Αντιμέτωποι με το ηλεκτρονικό «σφυρί» θα βρεθούν από αρχές του 2021 και οι ευάλωτοι δανειολήπτες εάν ο διαγωνισμός, που θα «τρέξει» η κυβέρνηση για την ανάδειξη του Φορέα, ο οποίος θα κληθεί να αγοράσει τα ακίνητά τους μετά την πτώχευση και για διάστημα 12 ετών, κηρυχθεί άγονος.
Όπως προκύπτει από την 7η έκθεση για την αξιολόγηση της χώρας σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας, που ανακοινώθηκε χθες, Τετάρτη, από την Κομισιόν, «εάν η διαδικασία υποβολής προσφορών δεν είναι επιτυχής, αυτό δεν θα εμποδίζει την απρόσκοπτη εφαρμογή της διαδικασίας πτώχευσης», γεγονός που μεταφράζεται ως απελευθέρωση των πλειστηριασμών ακόμη και για νοικοκυριά, τα οποία ανήκουν στην κατηγορία των ευάλωτων.
Μολονότι κυβερνητικές πηγές σπεύδουν να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις, υπογραμμίζοντας πως το ενδιαφέρον από πλευράς, τόσο εγχώριων, όσο και ξένων «παικτών» είναι ιδιαίτερα θερμό, στελέχη της αγοράς μεταφέρουν στο ΝΜ μία ελαφρώς διαφοροποιημένη εικόνα.
Ότι, δηλαδή, η κυβέρνηση μάλλον θα δυσκολευτεί να βρει ιδιωτικά κεφάλαια για τη σύσταση του Φορέα, γεγονός, που θα απαιτήσει την ανάληψη επιπλέον πρωτοβουλιών από πλευράς της.
«Η βασική ανησυχία των επενδυτών εντοπίζεται στην απόδοση, που το οικονομικό επιτελείο υπολογίζει σε πέριξ του 5%. Δεδομένου, ωστόσο, ότι για να επιτευχθεί το εν λόγω ποσοστό, τότε τα ενοίκια, που θα πρέπει να καταβάλει ο δανειολήπτες, θα πρέπει να είναι σημαντικά υψηλότερα», σχολιάζουν χαρακτηριστικά και προσθέτουν: «Στο πλαίσιο αυτό, οι επενδυτές θα μπορούσαν να ζητήσουν και η κυβέρνηση να το εξετάσει να δοθεί κάποιας μορφής κρατικής εγγύησης». Σύμφωνα με την Κομισιόν, «ο οργανισμός μπορεί να επωφεληθεί από κρατική εγγύηση για την υποστήριξη της πρόσβασής του στη χρηματοδότηση, εάν κριθεί απαραίτητο», με κυβερνητικές πηγές να σχολιάζουν πως αυτό θα μπορούσε να αφορά στην εγγύηση ομολόγου.
Ναι μεν, αλλά από την Κομισιόν για τον νέο πτωχευτικό Νόμο
Ως εξαιρετικά ικανοποιητικό, που περιέχει όλα τα απαραίτητα στοιχεία ενός σύγχρονου πλαισίου αφερεγγυότητας, χαρακτηρίζει η Κομισιόν τον νέο Πτωχευτικό Νόμο, προσθέτοντας, ωστόσο, πως παραμένουν πολλές ανησυχίες, οι οποίες θα πρέπει να αντιμετωπιστούν, όπως η διασφάλιση της βιωσιμότητας των εξωδικαστικών συμφωνιών αναδιάρθρωσης.
«Πρέπει να διατηρηθεί μία ισορροπία ως προς την επιδότηση του χρέους για φυσικά πρόσωπα, ώστε αφενός, να μην ενθαρρυνθούν οι αθετήσεις πληρωμών και αφετέρου να αποφευχθεί μία αρνητική επίδραση στο νέο δανεισμό», σημειώνει χαρακτηριστικά και συνεχίζει: «Τέλος, τα δύο σχήματα προστασίας της πρώτης κατοικίας, δηλαδή η επιδότηση των δανειοληπτών στο στάδιο πριν από την πτώχευση και η εισαγωγή του Φορέα επαναμίσθωσης, θα πρέπει να λειτουργούν σε συνάρτηση με τον στόχο της ενίσχυσης της κουλτούρας πληρωμών. Ως εκ τούτου, μία τακτική αξιολόγηση του αντίκτυπου των αλλαγών μετά την εφαρμογή του Νόμου θα ήταν το κλειδί, επίσης και για την παρακολούθηση των δημοσιονομικών επιπτώσεων».
Στο μεταξύ, όπως προκύπτει από την επιστολή – απάντηση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), κ. Γιάννη Στουρνάρα, στην Ελληνική Ένωση Τραπεζών (ΕΕΤ), που δημοσίευσε χθες το ΝΜ, έχει επέλθει ουσιώδης περαιτέρω μείωση της περιμέτρου των ενήμερων οφειλετών, που μπορούν να υπαχθούν στον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών», ενώ και στην περίπτωση της επιδότησης για την πρώτη κατοικία εισήχθη το κριτήριο της σημαντικής μείωσης του εισοδήματος (income event). Υπενθυμίζεται πως, με βάση τον Νόμο, προϋπόθεση, για να υποβάλλει κάποιος αίτηση στον εξωδικαστικό είναι η συνολική του οφειλή να υπερβαίνει τις 10.000 ευρώ και να μην υπάρχει συγκέντρωση του χρέους σε ποσοστό μεγαλύτερο του 90% σε έναν μόνο πιστωτή.
«Εύσημα» για τα κρατικά προγράμματα
«Οι προσπάθειες των αρχών να διατηρήσουν την πρόσβαση στη χρηματοδότηση κατά τη διάρκεια της κρίσης του ιού για τις πληγείσες επιχειρήσεις, αρχίζουν να αποδίδουν καρπούς και αναμένεται να μετριάσουν τις επιπτώσεις στο εταιρικό χρέος εφέτος». Αυτό υπογραμμίζει στην έκθεσή της η Κομισιόν, κάνοντας ειδική αναφορά στα δύο προγράμματα που εφαρμόστηκαν από την Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα, δηλαδή το Εγγυοδοτικό και το ΤΕΠΙΧ ΙΙ.
Πιο αναλυτικά, το σύστημα εγγύησης αποτελείται από δύο δόσεις εγγυήσεων ενός δισ. ευρώ η καθεμία, με στόχο τη μόχλευση δανείων, ύψους επτά δισ. ευρώ. Μέχρι τις αρχές Ιουλίου, είχαν εγκριθεί δάνεια, 3,1 δισ. ευρώ στο πλαίσιο της πρώτης δόσης, που αντιστοιχούσαν σε 4.406 μικρά και μεσαία επιχειρηματικά δάνεια (1,3 δισ. ευρώ) και 270 μεγάλα εταιρικά δάνεια (1,8 δισ. ευρώ).
Το TEΠIX II κατάφερε επίσης να προσελκύσει τη ζήτηση μέσω ενός νέου υποπροϊόντος (που στοχεύει στην παροχή υποστήριξης σε εταιρείες που έχουν πληγεί από το ξέσπασμα του κορωνοϊού) προσφέροντας περίοδο χάριτος δύο ετών, που χρηματοδοτείται από κοινού από τις εμπορικές τράπεζες και ένα διευρυμένο συνολικό κονδύλι 838 εκατ. ευρώ από την ΕΑΤ.
Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, το σύστημα κινητοποίησε 12.783 δάνεια, αξίας 1,8 δισ. ευρώ (εκ των οποίων 1,4 δισ. ευρώ συνδέεται με το νέο υποπροϊόν) και επεκτάθηκε πρόσφατα κατά 180 εκατ. ευρώ, με στόχο την αξιοποίηση άλλων 800 εκατ. ευρώ νέων δανείων, για την κάλυψη της ζήτησης που υπερβαίνει το αρχικό κονδύλι.
«Και τα δύο προγράμματα προσέλκυσαν μεγαλύτερο αριθμό αιτήσεων από τον διαθέσιμο προϋπολογισμό, γεγονός που δείχνει την ύπαρξη ισχυρής ζήτησης. Ωστόσο, οι αρχές αξιολογούν την επάρκεια των υπαρχόντων συστημάτων σε συνεχή βάση, όπως φαίνεται από την επέκταση του συστήματος TEΠIX II», καταλήγει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.