Σε σειρά νομοτεχνικών βελτιώσεων, με αφορμή (και) των σχολίων που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο της διαβούλευσης επί του νέου Πτωχευτικού Νόμου, προχωρά η κυβέρνηση, λίγες ημέρες πριν από την κατάθεσή του στη Βουλή.
«Πρόκειται για δεκάδες αλλαγές, οι οποίες έχουν κάποιο νόημα για τους νομικούς που αύριο – μεθαύριο θα κληθούν να διαχειριστούν τις υποθέσεις πτώχευσης. Σε καμία περίπτωση, ωστόσο, δεν είναι ικανές να αλλοιώσουν την ουσία του Κώδικα που δεν είναι άλλη από τη διευθέτηση του ιδιωτικού χρέους, ύψους 234 δισ. ευρώ και την παροχή δεύτερης ευκαιρίας σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, έτσι όπως συμφωνήθηκε και με τους θεσμούς», σχολιάζουν στον ΝΜ αρμόδιες πηγές.
Όσον αφορά στις ενστάσεις που διατυπώθηκαν από πλευράς των τραπεζών, οι ίδιες πηγές σπεύδουν να επισημάνουν πως ο Νόμος που θα έρθει προς ψήφιση στη Βουλή δεν θα περιλαμβάνει αλλαγές προς αυτή την κατεύθυνση, παραπέμποντας στις περίπου 47 κοινές υπουργικές αποφάσεις, οι οποίες θα εκδοθούν το αμέσως επόμενο δίμηνο και θα αφορούν στα ζητήματα τα οποία έχουν θέσει οι τράπεζες, όπως, για παράδειγμα, αυτό του εξωδικαστικού.
«Σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να γίνει δεκτό το αίτημά τους να μην έχουν δικαίωμα τα φυσικά πρόσωπα να προσφεύγουν στον εξωδικαστικό μηχανισμό ή να μπουν αυστηρά κριτήρια που, ουσιαστικά, θα περιόριζαν αισθητά το εύρος των δικαιούχων», τονίζουν χαρακτηριστικά. Στο θέμα είχε αναφερθεί προσφάτως και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), κ. Γιάννης Στουρνάρας, ο οποίος σε επιστολή του – απάντηση προς την Ελληνική Ένωση Τραπεζών (ΕΕΤ) ανέφερε χαρακτηριστικά:
«Ειδικότερα όσον αφορά στην περίμετρο των ενήμερων οφειλετών που μπορούν να υπαχθούν στον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών, μετά τις τελευταίες συζητήσεις με τους θεσμούς έχει επέλθει ουσιώδης περαιτέρω μείωση της περιμέτρου. Στα κριτήρια επιλεξιμότητας έχει προστεθεί εκείνο της σημαντικής μείωσης του εισοδήματος (income event). Σημαντική είναι, επίσης, η δυνατότητα που δίνεται σε ευάλωτους ενήμερους οφειλέτες να λαμβάνουν κρατική επιχορήγηση της δόσης του δανείου χωρίς υπαγωγή στον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών».
Τα βασικά σημεία του νέου Κώδικα
Ο νέος Πτωχευτικός Νόμος προσφέρει στους δανειολήπτες δύο εναλλακτικές: Την ρύθμιση ή την πτώχευση.
Πιο αναλυτικά, στην περίπτωση των φυσικών προσώπων, αυτά έχουν τη δυνατότητα να ρυθμίσουν εξωδικαστικά τις οφειλές τους σε τράπεζες – servicers – Δημόσιο – ΕΦΚΑ (ή/και σε έναν από αυτούς τους πιστωτές), υποβάλλοντας αίτηση στην αντίστοιχη πλατφόρμα και συναινώντας στην άρση του τραπεζικού και φορολογικού τους απορρήτου. Η αίτηση δρομολογείται ηλεκτρονικά στους χρηματοπιστωτικούς φορείς (τράπεζες και servicers), η πλειοψηφία των οποίων είναι απαραίτητη για να ξεκινήσει η διαδικασία.
Στην περίπτωση που δεχθούν την εξέταση της αίτησης τότε παρέχεται αναστολή κατασχέσεων και πλειστηριασμών και πρόταση ρύθμισης συνολικών οφειλών, η οποία προκύπτει από υπολογιστικό εργαλείο. Εάν δεν υπάρχει οφειλή προς το Δημόσιο, τότε οι τράπεζες – servicers μπορούν να καταθέσουν μία άλλη πρόταση, χωρίς το υπολογιστικό εργαλείο.
Εναλλακτικά, μπορούν να προβούν και σε διαμεσολάβηση. Εάν ο οφειλέτης που αποδεχθεί τη ρύθμιση ανήκει ταυτόχρονα σε ευάλωτη κοινωνικά ομάδα (πληροί, δηλαδή, τις εισοδηματικές και περιουσιακές προϋποθέσεις αυτών που δικαιούνται στεγαστικό επίδομα ενοικίου), τότε θα λάβει και επιδότηση του ρυθμισμένου δανείου πρώτης κατοικίας.
Οι επιχειρήσεις από την άλλη πλευρά, πέρα από την παραπάνω δυνατότητα μπορούν, επίσης, να προσφύγουν στη διαδικασία της εξυγίανσης. Στην περίπτωση αυτή:
Χρειάζεται η συναίνεση δύο κατηγοριών πιστωτών, αυτών που έχουν εμπράγματες εξασφαλίσεις και των υπολοίπων, σε ποσοστό 50% της κάθε κατηγορίας.
Επιτυγχάνεται συμφωνία μόνον εάν συναινέσει σε μία πρόταση ρύθμισης οφειλών ποσοστό 60% των πιστωτών όλων των κατηγοριών.
Η συμφωνία πρέπει να επικυρωθεί από το Δικαστήριο. Με την υποβολή της αίτησης στο δικαστήριο παρέχεται αναστολή κατασχέσεων και πλειστηριασμών από τους ενέγγυους πιστωτές.
Οι πιστωτές που μειοψήφησαν δεσμεύονται από τη συμφωνία εφόσον ικανοποιείται η βασική αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης και της ίσης μεταχείρισης των πιστωτών.
Τα δικαιώματα των εργαζομένων δεν επηρεάζονται από τη συμφωνία εξυγίανσης και οι απαιτήσεις τους δεν καταλαμβάνονται από αναστολή καταδιωκτικών μέτρων.
Όσον αφορά στην πτώχευση, αυτή απευθύνεται τόσο σε νοικοκυριά όσο και σε επιχειρήσεις, που δεν έχουν τρόπο να εξυπηρετήσουν τις οφειλές τους ή έχει αποτύχει η εξωδικαστική διαδικασία ρύθμισης οφειλών τους. Δικαίωμα κατάθεσης αίτησης πτώχευσης, όταν ο οφειλέτης βρίσκεται σε «παύση πληρωμών», έχουν – εκτός του ίδιου – και ο πιστωτής, αλλά και η Εισαγγελία Πρωτοδικών.
Η απαλλαγή έρχεται σε ένα έτος για τους οφειλέτες που πρόκειται να ρευστοποιηθεί η κύρια κατοικία τους ή άλλα περιουσιακά στοιχεία που υπερβαίνουν το 10% των υποχρεώσεών τους και είναι αξίας τουλάχιστον 100.000 ευρώ ή σε τρία έτη για τις υπόλοιπες κατηγορίες οφειλετών.
Σε περίπτωση που οι οφειλέτες ανήκουν σε ευάλωτη κοινωνική ομάδα, τότε έχουν τη δυνατότητα να καταφύγουν σε Ιδιωτικό Φορέα Απόκτησης και Επαναμίσθωσης, με σκοπό να αποφευχθεί η έξωσή τους. Ο φορέας αγοράζει την πρώτη κατοικία πριν βγει στον πλειστηριασμό ακόμη και στην περίπτωση που δεν κηρύσσεται πτώχευση, αλλά πραγματοποιείται αναγκαστική εκτέλεση.
Παραμένουν στην κατοικία τους, καταβάλλοντας μίσθωμα για 12 έτη και λαμβάνουν επίδομα ενοικίου από το κράτος. Εντός 12 ετών έχουν τη δυνατότητα να επαναγοράσουν το ακίνητό τους, αφού αποπληρώσουν τα μισθώματα της 12ετίας και την αξία του ακινήτου κατά τον χρόνο άσκησης του δικαιώματος επαναγοράς.
Η πτωχευτική διαδικασία για τις επιχειρήσεις προβλέπει ότι με την απόφαση κήρυξης της πτώχευσης αποφασίζεται η ρευστοποίηση είτε του συνόλου της επιχείρησης είτε των επιμέρους περιουσιακών στοιχείων αυτής. Εάν δεν επιτευχθεί η πώληση ως σύνολο εντός 18 μηνών τότε εκποιούνται τα επιμέρους περιουσιακά στοιχεία. Το χρονικό διάστημα της απαλλαγής επέρχεται είτε εντός τριών ετών από την αίτηση της πτώχευσης είτε δύο ετών από την κήρυξη της πτώχευσης, ό, τι επέλθει πιο σύντομα.