Να κερδίσει την ενεργό στήριξη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στο ελληνικό αίτημα για μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων και να επισημοποιήσει την πρόθεση της Ελλάδας για νέα πρόωρη αποπληρωμή του ΔΝΤ μέσα στο 2020 επιδιώκει ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης κατά τη σημερινή συνάντησή του με τη Γενική Διευθύντρια του διεθνούς οργανισμού Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα.
Το τετ-α-τετ θα πραγματοποιηθεί στις 6.30 το απόγευμα (ώρα Ελλάδος) στην έδρα του Ταμείου στην Ουάσιγκτον, λίγες ώρες προτού ο κ. Μητσοτάκης μεταβεί στον Λευκό Οίκο για το κρίσιμο ραντεβού με τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ.
Με εφαλτήριο τις θετικές εξελίξεις στην ελληνική οικονομία (μείωση αποδόσεων ομολόγων, βελτίωση οικονομικού κλίματος, επιτυχή ολοκλήρωση της 4ης μεταμνημονιακής αξιολόγησης, έγκριση του σχεδίου «Ηρακλής» για τα κόκκινα δάνεια κ.ά.), την προώθηση των μεταρρυθμίσεων και την πρόωρη αποπληρωμή 2,7 δισ. ευρώ προς το ΔΝΤ στα τέλη Νοεμβρίου, ο κ. Μητσοτάκης αναμένεται να τονίσει στην κ. Γκεοργκίεβα ότι η ελληνική κυβέρνηση θέλει το ΔΝΤ να είναι σύμμαχός της στη μάχη για χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα. Άλλωστε, το Ταμείο έχει επανειλημμένα ταχθεί δημοσίως υπέρ της μείωσης των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα και είναι βέβαιο πως η νέα επικεφαλής του συμφωνεί στο θέμα αυτό με την προκάτοχό της και νυν πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ.
Το ζητούμενο για την ελληνική πλευρά είναι η στήριξη του ΔΝΤ για χαμηλότερους δημοσιονομικούς στόχους να αποτυπωθεί και στην επόμενη ανάλυση βιωσιμότητας χρέους που θα συντάξουν οι τεχνοκράτες του. Η τελευταία έκθεση του Ταμείου για την Ελλάδα στα μέσα Νοεμβρίου είχε προκαλέσει έντονη δυσαρέσκεια όχι μόνο στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, αλλά ακόμα και σε υπηρεσιακά στελέχη του υπουργείου Οικονομικών, καθώς έκλεινε τα μάτια μπροστά στη θεαματική μείωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων και επέμενε σε εξαιρετικά δυσοίωνες προβλέψεις για τη μεσομακροπρόθεσμη πορεία της ελληνικής οικονομίας, κάνοντας λόγο για μεσομακροπρόθεσμη ανάπτυξη μόλις 0,9% και θεωρώντας το χρέος μη βιώσιμο μετά το 2032.
Όλα αυτά προβλέπεται να επανεξεταστούν στην επόμενη αξιολόγηση από τα στελέχη του ΔΝΤ τον Μάιο, καθώς στην 5η μεταμνημονιακή αξιολόγηση από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, η οποία θα ξεκινήσει σε περίπου 10 ημέρες, οι τεχνοκράτες του Ταμείου θα έχουν περιορισμένο ρόλο. Η αξιολόγηση του Μαΐου θα είναι η πρώτη που θα ολοκληρωθεί χωρίς την εποπτεία του Πόουλ Τόμσεν, ο οποίος αποχωρεί τότε από τη θέση του επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Τμήματος του ΔΝΤ λόγω συνταξιοδότησης. Η αλλαγή σκυτάλης εκτιμάται ότι θα λειτουργήσει θετικά για τη χώρα μας, καθώς πολλοί αποδίδουν δυσμενείς για την Ελλάδα θέσεις και προβλέψεις του Ταμείου σε εμμονές του Δανού τεχνοκράτη.
Το δεύτερο βασικό ζήτημα που αναμένεται να θέσει ο πρωθυπουργός στην κ. Γκεοργκίεβα είναι η πρόθεση της Ελλάδας να προχωρήσει σε δεύτερη πρόωρη αποπληρωμή μέρους των δανειακών οφειλών της προς το ΔΝΤ. Μετά τα 2,7 δισ. ευρώ που προεξόφλησε η χώρα μας στα τέλη Νοεμβρίου με την έγκριση των ευρωπαϊκών θεσμών, το χρέος της προς το Ταμείο περιορίστηκε περί τα 5,5 δισ. ευρώ.
Η χρηματοδοτική στρατηγική του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) για τη φετινή χρονιά περιλαμβάνει την προεξόφληση άλλων 2 δισ. ευρώ που λήγουν το 2021 και βαρύνονται με επιτόκιο 1,91%, υπό την προϋπόθεση ότι το μεσοσταθμικό κόστος δανεισμού της Ελλάδας από τις αγορές θα είναι χαμηλότερο από τα επίπεδα αυτά. Όλοι οι αναλυτές και οι διεθνείς οίκοι θεωρούν βέβαιο ότι η προϋπόθεση αυτή θα εκπληρωθεί. Έτσι, θα απομείνουν περίπου 3,5 δισ. ευρώ χρέους προς το ΔΝΤ έως τον Ιούνιο του 2024. Η πρόωρη εξόφληση και αυτού του ποσού είναι εφικτή από οικονομικής πλευράς, αλλά δεν σχεδιάζεται γιατί οι Ευρωπαίοι θέλουν να παραμείνει το Ταμείο σε ρόλο επόπτη της ελληνικής οικονομίας όσο διαρκεί η ενισχυμένη εποπτεία (μέχρι τον Ιούνιο του 2022, υπό τα σημερινά δεδομένα).
Ο περαιτέρω περιορισμός της δανειακής έκθεσης του ΔΝΤ στην Ελλάδα αποτελεί ένα πρόσθετο επιχείρημα που θα χρησιμοποιήσει, σύμφωνα με πληροφορίες, η ελληνική πλευρά, προκειμένου να ζητήσει το κλείσιμο του μόνιμου γραφείου του Ταμείου στην Αθήνα, μιας και η χώρα μας δεν αποτελεί πια «ειδική περίπτωση».