Την πρόταση της ΤτΕ για τη δημιουργία bad bank επανέλαβε από το βήμα της Βουλής ο διοικητής της ΤτΕ. Ο Γιάννης Στουρνάρας πήρε το λόγο αμέσως μετά την ομιλία του υπ. Οικονομικών Χρήστου Σταϊκούρα.
Στη σύντομη παρέμβασή μου, θα αναφερθώ στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, ειδικότερα στο θέμα των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (ΜΕΔ). Θα αναφερθώ στην πρόταση της ΤτΕ για την ίδρυση Εταιρείας Διαχείρισης Ενεργητικού – ή όπως είναι πιο γνωστό πλέον σε όλους Asset Management Company ή AMC – και θα αναπτύξω του λόγους για τους οποίους θεωρώ ότι αποτελεί τη βέλτιστη συστημική λύση για την επίλυση του προβλήματος.
Προκλήσεις για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα
Το ξέσπασμα της πανδημίας το Μάρτιο του 2020 βρήκε τις ελληνικές τράπεζες σε φάση ανάκαμψης από την προηγούμενη κρίση, έχοντας επιδείξει σημαντική βελτίωση σε αρκετούς τομείς. Ενδεικτικά:
Οι ελληνικές τράπεζες κατάφεραν να ενισχύσουν την κεφαλαιακή τους επάρκεια σε επίπεδα άνω του ελάχιστου ορίου, προχωρώντας και σε εκδόσεις τίτλων που προσμετρώνται στα εποπτικά ίδια κεφάλαια.
Σε σχέση με το Μάρτιο του 2016 που καταγράφτηκε ο μεγαλύτερος όγκος ΜΕΔ, έχει επιτευχθεί μείωση κατά 45% στο συνολικό ύψος των ΜΕΔ. Σημαντική ήταν η μείωση στο καταναλωτικό (57%) αλλά και στο επιχειρηματικό (50%) χαρτοφυλάκιο, ενώ μικρότερη (28%) ήταν η πρόοδος στο στεγαστικό.
Τα επίπεδα ρευστότητας βελτιώθηκαν σημαντικά, κυρίως λόγω της αύξησης των καταθέσεων. Συγκεκριμένα, οι καταθέσεις στο τραπεζικό σύστημα έχουν ανακάμψει κατά €44,4 δις (+34%) από το ιστορικά χαμηλό (€129,0 δις) του Ιουλίου του 2015 με τις τράπεζες να μηδενίζουν την εξάρτηση από τον έκτακτο μηχανισμό παροχής ρευστότητας (ELA) και να πληρούν τον ελάχιστο εποπτικό δείκτη ρευστότητας.
Ταυτόχρονα όμως παρουσιάζουν ασθενέστερα οικονομικά μεγέθη συγκριτικά με τις ευρωπαϊκές τράπεζες.
Συγκεκριμένα, με βάση τα τελευταία διαθέσιμα, δημοσιευμένα στοιχεία του Σεπτεμβρίου 2020:
Τα ΜΕΔ ανέρχονται σε περίπου 59 δις ευρώ σε ατομική και 63 δις σε ενοποιημένη βάση, με τους δείκτες ΜΕΔ ως ποσοστό των συνολικών δανείων να διαμορφώνονται σε 35,8% και 35,3% αντίστοιχα. Ο μέσος όρος για τα πιστωτικά ιδρύματα της Ε.Ε. για την ίδια περίοδο είναι 2,8%.
Το ποσοστό κάλυψης από προβλέψεις είναι 44% και βρίσκεται σχεδόν στα ίδια επίπεδα με το μέσο όρο της Ε.Ε., αλλά αρκετά χαμηλότερα από χώρες όπου εμφανίζουν υψηλούς δείκτες ΜΕΔ, όπως η Ιταλία, Πορτογαλία, κ.α.
Ο μέσος Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας ανέρχεται σε 16%, περίπου 3 μονάδες κάτω από τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσο όρο, με την απόσταση να διευρύνεται άλλες δύο μονάδες περίπου, εάν λάβουμε υπόψη την πλήρη επίπτωση από την εφαρμογή του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης 9 (ΔΠΧΠ9).
Παραμένει άλυτο το πρόβλημα της διάρθρωσης των εποπτικών κεφαλαίων, πολύ μεγάλο μέρος των οποίων (περίπου 55%) είναι με τη μορφή της Αναβαλλόμενης Φορολογικής Απαίτησης (DTCs), η οποία δεν είναι καταβεβλημένο κεφάλαιο, αλλά μία δέσμευση, βάσει νόμου, του δημοσίου ότι (α) σε περίπτωση κερδοφόρου χρήσης των τραπεζών αυτές δεν θα πληρώνουν φόρο εισοδήματος μέχρι να εξαντληθεί το ποσό της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης και (β) σε περίπτωση ζημιάς θα πραγματοποιείται αύξηση κεφαλαίου υπέρ του δημοσίου.
Οι ελληνικές τράπεζες εμφανίζουν έλλειμμα άνω των 10 δις σε σχέση με τις λεγόμενες Ελάχιστες Απαιτήσεις Ιδίων Κεφαλαίων και Επιλέξιμων Υποχρεώσεων (MREL), το οποίο υποχρεούνται να καλύψουν εντός των επόμενων 4-5 ετών.
Ταυτόχρονα, οι ελληνικές τράπεζες αντιμετωπίζουν σειρά από προκλήσεις οι οποίες είναι κοινές και για τις περισσότερες τράπεζες της ευρωζώνης. Ενδεικτικά, θα ήθελα να αναφέρω:
Το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων, που σε συνδυασμό με τη χαμηλή αποδοτικότητα των κεφαλαίων, επηρεάζει την κερδοφορία και τη δυνατότητα εσωτερικής δημιουργίας κεφαλαίων. Για τις ελληνικές τράπεζες, αρνητικά επιδρά επιπρόσθετα και το υψηλό κόστος πιστωτικού κινδύνου, δηλαδή οι αναγκαίες δαπάνες για το σχηματισμό προβλέψεων.
Τον ολοένα αυξανόμενο ανταγωνισμό από μη-τράπεζες και από τα λεγόμενα BigTechs, καθώς και τις επιπτώσεις στη λειτουργία και το επιχειρηματικό πρότυπο των τραπεζών από την ψηφιακή καινοτομία (digital innovation).
Προκλήσεις που πηγάζουν από την ατελή τραπεζική ένωση (Banking Union) στην ευρωζώνη, σημαντικά συστατικά στοιχεία της οποίας -όπως το Ενιαίο Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων- απουσιάζουν.
Λοιπές προκλήσεις, όπως η επίπτωση από την κλιματική αλλαγή, από γεω-πολιτικές εξελίξεις και από αυξανόμενο αριθμό κυβερνοεπιθέσεων (cyber-attacks).
Σε αυτό το περιβάλλον λειτουργίας, η πανδημία του Covid-19 διατάραξε την οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα παγκοσμίως, με σοβαρές επιπτώσεις σε όλους τους συμμετέχοντες στην αγορά: επιχειρήσεις, νοικοκυριά, κράτος και τράπεζες.
Σε αντίθεση με προηγούμενες κρίσεις, αυτή τη φορά η αντίδραση από τις δημοσιονομικές, νομισματικές και εποπτικές αρχές ήταν άμεση και συντονισμένη. Συγκεκριμένα:
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έλαβε σειρά μέτρων νομισματικής χαλάρωσης, τα οποία απέτρεψαν τη δημιουργία συνθηκών έλλειψης ρευστότητας στην αγορά. Ειδικά για την Ελλάδα, η συμπερίληψη των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου στο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς τίτλων λόγω πανδημίας (Pandemic Emergency Purchase Programme – PEPP) της ΕΚΤ και η αποδοχή τους ως εξασφαλίσεων στις πράξεις παροχής ρευστότητας του Ευρωσυστήματος, καθώς και οι θετικές εξελίξεις στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, συνέβαλαν στην αδιάλειπτη πρόσβαση του Ελληνικού Δημοσίου στις αγορές κεφαλαίων και στην περαιτέρω μείωση των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων.
Όλες οι κυβερνήσεις στην ευρωζώνη, συμπεριλαμβανομένης της ελληνικής, έλαβαν μια σειρά μέτρων δημοσιονομικής πολιτικής αλλά και για την αγορά εργασίας, με στόχο τη στήριξη των επιχειρήσεων και της απασχόλησης. Τα μέτρα δημοσιονομικής στήριξης και η ύφεση οδήγησαν μεν σε απότομη μεταστροφή του δημοσιονομικού αποτελέσματος της γενικής κυβέρνησης από πλεόνασμα σε έλλειμμα για το 2020 (και, σε συνδυασμό με τον αποπληθωρισμό, σε σημαντική αύξηση του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ), απέτρεψαν όμως τη μαζική κατάρρευση επιχειρήσεων και νοικοκυριών που πλήττονται από την πανδημία.
Οι εποπτικές αρχές στην ευρωζώνη και πρωτίστως ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (SSM), έλαβαν μια σειρά από μέτρα με σημαντικότερο αυτό της παροχή ευελιξίας αναφορικά με τη χρήση από τις τράπεζες των κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας (capital buffers) ώστε να διατηρηθεί απρόσκοπτη η παροχή ρευστότητας στην πραγματική οικονομία αλλά και να απορροφήσουν οι τράπεζες τις πρόσθετες ζημιές λόγω της πανδημίας.
Τέλος, από το αρχικό στάδιο της κρίσης, οι ελληνικές τράπεζες ανακοίνωσαν γενικευμένο καθεστώς αναβολής πληρωμής τόκων ή και χρεολυσίων (moratorium) δανείων που είναι συμβατό με τις σχετικές κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (ΕΒΑ) για τους πιστούχους που επλήγησαν από την πανδημία. Η περίοδος εφαρμογής του, που αρχικά προβλεπόταν να είναι έως το Δεκέμβριο του 2020, έχει παραταθεί σύμφωνα με τις νέες κατευθυντήριες γραμμές της EBA, εντός όμως ενός ανώτατου ορίου των εννέα μηνών. Ειδικά για τα δάνεια σε καθεστώς moratorium θα ήθελα να παραθέσω ορισμένα μεγέθη:
Το μέγιστο ποσό των δανείων των τεσσάρων συστημικών ελληνικών τραπεζών που βρέθηκαν σε καθεστώς moratorium από την έναρξη της πανδημίας μέχρι το τέλος του 2020 ανήλθε σε ενοποιημένη βάση στα €27.6δις. Με βάση τα πλέον πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία, το υπόλοιπο των δανείων αυτών είναι περίπου €4 δις, καθώς η περίοδος αναστολής είχε λήξει για τα περισσότερα δάνεια πριν το τέλος του έτους.
Οι αναστολές πληρωμών αφορούσαν κατά βάση ενήμερα δάνεια [σε ποσοστό άνω του 80% κατά μέσο όρο] και στο μεγαλύτερο μέρος τους προς επιχειρήσεις [σε ποσοστό περίπου 55% κατά μέσο όρο], κυρίως προς Μικρομεσαίες και Πολύ Μικρές Επιχειρήσεις. Αποτελούσαν δε, ένα σημαντικό ποσοστό των συνολικών ενήμερων δανείων των συστημικών τραπεζών [σχεδόν έφθασαν το 20% επί των ενήμερων δανείων κατά μέσο όρο].
Οι κλάδοι στους οποίους αφορούσαν τα δάνεια σε αναστολή πληρωμών ήταν κυρίως πέντε, με πρώτο αυτόν της εστίασης και παροχής καταλυμάτων, του εμπορίου, της μεταποίησης, των κατασκευών και υπηρεσιών ακίνητης περιουσίας και των μεταφορών.
Όλα τα παραπάνω μέτρα που ελήφθησαν (αλλά και συνεχίζουν έως σήμερα) από τις αρχές και τις τράπεζες ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση, και κατάφεραν να αποτρέψουν τα χειρότερα τόσο όσον αφορά την οικονομική δραστηριότητα, όσο και τις κοινωνικές επιπτώσεις από την πανδημία.
Τα σημάδια από την κρίση που προκάλεσε η πανδημία δεν είναι ακόμα πλήρως εμφανή στην πραγματική οικονομία τόσο στην Ελλάδα όσο και στην ευρωζώνη, και θα είναι πολύ πιο ορατά μετά την άρση των μέτρων στήριξης. Όσον αφορά το τραπεζικό σύστημα, η επίπτωση αφορά κυρίως σε νέα Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια καθώς και στην αναμενόμενη επιδείνωση του λόγου των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (DTC) προς το σύνολο των εποπτικών κεφαλαίων.
Νέα Μη-Εξυπηρετούμενα Δάνεια
Σε ένα μήνα περίπου συμπληρώνεται ένα έτος από την έναρξη της πανδημίας ενώ διανύεται ήδη το τρίτο lockdown. Η μείωση του Α.Ε.Π. εκτιμάται ότι ήταν 10% για το 2020, ενώ φαίνεται προς το παρόν ανάκαμψη μόνο από το δεύτερο τρίμηνο του τρέχοντος έτους. Η επίπτωση στους κλάδους της οικονομικής δραστηριότητας είναι ασύμμετρη, με κάποιους, όπως ο τουρισμός, το εμπόριο, οι μεταφορές, κλπ. να πλήττονται σημαντικά, κάτι το οποίο τεκμαίρεται και από το υψηλό ποσοστό των ενήμερων πιστούχων που βρέθηκαν σε καθεστώς moratorium στους κλάδους αυτούς.
Από τους πρώτους μήνες της πανδημίας, η Τράπεζα της Ελλάδος δημοσιοποίησε τις προβλέψεις της για 8-10 δις ευρώ νέα ΜΕΔ το 2021. Οι υπολογισμοί αυτοί βασίζονται σε μακροοικονομικά υποδείγματα της ΤτΕ και σχετίζονται με την έως τώρα πορεία των ΜΕΔ σε αντίστοιχες περιπτώσεις απότομης χειροτέρευσης των μακροοικονομικών μεγεθών. Ανάλογο ποσό νέων ΜΕΔ για το 2021 (συγκεκριμένα 8 δις) έχουν προβλέψει στα επιχειρησιακά τους πλάνα οι τέσσερις συστημικές τράπεζες, ενώ σε λίγους μήνες αναμένονται και τα αποτελέσματα της άσκησης Stress Test που διενεργεί η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (EBA) και ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (SSM), στην οποία συμμετέχουν και οι τέσσερις συστημικές ελληνικές τράπεζες.
Φυσικά, κανένα μακροοικονομικό υπόδειγμα πρόβλεψης δεν μπορεί να ενσωματώσει την επίπτωση από παράγοντες όπως τα moratoria, τα ευεργετικά μέτρα στήριξης που έχει πάρει η κυβέρνηση και τα προϊόντα ρύθμισης που παρέχουν οι ίδιες οι τράπεζες. Και προφανώς ευχή είναι τα μέτρα αυτά να επιτύχουν τη μέγιστη δυνατή ανάσχεση των νέων ΜΕΔ. Ουδείς θέλει να δει χειροτέρευση της ποιότητας του ενεργητικού των τραπεζών αλλά από την άλλη όμως ούτε και μετάθεση της εμφάνισης του προβλήματος στο μέλλον.
Για το λόγο αυτό, ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (SSM) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας με επιστολή του προς τα συστημικά πιστωτικά ιδρύματα της Ευρωζώνης1 ανέδειξε τη σημασία της παροχής κατάλληλων λύσεων ρύθμισης σε πιστούχους που αντιμετωπίζουν προσωρινές δυσκολίες προκειμένου να ανταπεξέλθουν στην πληρωμή των δανειακών τους υποχρεώσεων λόγω της πανδημίας (ιδίως σε αυτούς που βγαίνουν από καθεστώς moratorium). Οι ελληνικές τράπεζες ήδη έχουν ξεκινήσει και παρέχουν λύσεις ρύθμισης για αυτούς τους πιστούχους. Επίσης, αξίζει να αναφερθεί ότι ο SSM έχει επισημαίνει στα πιστωτικά ιδρύματα τη σημασία του να έχουν θεσπίσει κατάλληλους μηχανισμούς ώστε να διαχωρίζουν τους ‘βιώσιμους’ από τους ‘μη βιώσιμους’ πιστούχους, καθώς και να αποτυπώνουν ορθά τους κινδύνους που αναλαμβάνουν στις οικονομικές τους καταστάσεις. Ανάλογη επιστολή έχει αποστείλει και η Τράπεζα της Ελλάδος προς τα μη-συστημικά πιστωτικά ιδρύματα.
Θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι οι ευνοϊκές ρυθμίσεις πράξεων νομισματικής πολιτικής και εποπτείας, που βρίσκονται σε εφαρμογή εδώ και ένα έτος, δεν πρόκειται να διατηρηθούν για πάντα. Είναι κατά συνέπεια αναγκαίο να χαραχθεί μία ολοκληρωμένη στρατηγική για την επόμενη μέρα ώστε η ελληνική οικονομία γενικότερα και οι τράπεζες ειδικότερα να μπορούν να λειτουργούν χωρίς προβλήματα σε καθεστώς υψηλότερων επιτοκίων και δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας που δεν θα έχουν την εποπτική ανοχή που έχουν σήμερα λόγω πανδημίας.
Πριν αναλύσω την πρόταση που έχει καταθέσει η Τράπεζα της Ελλάδος για τη δημιουργία μιας Εταιρίας Διαχείρισης Ενεργητικού, θα ήθελα να κάνω ορισμένες παρατηρήσεις αναφορικά με την έως τώρα πορεία μείωσης των υφιστάμενων ΜΕΔ που αποτελούν κληρονομιά (legacy) της προηγούμενης κρίσης:
Έχει υπάρξει σημαντική πρόοδος στη μείωση των ΜΕΔ.
Όμως, όπως ανέφερα και στην αρχή της ομιλίας μου, ο Δείκτης ΜΕΔ παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα, πολλαπλάσια αυτού του μέσου όρου της ΕΕ. Έχει μειωθεί μόλις 10 ποσοστιαίες μονάδες περίπου εντός της τελευταίας 5ετίας, ενώ ο δείκτης ΜΕΔ βρίσκεται στα επίπεδα του Ιουνίου του 2013. Δηλαδή σχεδόν για μία δεκαετία δεν έχει υπάρξει αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος, με σοβαρές επιπτώσεις στην ικανότητα του τραπεζικού συστήματος να χρηματοδοτήσει την πραγματική οικονομία.
Η μείωση των ΜΕΔ που έχει επιτευχθεί από το 2016 μέχρι σήμερα προήλθε σχεδόν εξ’ ολοκλήρου από διαγραφές και πωλήσεις δανείων, χωρίς να έχει υπάρξει έως σήμερα ουσιαστική εξυγίανση του ιδιωτικού χρέους στη χώρα, το οποίο συνεχίζει να παραμένει σημαντικός περιοριστικός παράγοντας για την ανάπτυξη.
Σημαντική αναμένεται να είναι η συνεισφορά της εφαρμογής του σχεδίου «Ηρακλής», που εκτιμάται ότι θα βοηθήσει στη μείωση των ΜΕΔ κατά περίπου 30 δις.
Συγκεκριμένα, από το Δεκέμβριο 2019 που ψηφίστηκε ο Νόμος 4649/2019 του «Ηρακλή» έως σήμερα έχει ήδη ολοκληρωθεί μία τιτλοποίηση ύψους €7,4 δις από μία συστημική τράπεζα, την Eurobank, για την οποία στις αρχές Φεβρουαρίου 2021 τέθηκε σε ισχύ η εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου.
Αναμένεται επίσης η ολοκλήρωση των συναλλαγών των άλλων 3 συστημικών τραπεζών και της παροχής της εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα.
Με την ολοκλήρωση του εν λόγω προγράμματος εντός του 2021, εκτιμάται ότι ο λόγος των ΜΕΔ ως ποσοστό των συνολικών δανείων θα υποχωρήσει περίπου στο 25% και ο μέσος δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας χαμηλότερα από 14%. Σε αυτούς τους δείκτες δεν περιλαμβάνονται τα νέα ΜΕΔ.
Μία ενδεχόμενη παράταση του προγράμματος Ηρακλής πέραν του πρώτου σταδίου, είναι κατά την άποψή μου, σκόπιμο να αξιολογηθεί υπό το πρίσμα των εκτιμώμενων δημοσιονομικών επιπτώσεων (λόγω της πρόσθετης παροχής κρατικών εγγυήσεων και της ενδεχόμενης ενεργοποίησης της νομοθεσίας για την αναβαλλόμενη φορολογία) καθώς και από τη δυνατότητα των ελληνικών τραπεζών να εγγράψουν εμπροσθοβαρώς ζημίες που θα περιορίσουν περαιτέρω τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας.
Η πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη σύσταση Εταιρείας Διαχείρισης Ενεργητικού (AMC)
- Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει προτείνει στην Κυβέρνηση τη σύσταση Εταιρείας Διαχείρισης Ενεργητικού (AMC) στην οποία θα μεταβιβαστούν ΜΕΔ στην καθαρή λογιστική τους αξία, τα οποία στη συνέχεια θα τιτλοποιηθούν σε όρους αγοράς.
- Το ελληνικό δημόσιο θα προσφέρει την εγγύησή του ώστε να καλυφθεί η διαφορά μεταξύ της αξίας μεταβίβασης και της εκτιμώμενης αγοραίας αξίας.
- Το κόστος της συναλλαγής θα το επωμιστούν σε βάθος χρόνου οι τράπεζες, όχι το δημόσιο και ο έλληνας φορολογούμενος. Για την παροχή της εγγύησης, το κράτος θα εισπράξει προμήθεια από τις τράπεζες, οι οποίες επιπρόσθετα θα καταβάλουν ειδικό φόρο (πλέον της φορολογίας εισοδήματος), ουσιαστικά μία αμοιβή εισόδου στο σχήμα (entry fee) σε βάθος πενταετίας.
- Η εν λόγω φορολογία, θα καταβάλλεται σε μετρητά και σε αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση.
- Το ελληνικό δημόσιο θα διατηρήσει το δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη από υψηλότερες του αναμενομένου ανακτήσεις δανείων, μέσω διακράτησης του μεγαλύτερου μέρους των τίτλων κατώτερης διαβάθμισης (super junior).
- Η μεταβίβαση ΜΕΔ στην καθαρή λογιστική τους αξία στην εταιρεία διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού παρέχει κίνητρα στις τράπεζες που έχουν υψηλότερους δείκτες κάλυψης ΜΕΔ με προβλέψεις.
- Παράλληλα η διενέργεια τιτλοποιήσεων, σε πραγματικούς όρους αγοράς, αναμένεται ότι θα αυξήσει τη ρευστότητα των τραπεζών, θα ενισχύσει σημαντικά την οργανική τους κερδοφορία και, κυρίως, θα βελτιώσει την ποιότητα των εποπτικών τους κεφαλαίων.
- Η προτεινόμενη εταιρεία διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού δεν θα λειτουργεί ως εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις (servicer), αλλά θα αξιοποιήσει τις ήδη υπάρχουσες εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις (servicers) ώστε να προκύψει ένα σχήμα λιτό, απόλυτα λειτουργικό και χωρίς ιδιαίτερες πολυπλοκότητες ως προς τη σύσταση και λειτουργία του.
- Ένα κεντρικό σύστημα διαχείρισης ΜΕΔ όπως αυτό προτείνεται από την ΤτΕ, επιτυγχάνει συντονισμό και διαφάνεια στο συνολικό πλαίσιο αξιοποίησης σημαντικού παραγωγικού δυναμικού. Στόχος δεν πρέπει να είναι μόνο η μείωση των δεικτών ΜΕΔ των τραπεζών, αλλά και η εξυγίανση του ιδιωτικού χρέους συνολικά.
Για την επεξεργασία της πρότασης, η ΤτΕ συνεργάστηκε με 3 συμβουλευτικές εταιρείες διεθνούς εμβέλειας και έχει διασφαλίσει ότι η πρόταση είναι άρτια σε σχέση με ζητήματα λογιστικής και εποπτικής από-αναγνώρισης αλλά και θεμάτων κρατικής βοήθειας (State Aid).
Η πρόταση της ΤτΕ έχει παρουσιαστεί στους θεσμούς αλλά και σε σημαντικό αριθμό παραγόντων της αγοράς με ιδιαίτερα θετική ανταπόκριση.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να σημειώσω ότι η σύσταση Εταιρείας Διαχείρισης Ενεργητικού έχει αποδειχθεί αποτελεσματική λύση σε χώρες όπου την εφάρμοσαν στο παρελθόν. Ταυτόχρονα, όπως φαίνεται στην πρόσφατη ανακοίνωση που δημοσίευσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις 16 Δεκεμβρίου 2020, η σύσταση Εταιρείας Διαχείρισης Ενεργητικού (είτε σε εθνικό είτε σε ευρωπαϊκό επίπεδο) είναι μια πρόταση πολιτικής υπέρ της οποίας τάσσονται οι ευρωπαϊκές αρχές και η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε γρήγορη εξυγίανση των δανειακών χαρτοφυλακίων των τραπεζών.
Ποιοι όμως είναι οι λόγοι που υπαγορεύουν την υιοθέτηση της πρότασης της ΤτΕ;
- Πρώτον, επειδή το πρόβλημα των ΜΕΔ πρέπει να λυθεί αμέσως.
- Δεύτερον, επειδή είναι απαραίτητη μια συστημική λύση η οποία θα λειτουργήσει συμπληρωματικά της υφιστάμενης, με δεδομένο ότι μετά την ολοκλήρωση των συναλλαγών που είναι προγραμματισμένες με τον Ηρακλή, το πρώτο ήμισυ του 2021, θα συνεχίσουν να υφίστανται ΜΕΔ ύψους περίπου 40 με 45 δις αναλόγως των εκτιμήσεων για τα νέα ΜΕΔ λόγω της πανδημίας.
- Τρίτον, στην πρόταση της ΤτΕ, το κόστος εξυγίανσης των ισολογισμών των τραπεζών επωμίζονται σε βάθος χρόνου οι ίδιες οι τράπεζες και όχι ο φορολογούμενος. Οι τράπεζες θα επωμιστούν τελικά το κόστος της εφαρμογής μιας λύσης που βασίζεται στην αγορά.
Ωστόσο, οι τράπεζες μπορούν να επωφεληθούν από την εισαγωγή ενός μηχανισμού σταδιακής αναγνώρισης των ζημιών που καθιστά δυνατή την ενίσχυση της κεφαλαιακής τους επάρκειας σε βάθος χρόνου.
αποφεύγεται η απίσχναση των υφιστάμενων μετόχων λόγω της μετατροπής της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης (DTC) για την απορρόφηση ζημιών.
Ενισχύεται η ρευστότητα και κυρίως η αποδοτικότητα των τραπεζών σε διατηρήσιμη βάση.
Τέταρτον και σημαντικότερο, η πρόταση της ΤτΕ επιλύει πέραν των ΜΕΔ και το πρόβλημα του υψηλού ποσοστού της Αναβαλλόμενης Φορολογικής Απαίτησης στα κεφάλαια των πιστωτικών ιδρυμάτων. Αυτό είναι πολύ σημαντικό διότι:
Όπως ήδη αναφέρθηκε, η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση (DTC) αποτελεί βάσει νόμου αμετάκλητη απαίτηση των τραπεζών έναντι του ελληνικού δημοσίου η οποία συμψηφίζεται είτε με κέρδη είτε με ζημίες. Όταν οι τράπεζες εμφανίσουν κέρδη συμψηφίζουν DTC με φορολογία εισοδήματος. Όταν εμφανίζουν ζημίες, συμψηφίζουν DTC με αύξηση μετοχικού κεφαλαίου υπέρ του ελληνικού δημοσίου.
Τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία δεν αποτελούν ελληνικό νεωτερισμό. Έχουν νομοθετικά διαμορφωθεί στην Ελλάδα και άλλες χώρες της ΕΕ, λόγω των όρων & προϋποθέσεων του ευρωπαϊκού κανονισμού για την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών (CRR). Η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση αναγνωρίζεται στα εποπτικά ίδια κεφάλαια των πιστωτικών ιδρυμάτων εφόσον ο συμψηφισμός είναι αυτόματος και υποχρεωτικός βάσει νόμου. Εάν αυτό δεν συμβαίνει τότε τα εν λόγω ποσά πρέπει να αφαιρεθούν από τα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών με ιδιαίτερα αρνητικές και οδυνηρές συνέπειες.
Η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση θα καταβληθεί από τον Έλληνα φορολογούμενο είτε μέσω της ενεργοποίησης του νόμου και καταβολής μετρητών σε περίπτωση ζημιών είτε μέσω της απώλειας φορολογικών εσόδων σε βάθος χρόνου.
Εδώ και έξι χρόνια οι τράπεζες έχουν άνω του 50% των εποπτικών τους κεφαλαίων σε αποθεματικά που ΔΕΝ έχουν καταβληθεί. Αυτός είναι επί της ουσίας και ο λόγος για τον οποίο η κεφαλαιακή βάση των τραπεζών θεωρείται από τις αγορές κεφαλαίου ως χαμηλότερης ποιότητας σε σχέση με το κανονικό.
Παράλληλα, το ενδεχόμενο συμψηφισμού της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης μέσω ζημιών (δηλαδή αύξησης μετοχικού κεφαλαίου υπέρ του ελληνικού δημοσίου και συνεπακόλουθης δραστικής μείωσης- απίσχνασης- dilution- του ποσοστού υφισταμένων μετόχων) αποτελεί αντικίνητρο για πολλούς επενδυτές προκειμένου να αξιολογήσουν θετικά τη συμμετοχή τους στο μετοχικό κεφάλαιο των ελληνικών τραπεζών.
Αναγνωρίζοντας τη σοβαρότητα του προβλήματος των ΜΕΔ αλλά και της υφιστάμενης διάρθρωσης των ιδίων κεφαλαίων λόγω της παρουσίας υψηλού ποσοστού αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης, η ΤτΕ είχε καθήκον ως ανεξάρτητος θεσμός να φέρει στο τραπέζι μία πρόταση η οποία θα είναι βέλτιστη για τον Έλληνα φορολογούμενο και την εθνική οικονομία. Και έτσι έπραξε.
Οι τράπεζες αντιμετωπίζουν σημαντικές προκλήσεις, με σημαντικότερες τον μεγάλο όγκο των ΜΕΔ και το υψηλό ποσοστό της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης στα συνολικά κεφάλαιά τους..
Εν μέσω αυτών των προκλήσεων, το τραπεζικό σύστημα, έχει να επιτελέσει ένα σημαντικό ρόλο στην προσπάθεια ανάκαμψης της οικονομίας μετά την πανδημία, στην αποτελεσματική κατανομή των παραγωγικών πόρων και στη διαμόρφωση ενός νέου παραγωγικού προτύπου που θα βασίζεται στην εξωστρέφεια και την καινοτομία.
Ο ρόλος αυτός γίνεται πιο σημαντικός σε μία μικρή και ανοικτή οικονομία, όπως η ελληνική, όπου η ραχοκοκαλιά της είναι οι μικρομεσαίες και οι πολύ μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες στηρίζονται σχεδόν εξολοκλήρου στο τραπεζικό σύστημα προκειμένου να αντλήσουν τα απαιτούμενα κεφάλαια για τη λειτουργία τους και τη διενέργεια νέων επενδύσεων. Με άλλα λόγια, η ελληνική οικονομία εξαρτάται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από τις τράπεζες της σε σχέση με την ευρωπαϊκή οικονομία.
Η επίλυση του προβλήματος των ΜΕΔ θα έχει ευεργετικές επιπτώσεις στη φερεγγυότητα και την κερδοφορία των πιστωτικών ιδρυμάτων, αλλά και τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσουν επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Θα βελτιώσει την επενδυσιμότητα των τραπεζών και την ικανότητά τους να αντλήσουν κεφάλαια από τις αγορές. Θα επιτρέψει στις τράπεζες να επικεντρωθούν στις κύριες τραπεζικές εργασίες. Θα βελτιώσει ακόμα και το αξιόχρεο της χώρας, δεδομένου ότι η ευρωστία του εγχώριου τραπεζικού συστήματος αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την φερεγγυότητα και την πιστοληπτική διαβάθμιση του κράτους. Στην ουσία, θα ξεκλειδώσει έναν ενάρετο κύκλο για την ελληνική οικονομία.
Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει αναγνωρίσει εδώ και αρκετό καιρό την αναγκαιότητα δραστικής επίλυσης του προβλήματος των ΜΕΔ. Στο πλαίσιο αυτό, έχει καταθέσει στην κυβέρνηση μία ολιστική και πλήρως τεκμηριωμένη πρόταση εμπροσθοβαρούς αντιμετώπισης του προβλήματος των ΜΕΔ που επιλύει ταυτόχρονα και το θέμα του υψηλού ποσοστού της Αναβαλλόμενης Φορολογικής Απαίτησης στα κεφάλαια των πιστωτικών ιδρυμάτων, μέσω της σύστασης μιας Εταιρείας Διαχείρισης Ενεργητικού.
Ο θεσμικός ρόλος της ΤτΕ στο συγκεκριμένο ζήτημα τελειώνει εδώ. Η ΤτΕ με τη συγκεκριμένη πρότασή της, αποβλέπει στο μέγιστο δυνατό όφελος της εθνικής οικονομίας και τη διατήρηση χρηματοπιστωτικής ευστάθειας. Το ελληνικό δημόσιο, με βάση αναλύσεις κόστους – οφέλους που οφείλει, κατά την άποψή μου, να κάνει για την επίπτωση της κάθε πρότασης στα δημοσιονομικά μεγέθη και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, θα λάβει τις αποφάσεις του για την επιλογή της ιδανικότερης συστημικής λύσης. Ανεξαρτήτως επιλογής η ΤτΕ θα συνεχίσει να είναι αρωγός των προσπαθειών για τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
Διαβάστε ακόμη
Ο δημοσιογράφος με την 300άρα, το νέο αφεντικό του ΤΧΣ και τα ξενοδοχεία που αλλάζουν χέρια
Πατρίκ Μουράτογλου: Ποιος είναι ο εκατομμυριούχος προπονητής του Τσιτσιπά
Ντιν Μητρόπουλος: Ο Έλληνας «βασιλιάς των εξαγορών» που πέτυχε το χρυσό deal με τη Nestlé