Οι δίδυμες κρίσεις που ταλανίζουν τη χώρα δεν κατάφεραν -ευτυχώς- να ανακόψουν τη δυναμική της ελληνικής οικονομίας, με τις πληροφορίες να ανεβάζουν τον ρυθμό ανάπτυξης στο 9% για τη χρονιά που πέρασε και πάνω από 5,5% για το 2022 (μία ποσοστιαία μονάδα πάνω από την αρχική εκτίμηση).
Το θετικό αποτύπωμα του τουρισμού στην οικονομία, η επανεκκίνηση της οικοδομής σε συνδυασμό με την έντονη δραστηριότατα στην κτηματαγορά, η αυξημένη κατανάλωση (όπως αποτυπώνεται στα φορολογικά έσοδα) παρά τη συνεχιζόμενη ακρίβεια, αλλά και το απόθεμα καταθέσεων των νοικοκυριών τροφοδοτούν με καύσιμο το όχημα της οικονομίας για να ξεπεράσει τα εμπόδια από τις ανατιμήσεις στην ενέργεια και τους περιορισμούς της πανδημίας.
Την εικόνα για την πορεία της οικονομίας επιβεβαιώνουν οι εκτιμήσεις θεσμών, τραπεζών και οίκων που ανεβάζουν τον πήχη της ανάπτυξης του 2021 σίγουρα πάνω από το 8,5% (χειμερινές προβλέψεις Ε.Ε.), ίσως όμως και παραπάνω, στο 9,5%. Παράγοντες του υπουργείου Οικονομικών κρατούν χαμηλούς τόνους για την ευχάριστη έκπληξη του ΑΕΠ και δείχνουν με νόημα προς τα επικαιροποιημένα στοιχεία του Προϋπολογισμού για τον Δεκέμβριο, τα οποία αποκάλυψαν «φλέβα» φορολογικών εσόδων 600 εκατ. ευρώ. Οπως λένε οι ίδιες πηγές, οι υπεραποδόσεις των φορολογικών εσόδων δεν είναι συγκυριακού χαρακτήρα, αλλά πατάνε πάνω στις καλύτερες επιδόσεις της οικονομίας, που δίνουν και μεγαλύτερο αέρα στη φετινή χρονιά όπου η εκτίμηση για την ανάπτυξη αναμένεται να αναθεωρηθεί από το 4,5% στο 5,5%.
Πού οφείλεται, λοιπόν, η αισιοδοξία για τη διατήρηση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης; Κορυφαίος παράγοντας αναφέρει τους εξής παράγοντες:
■ Την αύξηση επενδύσεων, βιομηχανικής παραγωγής και εξαγωγών.
■ Το ότι η ανεργία συνεχώς αποκλιμακώνεται, έχοντας συρρικνωθεί πάνω από 3% από το 2019.
■ Τη σύσταση νέων επιχειρήσεων που έχουν ενισχυθεί ποσοτικά, αλλά και ποιοτικά. Το 2021 άνοιξαν περισσότερες επιχειρήσεις και έκλεισαν πολύ λιγότερες.
■ Τις καταθέσεις των πολιτών που αυξήθηκαν κατά 35 δισ. ευρώ την περίοδο 2019-2021.
■ Τις ηλεκτρονικές συναλλαγές, οι οποίες διαρκώς αυξάνονται και εκτιμάται ότι έφτασαν στα 52 δισ. ευρώ στο τέλος του 2021, έναντι 40 δισ. ευρώ το 2019.
Σε όλα αυτά βέβαια υπάρχει και ένας κίνδυνος. Να απαιτηθεί μια νέα, απρόβλεπτη εκτόξευση των δημοσίων δαπανών που έχουν ήδη επιβαρυνθεί. Τα μέτρα του Ιανουαρίου (αναστολές κ.ά.) κόστισαν περίπου 400 εκατ. ευρώ, ενώ έσοδα 350 εκατ. ευρώ θα χαθούν λόγω του μειωμένου ΕΝΦΙΑ. Θα πρέπει δε να προστεθούν μαζί με 60 εκατ. ευρώ, συν τα μέτρα που αποφασίστηκαν για τους αγρότες, συν η νέα επιδότηση ρεύματος κ.λπ.
Τα έσοδα και οι δαπάνες επηρεάζουν το άλλο καυτό μέτωπο της κυβέρνησης που έχει να κάνει με την επιστροφή στη δημοσιονομική εξυγίανση. Το οικονομικό επιτελείο θα πρέπει να κινείται με το σταγονόμετρο στα μέτρα για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων από την ενεργειακή ακρίβεια για να διασφαλιστεί η προσγείωση του ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης στην περιοχή του 1,4% του ΑΕΠ, από 7,2% το 2021.
Το ευχάριστο είναι ότι ο Προϋπολογισμός του 2021 φαίνεται πως έκλεισε με χαμηλότερο κατά 0,5% του ΑΕΠ έλλειμμα (περίπου στο 6,5% του ΑΕΠ, αντί του 7,2% της πρόβλεψης), προσφέροντας καλύτερη βάση εκκίνησης για την επίτευξη του φετινού στόχου (1,4% του ΑΕΠ, κατά ESA). Βοηθάει επίσης και η υψηλότερη των προβλέψεων ανάκαμψη του 2021. Τα περιθώρια, όμως, που προσφέρουν αυτές οι θετικές εξελίξεις είναι πολύ περιορισμένα και επιτρέπουν μόνο πολύ στοχευμένες κινήσεις, που ίσως δεν έχουν και τόσο σημαντικό πολιτικό όφελος.
Εξάλλου μέσα στον επόμενο μήνα θα ξεκαθαρίσει και το δημοσιονομικό πλαίσιο όπου θα μπορεί να κινηθεί η Ελλάδα για το 2022 και το 2023 από την Κομισιόν επισημοποιώντας τον επιπλέον δημοσιονομικό χώρο που θα προκύψει από την ακόμη υψηλότερη ανάπτυξη του 2021 και γνωρίζοντας επίσης και τους στόχους που θα πρέπει να πετύχει φέτος και του χρόνου το υπουργείο Οικονομικών θα επιλέξει ποιο από τα μέτρα θα εφαρμόσει.
Στο τέλος του α’ εξαμήνου αναμένεται, σύμφωνα με αρκετές συγκλίνουσες εκτιμήσεις, μια «αυτόματη» μείωση του πληθωρισμού, αφού πλέον, από το καλοκαίρι, οι υψηλές τιμές του 2022 θα συγκρίνονται πια με τις επίσης αυξημένες τιμές του 2021 και μοιραία η αύξηση των τιμών θα εμφανίζεται μικρότερη.
Για την ώρα, στο υπουργείο Οικονομικών κάνουν τον λογαριασμό! Από τις μέχρι τώρα πληροφορίες προκύπτει πως το μέτρο με τη μικρότερη πιθανότητα να εφαρμοστεί είναι η έκτακτη μείωση των έμμεσων φόρων στα καύσιμα (ΦΠΑ, ΕΦΚ). Πέραν του κινδύνου η μείωση του φόρου να μην περάσει στους καταναλωτές, υπάρχει και το δημοσιονομικό κόστος, διόλου ευκαταφρόνητο. O ειδικός φόρος κατανάλωσης στα καύσιμα αποδίδει 4 δισ. ευρώ στον Προϋπολογισμό και είναι η τρίτη υψηλότερη πηγή εσόδων μετά τον ΦΠΑ (18 δισ. ευρώ) και τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων (11 δισ.). Μια ενδεχόμενη μείωσή του κατά 10%, που θα μεταφραζόταν σε μείωση της τιμής της βενζίνης κατά 8 λεπτά, θα οδηγούσε σε απώλεια εσόδων 400 εκατ. ευρώ. Οσοι αντιτίθενται στο μέτρο αυτό σημειώνουν ότι το όφελος των 8 λεπτών θα εξαφανιστεί εύκολα από μια αύξηση της τιμής του πετρελαίου. Προσθέτουν, επίσης, ότι η τιμή της βενζίνης είναι περίπου στο 1,80-1,90 ευρώ το λίτρο, όσο ήταν και το 2019, άρα δεν είναι τόσο επιτακτική η ανάγκη μείωσής του.
Σε ό,τι αφορά τη μείωση του ΦΠΑ σε ένα καλάθι τροφίμων ευρείας κατανάλωσης, το μέτρο βρίσκεται ακόμη σε φάση επεξεργασίας έτσι ώστε, όποτε αποφασιστεί, να μπορεί να εφαρμοστεί άμεσα. Τα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών δείχνουν ότι τα έσοδα από τον ΦΠΑ στο ψωμί είναι 200 εκατ. ευρώ, στο κρέας 500 εκατ. ευρώ και στα φρούτα 250 εκατ. ευρώ. Αν τα μεταφέρει κανείς στον συντελεστή 6%, από 13% σήμερα, οι απώλειες θα είναι πάνω από 500 εκατ. ευρώ τον χρόνο.
Διαβάστε ακόμη:
Εκτακτο επίδομα Πάσχα: Tι θα καθορίσει τις αποφάσεις και με ποια κριτήρια θα δοθεί