Στην υποβάθμιση του ελληνικού outlook από θετικό σε σταθερό προχώρησε ο οίκος αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας Standard and Poor’s, διατηρώντας ωστόσο την αξιολόγησή της σε ΒΒ-.
Οι σταθερές προοπτικές αντικατοπτρίζουν την άποψη του αμερικανικού οίκου ότι οι σημαντικοί οικονομικοί πόροι της Ελλάδας αντισταθμίζουν τους κινδύνους για την πιστοληπτική της ικανότητα που απορρέουν από τις οικονομικές και δημοσιονομικές επιπτώσεις της κρίσης του κορωνοϊού.
Ο οίκος θα μπορούσε να υποβαθμίσει τις βαθμολογίες εάν η οικονομική ανάπτυξη είναι σημαντικά ασθενέστερη από ό,τι αναμενόταν, οδηγώντας σε σημαντική απόκλιση από τις τρέχουσες δημοσιονομικές προβλέψεις.
Σε αντίθετο κλίμα, θα εξετάσει μια αναβάθμιση εάν ο αντίκτυπος της πανδημίας στην οικονομική απόδοση της Ελλάδας αποδειχθεί βραχύβιος και αντιστραφεί η τρέχουσα διάβρωση των δημοσιονομικών επιδόσεων λόγω της κρίσης.
Ο Οίκος προβλέπει ότι επί του παρόντος οι επιπτώσεις της πανδημίας στην οικονομική δραστηριότητα θα οδηγήσουν σε απότομη οικονομική ύφεση φέτος, με το ΑΕΠ να συρρικνώνεται κατά περίπου 9%. «Οι οικονομικές μας προβλέψεις είναι ασυνήθιστα αβέβαιες, καθώς εξαρτώνται από την εξέλιξη της πανδημίας» σημειώνει ο S&P.
Ο S&P εκτιμά ότι η ύφεση στην Ελλάδα θα προκληθεί από συρρίκνωση σε όλα τα στοιχεία της συνολικής ζήτησης, δεδομένης της ταυτόχρονης επίδρασης της πανδημίας στην εξωτερική και την εγχώρια ζήτηση. Προβλέπει ότι οι επενδύσεις και οι εξαγωγές θα συρρικνωθούν σημαντικά φέτος, με ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις στον τομέα του τουρισμού.
Τι αναμένει για τα δημοσιονομικά
Η Standard and Poor’s αναμένει έλλειμμα προϋπολογισμού περίπου 7,7% του ΑΕΠ το 2020, σε σύγκριση με πλεόνασμα προϋπολογισμού το 2019, ενώ προβλέπει ότι το χρέος να αυξηθεί προσωρινά το 2020, αλλά η κυβέρνηση αντιμετωπίζει την κρίση COVID-19 με ένα μεγάλο απόθεμα μετρητών και ένα ευρύ φάσμα επιλογών χρηματοδότησης χωρίς να διακυβεύεται η βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών.
Αναμένει έλλειμμα προϋπολογισμού το 2020 περίπου 7,7% του ΑΕΠ, από πλεόνασμα περίπου 1,5% το 2019. Αυτό συνεπάγεται πρωτογενές έλλειμμα σχεδόν 5% του ΑΕΠ, σημαντικά χαμηλότερο από τον προηγούμενο στόχο ενός πλεονασματικού 3,5% που συμφωνήθηκε με επίσημους πιστωτές.
Η απότομη επιδείνωση του ισοζυγίου θα οδηγήσει σε αύξηση του ακαθάριστου χρέους της γενικής κυβέρνησης σε περίπου 197% του ΑΕΠ το 2020 από περίπου 177% το 2019, πριν μειωθεί ξανά το 2021.
Ταυτόχρονα προβλέπει ότι το καθαρό χρέος να αυξηθεί το 2020 σε περίπου 181% του ΑΕΠ από περίπου 157% του ΑΕΠ το 2019, πριν μειωθεί στη συνέχεια. Παρά το μέγεθος του χρέους της Ελλάδας, το κόστος εξυπηρέτησης του ήταν κατά μέσο όρο περίπου 1,5% στο τέλος του έτους 2019, σημαντικά χαμηλότερο από το μέσο κόστος αναχρηματοδότησης για την πλειονότητα των κρατικών κεφαλαίων στην κατηγορία «BB».
Προβλέπει ότι το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας θα διευρυνθεί το 2020 σε περίπου 4,7% του ΑΕΠ, λόγω των χαμηλότερων τουριστικών και άλλων εξαγωγικών εσόδων, ενώ η πτώση των εισαγωγών, συμπεριλαμβανομένης της πτώσης των τιμών του πετρελαίου, θα μετριάσει αυτόν τον αντίκτυπο».
Πώς βλέπει τις Τράπεζες
Σύμφωνα με τον Οίκο, οι ελληνικές τράπεζες έχουν σημειώσει πρόοδο στη μείωση των NPEs, τα οποία στο τέλος του 2019 ανήλθαν σε περίπου 68 δισ. ευρώ (εξαιρουμένων των στοιχείων εκτός ισολογισμού), μειωμένα λίγο περισσότερο από το ένα τρίτο από 107,2 δισεκατομμύρια ευρώ τον Μάρτιο του 2016.
Η S&P βλέπει αντιστροφή στη θετική τάση του νέου σχηματισμού NPE, λόγω κορωνοϊού, ενώ εκτιμά ότι η ρευστότητα στο τραπεζικό σύστημα έχει βελτιωθεί τα τελευταία χρόνια.
Τι δείχνει η επόμενη μέρα
Ο οίκος αξιολόγησης εκτιμά ότι την επόμενη τριετία η ανάπτυξη στη χώρα μας θα ξεπεράσει τον μέσο όρο της ευρωζώνης, ενώ για το 2021 βλέπει ανάκαμψη η οποία θα εξαρτηθεί από τη λήξη της υγειονομικής κρίσης και την αποκατάσταση των τουριστικών ροών.
Επίσης, η ανάπτυξη αναμένεται ισορροπημένη μεταξύ εγχώριας ζήτησης και εξαγωγών. Στο πλαίσιο αυτό, αναμένει υψηλότερη ιδιωτική κατανάλωση εν μέσω αύξησης των ποσοστών απασχόλησης, μετά την υποχώρηση του 2020.
Μετά την υποχώρηση του 2020 λόγω του παγώματος της οικονομικής δραστηριότητας, αναμένεται αύξηση και των επενδύσεων, με έμφαση στις άμεσες ξένες επενδύσεις, καθώς η ελληνική κυβέρνηση εμμένει στο πλάνο ιδιωτικοποιήσεων.