H Scope Ratings στην ετήσια έκθεσή της για τις χώρες που ακολουθεί εκτιμά ότι η Ελλάδα έχει επιδείξει ισχυρή ανάκαμψη από τη σοβαρή Covid-19 κρίση. Αναμένει ότι η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί 4,3% κατά τη διάρκεια του 2022, αναγνωρίζοντας την προσδοκία περαιτέρω σύσφιξης του οικονομικού περιορισμού λόγω Covid, μετά από ανάπτυξη 8,9% το 2021 (αναθεωρημένη κατά 0,3 ποσοστιαίες μονάδες προς τα πάνω σε σύγκριση με την εκτίμηση του Σεπτεμβρίου) – η τελευταία σημαντικά πάνω από την εκτίμηση για την ανάπτυξη του 2021 για την σύνολο της ζώνης του ευρώ (5,0%).
Τον Σεπτέμβριο του 2021, η Scope αναβάθμισε τις αξιολογήσεις της Ελλάδας κατά μία βαθμίδα σε ΒΒ+ με σταθερές προοπτικές, αποτελώντας τον πρώτο οίκο αξιολόγησης που επανάφερε την Ελλάδα σε πιστοληπτική ικανότητα μία βαθμίδα κάτω από την επενδυτική βαθμίδα.
Η αξιολόγηση των πιστοληπτικών αξιολογήσεων της Ελλάδας στο μέλλον θα βασιστεί σε παράγοντες όπως το πλαίσιο πολιτικής μετά την κρίση, η δημοσιονομική εξυγίανση και η πορεία του χρέους της Ελλάδας, το μεσοπρόθεσμο αναπτυξιακό δυναμικό και οι μεταρρυθμίσεις που εδραιώνουν τη μακροοικονομική βιωσιμότητα, παράλληλα με την επίλυση των αδυναμιών του τραπεζικού συστήματος.
Μεσοπρόθεσμα, βλέπει ότι η ελληνική οικονομία να αναπτύσσεται με ρυθμό άνω του δυνητικού της περίπου 1,8% ετησίως κατά την περίοδο 2023-26, με βοήθεια από την ΕΕ και τις εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις – οι οποίες, συνολικά, υπερβαίνουν εύκολα τις σωρευτικές ελληνικές δημόσιες επενδύσεις ύψους των τελευταίων πέντε ετών.
Παρ’ όλα αυτά, εκτιμά ότι το μακροπρόθεσμο αναπτυξιακό δυναμικό της Ελλάδας θα είναι πιο μετριοπαθές κατά 1% ετησίως. Οι δράσεις δαπανών για την αντιμετώπιση των οικονομικών και υγειονομικών συνεπειών αυτής της κρίσης και την αύξηση της μεσοπρόθεσμης ανάπτυξης αντιστοιχούν σε εκτιμώμενο δημοσιονομικό έλλειμμα 10,2% του ΑΕΠ φέτος, μετά το 2020 του 10,1%.
Το έλλειμμα αυτό προβλέπεται να μειωθεί το 2022 στο 5,2% προτού υποχωρήσει κάτω από το ανώτατο όριο του 3% του Μάαστριχτ έως το 2024.
Το χρέος της γενικής κυβέρνησης της Ελλάδας θα πρέπει να συγκρατηθεί στο 194,5% το 2022, από το 206,3% που ήταν το 2020, αλλά θα παραμείνει σημαντικά πάνω από το 180,5% που ήταν πριν από την κρίση.
Το υψηλό απόθεμα του ελληνικού χρέους αφήνει την κυβέρνηση ευάλωτη σε υποχωρήσεις στις διεθνείς αγορές, καθώς η ΕΚΤ μειώνει την έκτακτη στήριξη που εισήχθη κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Σε αυτή τη βάση, ένα άλλο κλειδί όσον αφορά την πιστωτική προοπτικές στηρίζεται στις επικείμενες αποφάσεις της κεντρικής τράπεζας για τη μετάβαση στις πολιτικές ποσοτικής χαλάρωσης για μια φάση μετά την πανδημία, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου με τον οποίο η κεντρική τράπεζα επιλέγει να αντιμετωπίσει το ζήτημα της στήριξης εκ μέρους της Ελλάδας μετά την τη διακοπή των καθαρών αγορών περιουσιακών στοιχείων του προγράμματος PEPP και τις απαλλαγές που επέτρεψαν την επιλεξιμότητα των ελληνικών μέσων στο πλαίσιο των αγορών και τους κανονισμούς της ΕΚΤ για τις εξασφαλίσεις.
Η Scope εκτιμά ότι θα πρέπει η ΕΚΤ να διατηρήσει την ευελιξία στη διαχείριση του ισολογισμού και επικοινωνήσει τη συνέχιση της στήριξης των μέσων Ελλάδας – αυτό υποστηρίζει τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.
Διαβάστε ακόμη:
Το «στοίχημα» του ΝΒΑ για έσοδα $10 δισ. και το «χρυσό» brand Αντετοκούνμπο
«Καταιγίδα» πλειστηριασμών την Τετάρτη – Για ποια γνωστά ονόματα θα χτυπήσει το σφυρί
Ακίνητα: «Έκρηξη» μεταβιβάσεων από Ελλάδα και εξωτερικό στο Gov.gr