search icon

Οικονομία

ΣΕΒ: Υπερπλεονάσματα μέσω υπερφορολόγησης εμποδίζουν την ανάπτυξη

Η οικονομία χρειάζεται μια φιλοαναπτυξιακή πολιτική με στόχο την αύξηση των επενδύσεων, της παραγωγικότητας και της απασχόλησης - Αβέβαιο το κατά πόσο η άνοδος της βιομηχανικής παραγωγής και των εξαγωγών θα μπορέσει να τροφοδοτεί την ανάκαμψη - Απαραίτητη οικονομική πολιτική που στοχεύει στην κάλυψη της αποεπένδυσης

Η οικονομία χρειάζεται μια φιλοαναπτυξιακή πολιτική με κεντρική στόχευση την αύξηση των επενδύσεων, της παραγωγικότητας και της απασχόλησης, επισημαίνει ο ΣΕΒ στο μηνιαίο του Δελτίου για την οικονομία.

Όπως εξηγεί ο Σύνδεσμος, στις 2 Μαΐου 2019 ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM) ενέκρινε την εκταμίευση προς την Ελλάδα ποσού ύψους €973 εκατ., σύμφωνα με την απόφαση του Eurogroup της 5ης Απριλίου 2019. Από το ποσό αυτό, τα €644 εκατ. αφορούν κέρδη που επέφεραν στις κεντρικές τράπεζες τα ελληνικά ομόλογα, ενώ τα υπόλοιπα €329 εκατ. αφορούν επιστροφή τόκων από την αναστολή αύξησης του επιτοκίου σε δάνεια της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF).

Παράλληλα, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, η ελληνική κυβέρνηση κατέθεσε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή το Πρόγραμμα Σταθερότητας 2019, στο οποίο προβλέπεται δημοσιονομικός χώρος (πέραν του πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ) ύψους περίπου €5,5 δισ. συνολικά την περίοδο 2019-2022 (0,6% του ΑΕΠ το 2019, 0,4% το 2020, 0,6% το 2021 και 1,1% το 2021). Το πρόγραμμα περιλαμβάνει ενδεικτική κατανομή του δημοσιονομικού χώρου που προκύπτει από τα υπερπλεονάσματα, η οποία αναμένεται να εξειδικευτεί με την κατάθεση του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2020 – 2023 εντός του Μαΐου 2019.

Στο πλαίσιο αυτό, στις 7 Μαΐου 2019 ανακοινώθηκαν από τον Πρωθυπουργό σειρά μέτρων σε συνέχεια των υπερπλεονασμάτων. Αναλυτικά τα μέτρα περιλαμβάνουν:

Α. Μέτρα άμεσης εφαρμογής εντός του 2019:

1. Μείωση του συντελεστή ΦΠΑ στην εστίαση από 24% στο 13%.
2. Μετάταξη των τροφίμων από τον συντελεστή ΦΠΑ 24% στον συντελεστή 13%. Το μέτρο αυτό μαζί με το 1ο κοστολογούνται σε €260 εκατ.
3. Μείωση του συντελεστή ΦΠΑ στο ρεύμα και το φυσικό αέριο από 13% σε 6%.
4. Καταβολή 13ης σύνταξης ύψους από 100% της σύνταξης (για συντάξεις έως €500) έως 30% της σύνταξης (για συντάξεις άνω των €1.000). Το μέτρο αυτό κοστολογείται σε €800 εκατ.

Β. Μέτρα που θα εφαρμοστούν το 2020:

1. Κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης για εισοδήματα έως €20.000 και μείωση των συντελεστών για εισοδήματα άνω των €20.000.
2. Αύξηση του συντελεστή της απόσβεσης των επενδύσεων σε 150%.
3. Επιδότηση των ασφαλιστικών εισφορών με ποσοστό 80% για προσλήψεις νέων έως 25 ετών και με ποσοστό 25% και για προσλήψεις νέων έως 29 ετών.
4. Επαναφορά της έκπτωσης των τόκων στεγαστικών δανείων από το φορολογητέο εισόδημα.
5. Μείωση του μεσαίου συντελεστή ΦΠΑ από 13% σε 11%.
6. Μείωση του φόρου εισοδήματος μόνιμων κατοίκων νησιών με πληθυσμό έως 3.100 κατοίκους.
7. Μείωση του ΕΝΦΙΑ σε νησιά με πληθυσμό έως 1.000 κατοίκους.
8. Μείωση του κόστους για το πετρέλαιο θέρμανσης στις ορεινές περιοχές.
9. Μείωση του συντελεστή φόρου των συνεταιρισμών αγροτών σε 10% και έκπτωση 10% στο φορολογητέο εισόδημα των συνεταιρισμένων αγροτών.

Το κόστος των παραπάνω μέτρων ανέρχεται σε €1,1 δισ. για το 2019 και σε €1,3 δισ. για το 2020, περιλαμβανομένης της επίπτωσης των μόνιμων μέτρων του 2019. Εκτός από τα παραπάνω μέτρα, η κυβέρνηση δεσμεύεται και για την ακύρωση της μείωσης του αφορολόγητου από την 1/1/2020, το κόστος της οποίας εκτιμάται σε περίπου €2 δισ. Αυτό προκύπτει και από τα στοιχεία του Προγράμματος Σταθερότητας 2019, σύμφωνα με τα οποία ο δημοσιονομικός χώρος για το 2020 προβλέπεται να διαμορφωθεί σε 0,4% του ΑΕΠ, (€800 εκατ). Με βάση τα στοιχεία αυτά, το συνολικό υπερπλεόνασμα των €5,5 δισ. για την περίοδο 2019 – 2022 μπορεί να μην επαρκέσει για την κάλυψη του κόστους των μέτρων που εξαγγέλθηκαν. Έτσι, η κυβέρνηση δέσμευσε σε Ειδικό Λογαριασμό (Ανοιχτός Καταπιστευτικός Λογαριασμός) το ποσό των €5,5 δισ., από το συνολικό απόθεμα ρευστότητας των €31 δισ., και ειδικότερα από τα €11,5 της υπεραπόδοσης των προηγούμενων ετών, ως εγγύηση έναντι των δανειστών για την επίτευξη του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5%. Θεωρητικά αυτό δίνει τη δυνατότητα για σχεδιασμό οικονομικής πολιτικής με πρωτογενή πλεονάσματα χαμηλότερα του 3,5% για τα έτη 2020, 2021 και 2022 κατά 1%, δηλαδή 2,5%, υπό την αίρεση της έγκρισης από το Eurogroup.

Για τον ΣΕΒ:

– Η χρηματοδότηση των πρωτογενών πλεονασμάτων ύψους 3,5% του ΑΕΠ -και των όποιων υπερπλεονασμάτων- μέσω της υπερφορολόγησης δεν είναι βιώσιμη και εμποδίζει την οικονομία να εισέλθει σε μία τροχιά υψηλότερων ρυθμών ανάπτυξης. Ιδιαίτερα όταν περικόπτονται δαπάνες από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, αλλά και λειτουργικές δαπάνες από νευραλγικούς τομείς του κράτους, όπως η υγεία και η παιδεία, οδηγώντας σε υποβάθμιση των υποδομών και της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών.

– Η μέχρι τώρα ανάκαμψη της οικονομίας δεν έχει βασιστεί στην αύξηση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας. Αντίθετα, η παραγωγικότητα παραμένει στάσιμη από το 2016 και η τάση βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας, με βάση την πραγματική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία, έχει αντιστραφεί από το 2017. Συνεπώς, είναι αβέβαιο το κατά πόσο η άνοδος της βιομηχανικής παραγωγής και των εξαγωγών θα μπορέσει να τροφοδοτεί την ανάκαμψη.

– Φιλοαναπτυξιακά μέτρα, όπως η αύξηση του συντελεστή αποσβέσεων των επενδύσεων και η επιδότηση των ασφαλιστικών εισφορών, αναμένεται να τονώσουν την επενδυτική δραστηριότητα και την απασχόληση και κρίνονται θετικά. Θα πρέπει ωστόσο να ενταχθούν σε μια συνολική οικονομική πολιτική που στοχεύει στην κάλυψη της αποεπένδυσης που συντελέστηκε κατά την περίοδο της κρίσης.

Ταυτόχρονα με τα παραπάνω μέτρα, προωθούνται και αλλαγές στην αγορά εργασίας, όπως η προτεινόμενη ρύθμιση που αναφέρεται στον «βάσιμο λόγο» για την εγκυρότητα της καταγγελίας σύμβασης εργασίας και την αναστολή προθεσμιών για την άσκηση αγωγής, που αποτελεί αντικίνητρο για νέες προσλήψεις, αφού δημιουργεί πρόσθετα βάρη στις επιχειρήσεις (αναλυτικά η θέση του ΣΕΒ για το θέμα εδώ).

Εν τω μεταξύ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε τις Εαρινές Οικονομικές Προβλέψεις 2019, σύμφωνα με τις οποίες ο ρυθμός ανάπτυξης στην Ελλάδα θα διαμορφωθεί σε +2,2% το 2019 και το 2020 (αντί +2,2% το 2019 και +2,3% το 2020 με βάση τις προηγούμενες προβλέψεις της), αναφέροντας ως αδύναμο σημείο την υποτονική επενδυτική δραστηριότητα. Η τελευταία αφορά τόσο στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων όσο και στις ιδιωτικές επενδύσεις. Πάντως, η Επιτροπή προβλέπει ανάκαμψη των ιδιωτικών επενδύσεων το 2020, κάνοντας ωστόσο λόγο για πιθανή απώλεια ανταγωνιστικότητας, λόγω της ανόδου του κόστους εργασίας μετά από την πρόσφατη αύξηση του κατώτατου μισθού. Με βάση αυτές τις υποθέσεις οι συνολικές επενδύσεις σε πάγια προβλέπεται να αυξηθούν κατά +10,1% το 2019 και κατά 10,8% το 2020. Παράλληλα, οι ελληνικές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αναμένεται να συνεχίσουν να κινούνται ανοδικά (+4,7% το 2019 και +4,2% το 2020), αυξάνοντας περαιτέρω το μερίδιό τους στις παγκόσμιες εξαγωγές. Και αυτό, παρά την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας και την υψηλή αβεβαιότητα σχετικά με τις εμπορικές πολιτικές, ιδίως μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας. Αναφορικά με τα δημοσιονομικά μεγέθη, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι στόχοι για το 2019 και το 2020 θα επιτευχθούν, επισημαίνοντας ταυτόχρονα τους κινδύνους που σχετίζονται με δικαστικές αποφάσεις που ενδέχεται να ανατρέψουν προηγούμενες μεταρρυθμίσεις και να προκαλέσουν δημοσιονομικές υποχρεώσεις.

Σημειώνεται ότι οι προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής λαμβάνουν υπόψη τη μη μείωση του αφορολόγητου, αναθεωρώντας την πρόβλεψη για το πρωτογενές πλεόνασμα σε 4% για το 2019 και 3,6% το 2020 (αντί 4,1% και 4% αντίστοιχα κατά τις προηγούμενες εκτιμήσεις της). Δεν λαμβάνουν ωστόσο υπόψη το Πρόγραμμα Σταθερότητας 2019, ούτε τα μέτρα που εξήγγειλε ο Πρωθυπουργός. Επομένως, τόσο οι στόχοι του Προγράμματος Σταθερότητας, όσο και τα νέα μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της ακύρωσης της μείωσης του αφορολόγητου, αναμένεται να συζητηθούν περαιτέρω στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας και να επικυρωθούν κατά τη διαδικασία του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Στρατηγικής 2020 – 2023.

Κατά τ’ άλλα, στους βραχυχρόνιους δείκτες εξακολουθούν να καταγράφονται μικτές τάσεις. Από τις θετικές εξελίξεις, ξεχωρίζει η δυναμική της βιομηχανικής παραγωγής και των εξαγωγών αγαθών, η οποία αναμένεται να συνεχισθεί το επόμενο διάστημα, δεδομένης της συνεχιζόμενης βελτίωσης των επιχειρηματικών προσδοκιών στη μεταποίηση. Αντίθετα, από τις αρνητικές εξελίξεις, η σημαντική πτώση των λιανικών πωλήσεων το πρώτο δίμηνο του 2019 προκαλεί προβληματισμό για την πορεία της ιδιωτικής κατανάλωσης και του ΑΕΠ το 1ο τρίμηνο του έτους.

Exit mobile version