Του Κωστή Πλάντζου
Να αποφύγει «το χειρότερο» προσπαθεί πλέον η κυβέρνηση, μετά και τις πληροφορίες που δημοσιεύονται στον γερμανικό τύπο ότι ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών απέρριψε και τις δύο προτάσεις για το ελληνικό χρέος (παράταση πληρωμών για επιπλέον 15 χρόνια και ελάφρυνση βάση του ρυθμού Ανάπτυξης) κάτι που καθιστά πιο δύσκολη την συμμετοχή του ΔΝΤ.
Ο κίνδυνος είναι, όπως έλεγε πριν τρεις εβδομάδες σε συνέντευξή και ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών, ότι όποτε διαφωνούσαν Γερμανία και ΔΝΤ για το ελληνικό χρέος, η κατάληξη του συμβιβασμού τους ήταν «ότι εμείς παίρναμε δύσκολα κοινωνικά μέτρα και δεν παίρναμε τίποτε για το χρέος, δηλαδή the worst of all worlds, το χειρότερο και από τις δυο πλευρές».
Και ενώ ο χρόνος για τις αποφάσεις περί συμμετοχής του ΔΝΤ ή μη στο ελληνικό πρόγραμμα εξαντλείται, οι Βρυξέλλες δίνουν διορία 20 ημερών στην κυβέρνηση, για να κλείσει τουλάχιστον 50 από τα 88 προαπαιτούμενα που μένουν εκκρεμή.
Στέλεχος των θεσμών, μιλώντας σε δημοσιογράφους εχθές στις Βρυξέλλες, τόνισε πως ως τις 14 Ιουνίου πρέπει η Αθήνα να φέρει σε πέρας τα εκκρεμή προαπαιτούμενα (μόλις δέκα έχουν περατωθεί) έτσι ώστε να υπάρχει αρκετός χρόνος να συντάξει την έκθεση συμμόρφωσης το EuroWorking Group, και να ληφθούν οι απαραίτητες αποφάσεις στο Eurogroup της 21ης Ιουνίου.
Την ίδια ημέρα, στις 14 Ιουνίου, οι θεσμοί θα συντάξουν και μια έκθεση βιωσιμότητας του χρέους (Debt Sustainability Analysis – DSA) για να αποτελέσει την βάση ενός βιώσιμου πακέτου για την Ελλάδα. Αν και ο αξιωματούχος δεν συνέδεσε ευθέως την DSA με την σύναψη ενός προγράμματος της Ελλάδας με το ΔΝΤ, η έκθεση θα στοχεύει να υποστηρίξει το αξιόχρεο της ελληνικής οικονομίας, για να μπορέσει να βγει στις αγορές.
Ο ίδιος ξεκαθάρισε επίσης ότι «δεν θα δοθεί λευκή επιταγή» στην Ελλάδα μετά το Μνημόνιο, την ώρα μάλστα που και η γερμανική οικονομική εφημερίδα Handesblatt σε άρθρο με τίτλο «Η Ελλάδα σε αυστηρή επιτήρηση για δεκαετίες» έλεγε πως ο Έλληνας πρωθυπουργός μιλά για «καθαρή έξοδο» στις 20 Αυγούστου και θέλει να σπάσει τις αλυσίδες, ενώ «όσο περνά ο χρόνος γίνεται όλο και πιο σαφές πως η ολοκλήρωση του προγράμματος δεν σημαίνει και το τέλος των όρων που θέτουν οι δανειστές. Και μετά την εκπνοή του προγράμματος στήριξης η Αθήνα θα παραμείνει σε καθεστώς εποπτείας, όπως προκύπτει από το κείμενο του “Συμπληρωματικού Μνημονίου” της Κομισιόν», αναφέρει η εφημερίδα, καταλήγοντας πως οι έλεγχοι θα συνεχιστούν το νωρίτερο μέχρι το 2050 και η επιτήρηση θα ξεπερνά τα πλαίσια μια κανονικής εποπτείας όπως της Πορτογαλίας, Ιρλανδίας και Κύπρου, «μέχρι η Αθήνα να αποπληρώσει το 75% του χρέους της. Στην περίπτωση της Ελλάδα αυτό σημαίνει ότι οι έλεγχοι θα συνεχιστούν το νωρίτερο μέχρι το 2050».
Σε κίνδυνο και η δόση του 1 δισ. ευρώ
Ο ίδιος αξιωματούχος τόνισε ότι μεγάλο πρόβλημα παραμένει και η μη αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών του δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα. Απομένει ένα δισ. ευρώ ακόμα από τα κονδύλια της τρίτης αξιολόγησης που δεν έχει αποδεσμευθεί και, μετά τις 15 Ιουνίου, η Ελλάδα κινδυνεύει να χάσει τα χρήματα αυτά, αφού θα πρέπει να επιστραφούν στο ταμείο του ESM.
Ο ίδιος αξιωματούχος επεσήμανε πως -στην φάση αυτή τουλάχιστον- το ΔΝΤ δεν πιέζει ώστε τα μέτρα μείωσης του αφορολόγητου, που έχουν θεσπιστεί για το 2020, να επιβληθούν από το 2019. Και αυτό επειδή φαίνεται να επιτυγχάνεται ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα το 2018-2019, όσο και τα επόμενα έτη.
Ωστόσο πολλά θα κριθούν στις 4 Ιουνίου, όταν η Eurostat θα ανακοινώσει τα στοιχεία για την πορεία της Οικονομίας κατά το α΄ τρίμηνο του 2018. Την ίδια ώρα, η άνοδος των τιμών των καυσίμων διεθνώς αλλά και η κατάσταση στην Ιταλία (από την οποία μόνον η Ελλάδα έχει υψηλότερα επιτόκια δανεισμού σε ολόκληρη την ευρωζώνη) εντείνουν τις αμφιβολίες για την βιωσιμότητα των προβλέψεων για την Ανάπτυξη, τα πλεονάσματα και το χρέος.
«Πάγο» έβαλε επίσης ο ευρωπαίος αξιωματούχος και στην επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων, ύποστηρίζοντας πως στο παρελθόν δημιούργησαν μεγάλα προβλήματα καθώς, και πριν το 2009 ακόμα, οδήγησαν σε μεγαλύτερη ανεργία και μικρότερη παραγωγικότητα. Οι θεσμοί εξετάζουν το ενδεχόμενο επιστροφής των συλλογικών διαπραγματεύσεων, με προϋπόθεση όμως πως το νέο σύστημα θα εφαρμοστεί σταδιακά και με βάση τις αντοχές της αγοράς και της οικονομίας.
Στο ίδιο μήκος κύματος, και για τον κατώτατο μισθό ο αξιωματούχος εκτιμά πως σε κάποια φάση θα γίνουν αυξήσεις αλλά δεν είναι ξεκάθαρο το πότε και πόσο.