Παρέμβαση στο EUROFI Financial Forum 2022, στη συζήτηση με θέμα «Νομισματική πολιτική και στασιμοπληθωρισμός», έκανε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), Γιάννης Στουρνάρας.
Όπως ανέφερε, τα μοντέλα της ΤτΕ προβλέπουν μεταξύ 2022 και 2023 νέα άνοδο κατά 40% στις τιμές του φυσικού αερίου και του ηλεκτρικού ρεύματος, επισημαίνοντας ότι «το 75% των διαταραχών στις τιμές καταναλωτή προέρχεται από ένα και μόνο εμπόρευμα, το φυσικό αέριο, το οποίο λόγω του μοντέλου τιμολόγησης του ηλεκτρικού ρεύματος με βάση το οριακό κόστος, επηρεάζει τις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος με αναλογία 1:1.
Το ίδιο ισχύει και για τις τιμές χονδρικής του ηλεκτρικού ρεύματος, λόγω της τιμολόγησης με βάση το οριακό κόστος και παρότι οι τιμές άλλων εισροών που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, όπως το πετρέλαιο, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και η υδροηλεκτρική ενέργεια, αναμένεται να περιοριστούν κατά 20% περίπου.
Αυτός ο παράγοντας διατηρεί το μέσο αναμενόμενο πληθωρισμό σε υψηλό επίπεδο, στο 5,5% το 2023, έναντι 8,1% φέτος, σύμφωνα με το βασικό σενάριο των μακροοικονομικών προβολών της ΕΚΤ».
Ο Γιάννης Στουρνάρας παρομοίασε τον πληθωρισμό «με ένα πολυκέφαλο τέρας, όπως η Λερναία Ύδρα. Ο πληθωρισμός έχει τρία κεφάλια, επομένως χρειάζονται τρία όπλα. Η νομισματική πολιτική είναι ένα από αυτά, αλλά δεν πρέπει να αφεθεί μόνη της. Αν είναι το μοναδικό όπλο που χρησιμοποιείται, αυτό θα συνεπαγόταν κόστος σε όρους προϊόντος και απασχόλησης.
Τα άλλα δύο όπλα είναι η δημοσιονομική και η ενεργειακή πολιτική. Ο πληθωρισμός, στην Ευρώπη τουλάχιστον, οφείλεται σαφώς σε κλονισμούς από την πλευρά της προσφοράς, όπως η πανδημία και οι ενεργειακές επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία.
Βλέποντας τη μεγάλη εικόνα, θα λέγαμε ότι, εφόσον η Ευρώπη είναι σε καθαρή βάση μεγάλος εισαγωγέας ενέργειας, αυτό που παρατηρούμε σήμερα ουσιαστικά ισοδυναμεί με έναν ενεργειακό φόρο που επιβάλλεται στην Ευρώπη από μια ξένη χώρα και ο οποίος μειώνει το καθαρό εισόδημα ή την ευημερία της κατά περίπου 5% του ΑΕΠ. Διαφέρουμε από τις ΗΠΑ, που έχουν ισοσκελισμένο ή και πλεονασματικό ισοζύγιο ενέργειας.
«Χρειαζόμαστε ενεργειακή πολιτική»
Ο διοικητής της ΤτΕ υπογράμμισε ακόμη ότι «χρειαζόμαστε ενεργειακή πολιτική για να αποσυνδέσουμε, προσωρινά τουλάχιστον, τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας από τις τιμές του φυσικού αερίου, αλλά και να συνεχίσουμε να παρέχουμε κίνητρα για εξοικονόμηση ενέργειας και για επενδύσεις στην πράσινη ενέργεια.
Τέλος, η δημοσιονομική πολιτική πρέπει να διατηρήσει μια κατεύθυνση τέτοια, ώστε να μην αντιστρατεύεται τη νομισματική πολιτική, ταυτόχρονα όμως δεν θα πρέπει να είναι οριζόντια, αλλά στοχευμένη, ώστε να προσφέρει στήριξη στις πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Πρέπει να συνδυάζει τη φορολόγηση των έκτακτων κερδών ορισμένων παραγωγών ενέργειας και επιδοτήσεις για όσους βγαίνουν ζημιωμένοι».
Επιτόκια
Σε ό,τι αφορά την αύξηση επιτοκίων από την ΕΚΤ στο 1,25%, ο Γιάννης Στουρνάρας σχολίασε ότι οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό, τόσο με βάση στοιχεία ερευνών, όσο και με βάση τις πράξεις ανταλλαγής επιτοκίων, μετά από 5 έτη με ορίζοντα 5 ετών, παραμένουν σταθεροποιημένες στο 2%.
«Δεν έχουμε θετικό παραγωγικό κενό. Αντίθετα, αναθεωρήσαμε τις προβλέψεις μας και πλέον αναμένουμε εξάλειψη του παραγωγικού κενού στο τέλος του 2024, δύο τρίμηνα αργότερα από ό,τι είχε εκτιμηθεί στις προηγούμενες προβλέψεις. Παρόλα αυτά, ακόμα και στη σημερινή περίσταση που ο πληθωρισμός είναι πληθωρισμός κόστους, η νομισματική πολιτική είναι σημαντικό όπλο γιατί διατηρεί σταθεροποιημένες τις προσδοκίες και τις δευτερογενείς επιπτώσεις υπό έλεγχο.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο χθες προχωρήσαμε σ’ αυτή την εμπροσθοβαρή κίνηση αύξησης των βασικών επιτοκίων κατά 75 μονάδες βάσης, παρά το κόστος που είναι δυνατόν να υπάρξει σε όρους προϊόντος και απασχόλησης.
Θέλουμε να προσεγγίσουμε αυτό που σύμφωνα με τα υποδείγματά μας είναι το ουδέτερο επιτόκιο. Δεν έχουμε φτάσει ακόμα στο επίπεδο του ουδέτερου επιτοκίου, που είναι υψηλότερο από το μηδέν. Μπορεί να είναι περίπου 1,5%, ή και 2%».
«Η πολιτική μας είναι αποτελεσματική»
Ακόμη, επισήμανε ότι «η κεντρική τράπεζα δεν μπορεί να καθορίσει τα πραγματικά επιτόκια μακροπρόθεσμα, μπορεί μόνο να καθορίσει τα ονομαστικά επιτόκια. Υπενθυμίζω ότι πριν από την πανδημία βρισκόμασταν σε χρόνια στασιμότητα, παρά την τεράστια ποσοτική χαλάρωση. Ο πληθωρισμός ήταν σχεδόν αρνητικός, τα επιτόκια ήταν πολύ χαμηλά. Όλα τα μεγέθη βρίσκονταν σε καθοδική πορεία, η ανάπτυξη, η παραγωγικότητα, το επιτόκιο ισορροπίας (ή το ουδέτερο επιτόκιο).
Αυτοί οι παράγοντες διαμόρφωναν τις εξελίξεις, όχι οι κεντρικές τράπεζες. Τα πραγματικά επιτόκια, που σύμφωνα με τη θεωρία υπολογίζονται αν από τα ονομαστικά επιτόκια αφαιρέσουμε τον αναμενόμενο πληθωρισμό και όχι τον τρέχοντα, αυξάνονται από τότε που ξεκινήσαμε την ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής, τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ.
Αν η πολιτική μας δεν ήταν αποτελεσματική, οι αποδόσεις των ομολόγων θα έπρεπε να είναι στο 10%, αλλά αυτό δεν συμβαίνει, είναι γύρω στο 2-2,5%, επειδή υπάρχει η αντίληψη ότι ο πληθωρισμός θα μειωθεί, καθώς προέρχεται κυρίως από την προσφορά και όχι τόσο από τη ζήτηση. Ξεκινήσαμε την ομαλοποίηση και πρόκειται για μια σοβαρή ομαλοποίηση. Και θα πρέπει να την αντιμετωπίσουμε με την ανάλογη σοβαρότητα. Μπορεί να έχουμε μεγάλες απώλειες σε όρους προϊόντος και θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί».
Διαβάστε ακόμη
BlackRock: Η Fed θα εκπλαγεί από το πλήγμα της αύξησης των επιτοκίων στην οικονομία
Βρετανία: Για πρώτη φορά στην ιστορία της αλλάζει μονάρχη και πρωθυπουργό την ίδια εβδομάδα