search icon

Οικονομία

ΣΕΒ: Οι καθυστερήσεις στην αξιολόγηση βαθαίνουν την λιτότητα

Οι καθυστερήσεις στην αξιολόγηση ισοδυναμούν, σε τελική ανάλυση, με βαθύτερη λιτότητα, επισημαίνουν οι αναλυτές του ΣΕΒ στο εβδομαδιαίο Δελτίο για την Ελληνική Οικονομία.

Οι καθυστερήσεις στην αξιολόγηση ισοδυναμούν, σε τελική ανάλυση, με βαθύτερη λιτότητα, επισημαίνουν οι αναλυτές του ΣΕΒ στο εβδομαδιαίο Δελτίο για την Ελληνική Οικονομία.

Παρότι αναγνωρίζουν ότι “η κατ’ αρχήν συμφωνία στο Eurogroup της 20/2/2017 για την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων μεταξύ των τεχνικών κλιμακίων των θεσμών και της κυβέρνησης, αποτελεί θετική εξέλιξη”, εν τούτοις παρατηρούν ότι ακόμη και η δικαιολογημένη αισιοδοξία “για την ολοκλήρωση της 2ης αξιολόγησης, χωρίς όμως να απελευθερώνει την αγορά από τα δεσμά της αβεβαιότητας”. Οι διαπραγματεύσεις αυτές, γράφουν οι συντάκτες του Δελτίου, ” πρέπει να καταλήξουν γρήγορα και σίγουρα εντός του Μαρτίου, αν θέλουμε να μη χαθεί οικονομικά άλλος ένας χρόνος, και να παράγουν άμεσο αποτέλεσμα ικανό να οδηγήσει την χώρα στην ανάκαμψη και τις αγορές”.

Ακολουθεί ένα απόσπασμα απο το βασικό θέμα του Δελτίου που κυκλοφόρησε σήμερα και αναφέρεται κατά κύριο λόγο στις διαπργματεύσεις για την αξιολόγηση και την ολοκλήρωση της συμφωνίας: “Οι καθυστερήσεις στην αξιολόγηση ισοδυναμούν, σε τελική ανάλυση, με βαθύτερη λιτότητα. Η μείωση της υπερφορολόγησης θα πρέπει να διευθετηθεί άμεσα και όχι το 2019 όπως διαδίδεται, αλλιώς θα είναι δώρο άδωρο για την «ασθμαίνουσα» ελληνική επιχείρηση. Η ελληνική οικονομία απαιτεί λύσεις εδώ και τώρα, ανεξαρτήτως μικροπολιτικών συμφερόντων και τακτικισμών, ελληνικών και ξένων. Το χάσμα εμπιστοσύνης που χωρίζει τους Θεσμούς μεταξύ τους και εν συνεχεία με τη χώρα μας μεταθέτει τη λήψη δύσκολων αλλά ζωτικών για την οικονομία αποφάσεων στο μέλλον, με αποτέλεσμα η ανάκαμψη να καθυστερεί, οι πολίτες να χάνουν την πίστη τους στα προγράμματα που εφαρμόζονται και οι επενδυτές να αναβάλλουν τις επενδύσεις τους σε μια οικονομία που βρίσκεται μονίμως υπό τον κίνδυνο Grexit.

Η ελληνική επιχείρηση, μετά από επτά χρόνια μεταρρυθμίσεων και δημοσιονομικής προσαρμογής, εξακολουθεί να λειτουργεί μέσα σε ένα εχθρικό για την επιχειρηματικότητα περιβάλλον. Η μεγάλη αβεβαιότητα ως προς τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας (πότε θα έλθει η ανάκαμψη, πότε θα κλείσει η εκάστοτε αξιολόγηση), η μεγάλη υπερφορολόγηση (υψηλή τιμή ενέργειας, υψηλές ασφαλιστικές εισφορές, υψηλή φορολογία επιχειρηματικών κερδών και εργασίας εξειδικευμένων στελεχών, η διευρυνόμενη φοροδιαφυγή λόγω υψηλών φορολογικών συντελεστών), και, η μεγάλη αδυναμία του τραπεζικού συστήματος να χρηματοδοτήσει την επιχειρηματική δραστηριότητα (υψηλά πραγματικά επιτόκια, ασταθής καταθετική βάση, περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων, υπερχρεωμένες επιχειρήσεις, μεγάλο ύψος μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων με ανεπάρκεια θεσμικού πλαισίου για την ταχεία μείωση τους), όλα μαζί διαμορφώνουν ένα οικονομικό ναρκοπέδιο. Έτσι, αποθαρρύνονται οι επιχειρηματίες και τα εξειδικευμένα στελέχη, και ωθούνται σε αναζήτηση ανορθόδοξων, η/και εν πολλοίς παράνομων τρόπων, για την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, εφόσον επιλέξουν να συνεχίσουν να δημιουργούν στην χώρα τους.

Σχετικά με τις οικονομικές εξελίξεις, η μείωση των εισπράξεων από υπηρεσίες, ιδίως από μεταφορές, ήταν η κύρια αιτία διαμόρφωσης ενός οριακού ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και κεφαλαίων ύψους -€68,2 εκατ. το 2016, έναντι πλεονάσματος -€2,2 δισ. το 2015. Η εξέλιξη αυτή αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό στα capital controls, ενώ ταυτόχρονα πτώση εμφανίζουν και οι εισπράξεις από τον τουρισμό παρά την άνοδο των αφίξεων. Το έντονα αρνητικό ισοζύγιο προσλήψεων – αποχωρήσεων του Ιανουαρίου 2017 αποτυπώνει πιθανότατα κάποια κάμψη της ζήτησης, όπως καταγράφεται στην πτώση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης τον ίδιο μήνα λόγω της αβεβαιότητας για την ολοκλήρωση της 2ης αξιολόγησης, ενώ έχει επηρεασθεί και από τις κακές καιρικές συνθήκες, που οδήγησαν σε μεγαλύτερες του συνήθους αποχωρήσεις, κυρίως στον τουρισμό και το λιανικό εμπόριο”.

Exit mobile version