Τις διαθέσεις της για επιπλέον φοροαπαλλαγές και χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής και μετά το 2022, εφόσον υπάρξει συμφωνία για μικρότερα πρωτογενή πλεονάσματα πανευρωπαϊκά, αρχίζει να αποκαλύπτει η κυβέρνηση. Αν και πρώιμη όμως, φρένο στη συζήτηση βάζει από τώρα ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, κύριος Γιάννης Στουρνάρας.
Χθές μόλις, μιλώντας στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Θόδωρος Σκυλακάκης, αναφερόμενος στο Μεσοπρόθεσμο σχέδιο 2022-2025, τόνισε ότι σε αυτό δεν έχουν συμπεριληφθεί οι Κυβερνητικές μεταρρυθμιστικές επιλογές που θα νομοθετηθούν στο μέλλον.
Εξήγησε πως το παρόν Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα 2022-2025 «έχει μία ιδιομορφία, καθώς δεν καταρτίζεται υπό συνθήκες γνώσης των δημοσιονομικών στόχων μετά το 2023. Συνεπώς, δεν μπορούσε εδώ να παρουσιαστεί ο σχεδιασμός μας για τα επόμενα χρόνια, γιατί δεν ξέρουμε τι θα έχουμε ως αποφάσεις μετά το 2023. Και παράλληλα το 2021 και όλο το 2022 δεν μπορούμε να πάρουμε και μέτρα μόνιμα, όσο είμαστε στη ρήτρα της γενικής διαφυγής».
Απαντώντας στην αναφορά του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου του ΣΥΡΙΖΑ Ευκλείδη Τσακαλώτου για το εάν θα επιβληθεί έκτακτος φόρος, ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών απάντησε ρητά πως «όχι δεν σκοπεύουμε να βάλουμε κανέναν έκτακτο φόρο, αλλά ακόμη μαζεύουμε τους τακτικούς φόρους που επέβαλε η προηγούμενη Κυβέρνηση». Και ο εκτίμησε πως «θα πάμε πολύ καλύτερα από προβλέψεις» καθώς «οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν αυτή την φορά είναι αυτοί είναι μιας μεγάλης ανάκαμψης την οποία προβλέπουμε διεθνώς και στην Ελλάδα».
Την ίδια στιγμή όμως, στην επιστολή που συνοδεύει την Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής ην οποία κατέθεσε χθες στη Βουλή, ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, κύριος Γιάννης Στουρνάρας τονίζει πως δεν υπάρχει κανένα περιθώριο χαλάρωσης των μακροπρόθεσμων στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα. Εξηγεί ότι τα μέτρα κατά της πανδημίας (2020-2021) έχουν επιβαρύνει το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ και τις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου. Αν και συνεχίζεται η πτωτική πορεία του δημόσιου χρέους, οι χρηματοδοτικές ανάγκες για την επόμενη δεκαετία διατηρούνται πλέον οριακά στο επίπεδο αναφοράς 15% του ΑΕΠ, με την προϋπόθεση όμως ότι διατηρούνται τα ταμειακά διαθέσιμα σε υψηλό επίπεδο.
Ως εκ τούτου, τονίζει ο κ.Στουρνάρας «εξαλείφεται οποιοδήποτε περιθώριο χαλάρωσης των μακροπρόθεσμων στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα, ενώ αυξάνονται οι κίνδυνοι σε περίπτωση αρνητικών διαταραχών».
Παρότι και η ΤτΕ αναθεωρεί πλέον επί τα βελτίω τις προβλέψεις της για Ανάπτυξη 4,2% φέτος (και 5,3% το 2022 καθώς και επιπλέον 3,9% το 2023) ο κ.Στουρνάρας επισημαίνει και άλλους κινδύνους στην πορεία της ανάκαμψης. Και συγκεκριμένα:
1. Η εξέλιξη της πανδημίας σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο. Παρά το γεγονός ότι το εμβολιαστικό πρόγραμμα εξελίσσεται ομαλά, η εξάπλωση των μεταλλάξεων του κορωνοϊού αποτελεί πηγή αβεβαιότητας.
2. Τυχόν υποτονική τουριστική περίοδο θα καθυστερήσει την επιστροφή στην κανονικότητα.
3. Η άρση των μέτρων στήριξης της οικονομίας σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο θα μπορούσε να οδηγήσει σε πτωχεύσεις ορισμένων επιχειρήσεων, ιδιαίτερα σε κλάδους που έχουν πληγεί από την πανδημία.
4. Αύξηση των πτωχεύσεων μπορεί να οδηγήσει επίσης σε αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) και σε επιδείνωση της αγοράς εργασίας.
5. Ενδεχόμενη καθυστέρηση στην απορρόφηση των πόρων του ευρωπαϊκού Ταμείου ανάκαμψης θα καθυστερήσει και την ανάκαμψη
6. Επανεμφάνιση των δίδυμων ελλειμμάτων και το υψηλό ιδιωτικό και δημόσιο χρέος (καθώς καιτο υψηλό απόθεμα ενδεχόμενων υποχρεώσεων του Δημοσίου λόγω της παροχής εγγυήσεων) καθιστούν περισσότερο ευάλωτη την οικονομία σε μια νέα αρνητική εξωτερική διαταραχή
7. Πρόσθετο κίνδυνο αποτελεί και το ενδεχόμενο τερματισμού των έκτακτων, λόγω πανδημίας, μέτρων νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, πριν ανακτήσουν τα ελληνικά ομόλογα την επενδυτική βαθμίδα.
8. Τυχόν γεωπολιτικές εντάσεις στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου ενδέχεται να οξύνουν την προσφυγική κρίση και να επηρεάσουν το οικονομικό κλίμα και τις επενδύσεις.
Στον αντίποδα, επισημαίνει η ΤτΕ, τυχόν ταχύτερη υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και η πλήρης απορρόφηση και αποτελεσματική αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε μεγαλύτερη αύξηση των επενδύσεων και ταχύτερη οικονομική ανάκαμψη από την προσδοκόμενη.
Διαβάστε ακόμα:
Μετά το «freedom pass» έρχονται ανακοινώσεις για εστίαση και εκδηλώσεις