Από το μικροσκόπιο της ΕΕ περνούν οι μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης στον ενεργειακό τομέα με την Κομισιόν να βγάζει πράσινες αλλά και κίτρινες κάρτες στην 4η έκθεση ενισχυμένης εποπτείας που δημοσιοποιήθηκε χθες.
Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις των Βρυξελλών, η χώρα παραβίασε την συμφωνία για την πρόσβαση τρίτων στο λιγνίτη, στοιχείο που προσμετράτε στα «φάουλ» της απελθούσας κυβέρνησης με την παταγώδη αποτυχία της αποεπένδυσης σε Φλώρινα και Μεγαλόπολη.
Δεσμεύει όμως και την υπάρχουσα η οποία καλείται να λάβει πρόσθετα μέτρα από αρχές του 2020 και μέχρι το κλείσιμο των λιγνιτικών μονάδων. Όπως αναφέρεται στην έκθεση, η αγορά ανοίγει με τον ανταγωνισμό να αυξάνει το μερίδιό του στην λιανική και τη χονδρική ρεύματος. Ωστόσο η ΔΕΗ συνεχίζει να κρατά τα σκήπτρα στην αγορά με μερίδιο 70%. Σχολιάζοντας τη βούληση της κυβέρνησης για πλήρη απολιγνιτοποίηση, η Κομισιόν χαρακτηρίζει ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός. Ωστόσο δεν παύει να θεωρεί φιλόδοξο σχέδιο, το οποίο χρειάζεται ισχυρή πολιτική δέσμευση και σαφήνεια για να υλοποιηθεί.
Αποστάσεις τηρεί η Κομισιόν και ως προς τις δεσμεύσεις για την εφαρμογή του Target Model, που όπως υπογραμμίζεται βάσει του αρχικού σχεδιασμού έπρεπε να λειτουργεί από τα μέσα του 2019 και έχει μετατεθεί για τον Ιούνιο του 2020. Φαίνεται ότι οι κεραίες των Βρυξελλών έχουν πιάσει τα… σήματα για νέες καθυστερήσεις με κάποιους να προδιαγράφουν έναρξη της αγοράς-στόχου από τον επόμενο Σεπτέμβριο. Ούτε όμως για τον ενδιάμεσο μηχανισμό (μετά τις δημοπρασίες ΝΟΜΕ και την εφαρμογή του Target Model) υπάρχει αισιοδοξία ότι θα επιτευχθεί το χρονοδιάγραμμα για εφαρμογή δημοπρασιών προθεσμιακών προϊόντων τον Φεβρουάριο.
Όσοι παρακολουθούν από κοντά τις εξελίξεις θεωρούν πιο εφικτό στόχο την εφαρμογή τους από τον επόμενο Απρίλιο. Φαίνεται ότι η ΕΕ δεν έχει πειστεί ούτε από το φόβητρο της εφαρμογής ενός συστήματος παρακολούθησης που θα επιβάλλει πρόστιμα στους αρμόδιους φορείς (χρηματιστήριο ενέργειας, ΑΔΜΗΕ) που θα καθυστερούν την υλοποίησή του.
Για την έναρξη δημοπρασιών προθεσμιακών προϊόντων τον Φεβρουάριο – ως αντιπρόταση της κυβέρνησης για την κατάργηση των δημοπρασιών ενέργειας (ΝΟΜΕ) – η Κομισιόν ζητά παρακολούθηση ώστε η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ) να μπορεί να παρέμβει σε περίπτωση κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης. Κύκλοι του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας σχολιάζοντας χθες την έκθεση ανέφεραν ότι συνιστά πολύ θετική εξέλιξη. «Αναγνωρίζει τις μεταρρυθμιστικές προτεραιότητες της ελληνικής κυβέρνησης. Αποδέχεται ότι περαιτέρω πρωτοβουλίες θα αναληφθούν τον Ιανουάριο όταν θα έχει εγκριθεί το νέο επιχειρηματικό σχέδιο της ΔΕΗ, αλλά και το αναθεωρημένο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ)». Όπως αναφέρουν , η κυβέρνηση θα συνεργαστεί με την Επιτροπή για να εξασφαλίσει μια συνολική συμφωνία για το Target Model, τον Μεταβατικό Μηχανισμό Αποζημίωσης Ευελιξίας, τον Μηχανισμό Διακοψιμότητας, τις επιπτώσεις της απολιγνιτοποίησης στη χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και τον Μόνιμο Μηχανισμό Αποζημίωσης Επάρκειας Ισχύος.
Σε ότι αφορά τις ΑΠΕ, καταγράφονται ανησυχίες για τη βιωσιμότητα του λογαριασμού ΑΠΕ (ΕΛΑΠΕ), μετά τη μείωση του τέλους των προμηθευτών που τον τροφοδοτούν, ενώ γίνονται αναφορές για τις αδειοδοτήσεις και την ανάγκη αναθεώρησης του ειδικού χωροταξικού πλαισίου για τις ΑΠΕ.
Ιδιωτικοποιήσεις ΔΕΠΑ και ΕΛΠΕ
Στις αποκρατικοποιήσεις η Κομισιόν θεωρεί θετικά τα μηνύματα από το μέτωπο της ΔΕΠΑ, καθώς το νέο σχέδιο περιλαμβάνει την πώληση υψηλότερου μεριδίου. Για τα ΕΛΠΕ, ως αποτέλεσμα του άγονου διαγωνισμού, οι διαδικασίες αναπόφευκτα θα καθυστερήσουν, όπως επισημαίνουν οι συντάκτες της έκθεσης. Το ΤΑΙΠΕΔ έχει λάβει εντολή από την κυβέρνηση για τη διερεύνηση όλων των διαθέσιμων επιλογών για τη συνέχιση της διαδικασίας. Η τελική απόφαση ως προς τη δομή και το χρονοδιάγραμμα έγκειται στις ελληνικές αρχές και, σύμφωνα με την έκθεση, αναμένεται να καθοριστούν έως τα τέλη του έτους.
Σε ό,τι αφορά τον ΔΕΔΔΗΕ, η έκθεση επισημαίνει ότι θα βοηθήσει τόσο την οικονομική της κατάσταση όσο και το άνοιγμα της αγοράς. Κυβερνητικά στελέχη αναφέρουν ότι η πώληση της θυγατρικής της ΔΕΗ είναι στο τραπέζι των συζητήσεων με τους θεσμούς καθώς είναι ένα μέτρο που θα συμβάλλει στο άνοιγα της αγοράς, δίνοντας πρόσβαση των ιδιωτών στα δίκτυα.