Ενα φιλόδοξο στοίχημα, να πληρωθεί το δημόσιο χρέος ύψους 25-26 δισ. ευρώ που αφήνει πίσω της η πανδημία, βάζει το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης. Στόχος, συγκεκριμένα, είναι η μείωση του δημόσιου χρέους κατά 15% του ΑΕΠ, δηλαδή από 205,5% του ΑΕΠ το 2020 σε 190,4%, κάτω δηλαδή από το ψυχολογικό όριο του 200% που βλέπουν οι αγορές και οι οίκοι.
Με όπλα την τακτική πρόσβαση στις αγορές, την πρόωρη αποπληρωμή μέρους των δανείων που πήρε η Ελλάδα από το πρώτο μνημόνιο και το ΔΝΤ, σε συνδυασμό με τη διατήρηση των ταμειακών διαθεσίμων σε υψηλά επίπεδα, καθώς και με την αξιοποίηση των ευκαιριών που παρέχονται από τη συμμετοχή της χώρας στο PEPP (έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων από την ΕΚΤ), η κυβέρνηση εκτιμά ότι μέχρι το τέλος της επόμενης χρονιάς θα έχει μειωθεί κατά 25-26 δισ. το δημόσιο χρέος, ποσό που αντιστοιχεί στην πρόσθετη επιβάρυνση που αφήνει πίσω της η πανδημία. Υπενθυμίζεται ότι όταν μπήκαμε στο πρώτο lockdown το δημόσιο χρέος διαμορφωνόταν σε 361,8 δισ. ευρώ, ενώ τον περασμένο Ιούνιο (όταν άρχισαν να περιορίζονται τα οικονομικά μέτρα) έφτασε στα 387,3 δισ. ευρώ.
Η ταχύτερη μείωση του κόστους εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους θα συμβάλει στη βελτίωση του προφίλ της χώρας στις αγορές και την απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας (από του οίκους) μέσα στο α’ εξάμηνο του 2022.
Ειδικότερα, η στρατηγική του υπουργού Οικονομικών Χρήστου Σταϊκούρα προβλέπει τα εξής:
■ Τακτική πρόσβαση στις αγορές μέσω έκδοσης νέων ομολόγων. Οι χρηματοδοτικές ανάγκες του Ελληνικού Δημοσίου για την αποπληρωμή ομολόγων που λήγουν αλλά και για την καταβολή δόσεων από τα διμερή δάνεια το 2022 ανέρχονται σε 10,55 δισ. έναντι 48,5 δισ. ευρώ που είναι για φέτος.
■ Προετοιμασία για πρόωρη εξόφληση μέρους των διμερών δανείων που σύναψε η Ελλάδα με τις χώρες της Ευρωζώνης το 2010 (GLF) ύψους 52,3 δισ. ευρώ. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι πληρωμές των δανείων του GLF για το 2022 ανέρχονται σε 2,64 δισ. ευρώ, ενώ το ίδιο ποσό θα πρέπει να καταβάλλει η Ελλάδα κάθε χρόνο έως το 2039, το 2040 το ποσό ανέρχεται σε 1,93 δισ. ευρώ και ακόμα 573 εκατ. ευρώ το 2041 (σύνολο 51,34 δισ. ευρώ). Αυτό που εξετάζεται είναι η αποπληρωμή του 10% (περίπου 5,2 δισ. ευρώ) από τα διμερή δάνεια πριν από την έξοδο της ελληνικής οικονομίας από το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας των δανειστών, κάτι που αναμένεται μέσα στο 2022. Μόλις ολοκληρωθεί η έξοδος από την εποπτεία (και εφόσον έχει βελτιωθεί η πιστοληπτική εικόνα της χώρας και έχουν αποκλιμακωθεί τα επιτόκια) θα πληρωθεί άλλο ένα 10% των δανείων του GLF. Πάντως, η όλη διαδικασία, για να ληφθεί η οριστική απόφαση, δεν είναι τόσο απλή, καθώς θα πρέπει να συμφωνήσουν τα κράτη-μέλη και κατόπιν να υπάρξει η συναίνεση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM).
■ Περαιτέρω αποπληρωμή του δανείου του ΔΝΤ. Η διαδικασία είναι σχεδόν αντίστοιχη, καθώς χρειάζεται και το πράσινο φως από τον ESM. Στο σκέλος των δανείων που απομένουν από το ΔΝΤ, η Ελλάδα θα πρέπει να καταβάλει 132 εκατ. ευρώ στα τέλη του 2022, 1,3 δισ. ευρώ το 2023 και ακόμα 278 εκατ. ευρώ το 2024. Ωστόσο η κίνηση αποπληρωμής του ποσού αυτού θα μπορούσε να γίνει όταν η χώρα εξέλθει από το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας το 2022. Υπενθυμίζεται ότι ήδη η Ελλάδα έχει προχωρήσει στην πρόωρη αποπληρωμή περίπου 6 δισ. ευρώ δανείων του ΔΝΤ, σε δύο δόσεις -η τελευταία, ύψους 3,3 δισ. ευρώ, πραγματοποιήθηκε τον περασμένο Μάρτιο- που αφορούσαν δόσεις έως τις αρχές Δεκεμβρίου του 2022.
■ Μέσα στο 2022 θα γίνει μια μίνι αναδιάρθρωση χρέους καθώς λήγει μια σειρά παλαιών εκδόσεων ομολόγων με κουπόνια από 4% έως και 6%. Τα ομόλογα θα αναχρηματοδοτηθούν με νέα, με επιτόκιο κοντά στο 1%. Από τη διαφορά του κόστους εξυπηρέτησης (δηλαδή της μείωσης των τόκων) θα προκύψει δημοσιονομικός χώρος για να συνεχίσουν οι επιλεκτικές προαγορές χρέους και το 2023.
■ Δημιουργία πλαισίου και έκδοση πράσινων ή βιώσιμης ανάπτυξης ομολόγων. Ο κύριος όγκος της έκδοσης πράσινων ομολόγων εκτιμάται ότι θα πραγματοποιηθεί το β’ εξάμηνο του 2022, καθώς η χώρα θα πρέπει να έχει ώριμα έργα προκειμένου να μπορεί να απευθυνθεί στις αγορές. Το υπουργείο Οικονομικών, σε συνεργασία με τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρεους (ΟΔΔΗΧ), έχει ήδη ξεκινήσει τη συγκεκριμένη διαδικασία. Αυτό που αναζητείται είναι νέα σχέδια τα οποία θα μπορούν να χρηματοδοτηθούν με τέτοιου τύπου εκδόσεις.
Σε κάθε περίπτωση, η επιτυχής υλοποίηση του προγράμματος δανεισμού βασίζεται σε δύο προϋποθέσεις:
Πρώτον, η κυβέρνηση θα πρέπει να επιτύχει ή και να ξεπεράσει τους ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας τις οποίες έχει θέσει ως στόχο. Να πετύχει δηλαδή ανάπτυξη 7,1% για φέτος και κοντά στο 5% για το 2022, καθώς όσο μεγαλώνει το ΑΕΠ τόσο μειώνεται αναλογικά και το χρέος.
Δεύτερον, θα πρέπει να παραμείνουν χαμηλά -και να συνεχίσουν να μειώνονται- τα επιτόκια δανεισμού των ελληνικών ομολόγων. Στην κατεύθυνση αυτή το πρώτο βήμα θα κάνει η ΕΚΤ με την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων που θα διαδεχτεί το PEPP, διατηρώντας ψηλά τη ζήτηση για ελληνικά ομόλογα.
Πάντως, οι οίκοι αξιολόγησης εμφανίζονται διατεθειμένοι να ανεβάσουν την ελληνική οικονομία κατά ένα σκαλί στις αρχές του 2022, αν υπάρξει αποκλιμάκωση του χρέους αλλά και ταχεία διευθέτηση των κόκκινων δανείων.
Διαβάστε ακόμη:
ΔΕΗ: Υπό δοκιμασία οι λιγνιτικές μονάδες – Οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζουν ενόψει του χειμώνα
Η τέλεια καταιγίδα χτυπά ξανά τις αγορές – Τι προβλέπουν τώρα οι αναλυτές
Lloyd’s List: Οι 10 κορυφαίοι Έλληνες στο Top 100 της παγκόσμιας ναυτιλίας