Καμπανάκι για την πορεία της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας έκρουσε ο διοικητής της ΤτΕ Γ. Στουρνάρας.

Στην ομιλία του στο συνέδριο για τις εξαγωγές και την ανάπτυξη που διοργανώνει ο ΣΕΒ αναγνώρισε ότι εξακολουθούν να υπάρχουν δυσκολίες στη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων, οι οποίες μαζί με τις καθυστερήσεις στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και την υπερφορολόγηση, που επιβραδύνει ή και ανακόπτει την πρόοδο προς την αποκατάσταση της συνολικής ανταγωνιστικότητας, επιδρούν επιβαρυντικά στην περαιτέρω ενίσχυση της εξαγωγικής βάσης.

Επιπρόσθετα, σημείωσε, μένουν ακόμη αρκετά να γίνουν σε θέματα όπως η μείωση του μη μισθολογικού κόστους των επιχειρήσεων, η θέσπιση ενός σταθερού φορολογικού συστήματος και η δημιουργία οικονομικού περιβάλλοντος πιο φιλικού προς την επιχειρηματικότητα. Επίσης, απαραίτητη είναι η διαμόρφωση ενός αποτελεσματικού και ευέλικτου θεσμικού πλαισίου που διευκολύνει τις επενδύσεις, η μείωση της γραφειοκρατίας και η λήψη των απαραίτητων μέτρων για την υποστήριξη όχι μόνο της υπάρχουσας επιχειρηματικής δραστηριότητας, αλλά και για την προώθηση της νέας επιχειρηματικότητας.

Ο διοικητής της ΤτΕ υπογράμμισε επίσης ότι χρειάζεται περαιτέρω επιτάχυνση της κανονιστικής μεταρρύθμισης. Τόνισε μάλιστα πως σήμερα οι αγορές προϊόντων στην Ελλάδα εξακολουθούν να είναι από τις πλέον ρυθμιζόμενες μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ. Όπως σημείωσε, οι προτεινόμενες πολιτικές περιλαμβάνουν τη μείωση του αριθμού των εμποδίων για την έναρξη και την επέκταση μιας επιχείρησης, την ενίσχυση του νόμου περί ανταγωνισμού και την επιβολή κυρώσεων, τη διασφάλιση ισότιμων όρων ανταγωνισμού, την άρση των περιοριστικών κανονισμών, ιδίως στους τομείς των υπηρεσιών, την αποτελεσματική εφαρμογή των διαδικασιών πτώχευσης, τη διασφάλιση κράτους δικαίου και ενός αποτελεσματικού δικαστικού συστήματος, όπου η απονομή δικαιοσύνης δεν καθυστερεί. Η γρήγορη και αποτελεσματική ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων θα πρέπει να στοχεύει σαφώς στην περαιτέρω απελευθέρωση των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών, την εξάλειψη των περιττών και στρεβλωτικών κανονισμών και την ενίσχυση της ανεξαρτησίας των ρυθμιστικών φορέων.

Ο διοικητής της ΤτΕ επεσήμανε επίσης ότι η ελληνική οικονομία υστερεί σε κρίσιμους καινοτόμους και διεθνώς ανταγωνιστικούς βιομηχανικούς κλάδους, όπως και σε μεγάλες επιχειρήσεις με υψηλή προστιθέμενη αξία και υψηλής εξειδίκευσης θέσεις εργασίας. Για να βελτιωθεί αυτό όπως είπε, αυτό ένα ιδιαίτερα σημαντικό προαπαιτούμενο είναι οι νέες επενδύσεις.

Ο ίδιος πάντως εμφανίστηκε αισιόδοξος λέγοντας πως υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι η ελληνική οικονομία μπορεί να περάσει σε μια νέα αναπτυξιακή τροχιά, βασιζόμενη σε ένα νέο, αναπτυξιακό πρότυπο με έμφαση στην υγιή επιχειρηματικότητα, τις επενδύσεις και την εξωστρέφεια. Ωστόσο, όπως είπε, τούτο σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι το μεγαλύτερο μέρος των αδυναμιών που περιόριζαν την εξαγωγική επίδοση της χώρας στο παρελθόν έχει διευθετηθεί. Αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι, παρά την ανάκτηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας και την ανοδική πορεία που καταγράφουν οι εξαγωγές, η εξαγωγική επίδοση της χώρας υπολείπεται του επιπέδου που θα αναμενόταν, με βάση τις ιστορικές συσχετίσεις μεταξύ των δύο αυτών μεγεθών.

Συνεπώς, όπως επεσήμανε, υπάρχει ακόμη αρκετή απόσταση που πρέπει να διανυθεί, ώστε οι εξαγωγές να αποτελέσουν έναν από τους βασικούς μοχλούς ανάπτυξης της οικονομίας.

Σύμφωνα με το Δείκτη Παγκόσμιας Ανταγωνιστικότητας 2017-2018 του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 87η θέση μεταξύ 137 χωρών όσον αφορά την ποιότητα των θεσμών. Η Ελλάδα κατατάσσεται σε αρκετά χαμηλή θέση ως προς την αποτελεσματικότητα των δημόσιων δαπανών, το βάρος των διοικητικών ρυθμίσεων και την αποτελεσματικότητα του νομικού πλαισίου για την επίλυση διαφορών και την αμφισβήτηση κανονισμών. Επίσης σύμφωνα με τον παραπάνω Δείκτη Παγκόσμιας Ανταγωνιστικότητας, η Ελλάδα καταλαμβάνει την τελευταία και την προτελευταία θέση όσον αφορά την παροχή φορολογικών κινήτρων για επενδύσεις (137η μεταξύ 137 χωρών) και εργασία (136η μεταξύ 137 χωρών).

Επιπλέον, σύμφωνα με το δείκτη «ευχέρειας του επιχειρείν» που καταρτίζει η Παγκόσμια Τράπεζα σχετικά με τους όρους ίδρυσης μιας επιχείρησης, η θέση της Ελλάδος έχει βελτιωθεί σημαντικά μεταξύ 2011 και 2017 (από 148η το 2011 σε 37η το 2017), αλλά παραμένει χαμηλή σε σχέση με τους Ευρωπαίους εταίρους της.