτικού κλίματος και θα βοηθήσουν στην προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων.

Οι προκλήσεις αυτές πρέπει να αντιμετωπιστούν προκειμένου να διευκολυνθούν η χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας, η επιχειρηματικότητα και η προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων, καθώς και να ενισχυθεί ο μεσομακροπρόθεσμος δυνητικός ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.

Εκτός όμως από τα παραπάνω, απαιτείται η Ελλάδα να διευρύνει τη βάση του συγκριτικού της πλεονεκτήματος. Η πρόκληση σήμερα είναι η περαιτέρω άνοδος των παραγόμενων εγχωρίως αγαθών και υπηρεσιών στην κλίμακα της τεχνολογικής εξειδίκευσης και η ένταξη των ελληνικών επιχειρήσεων σε διεθνείς παραγωγικές αλυσίδες αξίας.

Στόχος είναι η ανάδειξη εξωστρεφούς και ανταγωνιστικής ελληνικής οικονομίας, η οποία θα αναπτύσσεται με ταχείς ρυθμούς και θα αξιοποιεί τα ανταγωνιστικά της πλεονεκτήματα στις διεθνείς αγορές, καταλήγει.