Μειωμένες κατά 40% οι συντάξεις για τους ασφαλισμένους μετά το 1993, ενώ γι’ αυτούς πριν από το 1993 η μείωση θα αγγίζει το 70%
Της Μαίρης Λαμπαδίτη
Επικουρικές-φιλοδωρήματα βγάζει ο νέος μαθηματικός τύπος Κατρούγκαλου, όπως επιβεβαιώνουν οι υπάλληλοι των Ταμείων που υπολογίζουν αυτό το διάστημα το πρώτο πακέτο των επικουρικών οι οποίες είχαν παγώσει από το 2015.
Παράγοντες της ασφάλισης εκτιμούν ότι οι επικουρικές που θα εκδοθούν εντός του 2018 για μεν τους ασφαλισμένους μετά το 1993 θα είναι μειωμένες κατά 40%, για δε τους πριν από το 1993 η μείωση θα αγγίζει το 70% μαζί με την κατάργηση των οικογενειακών επιδομάτων – σε σχέση με τα ποσά που θα λάμβαναν το 2014.
Βαρύτερες απώλειες θα υποστούν οι χαμηλόμισθοι του ιδιωτικού τομέα που θα πάρουν επικουρική ακόμα και 30-40 ευρώ, ενώ και στους άλλους κλάδους η μέση επικουρική θα κυμαίνεται από 145 έως 157 ευρώ.
Οι συμπιεσμένες συντάξεις δεν οφείλονται μόνο στον νέο τρόπο υπολογισμού, αλλά και στον χαμηλότερο μέσο όρο των μηνιαίων μισθών από το 2002 έως το 2014, καθώς και στην κατάργηση των οικογενειακών επιδομάτων. Στους αρνητικούς παράγοντες συγκαταλέγεται και η μερική απασχόληση που κυριαρχεί στην αγορά εργασίας.
Για παράδειγμα, εργαζόμενος στον ιδιωτικό τομέα με 15 χρόνια ασφάλισης και αμοιβή 800 ευρώ θα πάρει επικουρική 54 ευρώ.
Αν ο ασφαλιστικός του βίος είναι 20 έτη, θα πάρει επικουρική 64,8 ευρώ.
Και στις δύο περιπτώσεις οι συνταξιούχοι έως το 2014 θα λάμβαναν επικουρική 140 ευρώ, που ήταν και το χαμηλότερο όριο του πρώην επικουρικού ταμείου του ΙΚΑ. Δηλαδή η μείωση αγγίζει το 61%.
Αν έχει 25 χρόνια ασφάλισης, θα εξασφαλίσει 90 ευρώ από 140-150 ευρώ που θα ελάμβανε με το προηγούμενο καθεστώς – μείωση 40%.
Για να ανέβει η επικουρική του ιδιωτικού τομέα σε ικανοποιητικά επίπεδα -της τάξης των 300 ευρώ- θα πρέπει ο εργαζόμενος να καλύψει 35 έτη ασφάλισης με σχετικά υψηλές αποδοχές – άνω των 1.800 ευρώ μηνιαίως.
Σημαντικές είναι και οι μειώσεις στον δημόσιο τομέα. Δηλαδή ο δημόσιος υπάλληλος με 30 έτη που λάμβανε 170 ευρώ από το επικουρικό του με το προηγούμενο καθεστώς, στο εξής θα λαμβάνει 144 ευρώ. Για να ξεπεράσει η επικουρική του τα 200 ευρώ θα πρέπει να υπερβεί τα 35 έτη ασφάλισης.
Μειωμένες θα είναι και οι επικουρικές συντάξεις άλλων κλάδων, όπως των εμποροϋπαλλήλων που θα συμπιεστεί στα 145 ευρώ από 200, των τραπεζοϋπαλλήλων και των πρώην εργαζομένων σε ΔΕΚΟ πλην της ΔΕΗ.
Συγκριτικά με το παλιό καθεστώς, διασώζονται μηχανικοί, χημικοί, αστυνομικοί, ΤΕΑΠΟΚΑ (εργαζόμενοι στα Ταμεία), ΤΑΔΚΥ (δημοτικοί υπάλληλοι), ΤΕΑΕΙΓΕ (ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί), ΤΕΑΠΟΖΟ (προσωπικό εταιρειών οινοποιίας – ζυθοποιίας) που έχουν υψηλές κρατήσεις.
Ωστόσο και αυτές οι εξαϋλωμένες επικουρικές θα αργήσουν να καταβληθούν μαζί με τα αναδρομικά στους δικαιούχους παρότι εκδόθηκε η εγκύκλιος με τις σχετικές οδηγίες. Οπως υποστηρίζουν οι υπάλληλοι, ο τρόπος υπολογισμού είναι τόσο περίπλοκος που χρειάζονται δύο ημέρες για να οριστικοποιήσουν μία μόνο επικουρική σύνταξη. Σε πολλές περιπτώσεις τα πρώην επικουρικά ταμεία έχουν χάσει τα ένσημα ή δεν έχουν αποδοθεί από τον εργοδότη με αποτέλεσμα η καθυστέρηση να διπλασιάζεται.
Σήμερα εκκρεμούν 119.000 επικουρικές συντάξεις. Το 80% των εκκρεμοτήτων αφορά αιτήσεις που έχουν υποβληθεί από τον Ιανουάριο του 2015 και μετά, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις οι δικαιούχοι περιμένουν στην ουρά από το 2011. Και ενώ το κράτος είναι υπεύθυνο για την καθυστέρηση, δεν χορηγεί προσωρινή σύνταξη σε όσους περιμένουν στην ουρά όπως συμβαίνει με τους δικαιούχους κύριας σύνταξης. Το κόστος των εκκρεμοτήτων που έχουν συσσωρευτεί ανέρχεται σε 900 εκατ. – 1 δισ. ευρώ.
Οι αυξομειώσεις
Η ελεύθερη πτώση όμως δεν σταματά, καθώς επανέρχεται η διπλή ρήτρα θανάτου και ηλικίας που είχε πολεμηθεί προεκλογικά. Δηλαδή δύο ασφαλισμένοι που έχουν καταβάλει τις ίδιες εισφορές, αλλά έχουν διαφορετική ηλικία κατά τη συνταξιοδότηση, θα λάβουν και διαφορετικό ποσό σύνταξης. Επίσης η σύνταξη θα είναι μεταβαλλόμενη ανάλογα με το προσδόκιμο ζωής ώστε, αν οι άνθρωποι ζουν περισσότερο, το ποσό να είναι μικρότερο. Ετσι, αν μετά από 10 χρόνια αυξηθεί το προσδόκιμο ζωής, ο ασφαλισμένος που θα αποχωρήσει θα πάρει μικρότερη σύνταξη. Τέλος, αν δηλώσει ότι μετά τον θάνατό του η σύνταξή του θα μεταβιβαστεί στη σύζυγό του, θα παίξει ρόλο και η ηλικία της συζύγου. Αν είναι μικρή/ός σε ηλικία, ο δικαιούχος θα λαμβάνει χαμηλότερη σύνταξη.
Για τους ασφαλισμένους που υπέβαλαν αίτηση συνταξιοδότησης από τις 15/5/2016 και μετά, το ποσό της επικουρικής σύνταξης υπολογίζεται λαμβάνοντας υπόψη δύο μέρη: το πρώτο μέρος λαμβάνει υπόψη τον χρόνο ασφάλισης μέχρι τις 31/12/2014 και το δεύτερο τον χρόνο ασφάλισης από 1/1/2015 και μετά. Στο πρώτο μέρος εφαρμόζεται νέος συντελεστής αναπλήρωσης, ο οποίος καθορίστηκε στο 0,45% για κάθε έτος ασφάλισης
Παράλληλα, το δεύτερο μέρος της επικουρικής σύνταξης υπολογίζεται με βάση ατομικούς λογαριασμούς και σύστημα νοητής κεφαλαιοποίησης. Ετσι, όσο μεγαλύτερος είναι ο χρόνος ασφάλισης με βάση το σύστημα νοητής κεφαλαιοποίησης, τόσο μικρότερο θα είναι το συνολικό τελικό ποσό της επικουρικής σύνταξης που θα λάβουν οι ασφαλισμένοι.
Σύμφωνα με το σχέδιο που έχει καταρτίσει το Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών (ΕΤΕΑΕΠ), ως το τέλος του 2018 θα ικανοποιηθούν έως 75.000 αιτήσεις για επικουρικές συντάξεις, ενώ οι υπόλοιπες σταδιακά έως το τέλος του 2019.
Ωστόσο, όχι μόνο οι νέοι αλλά και οι σημερινοί συνταξιούχοι δεν θα αποφύγουν τις περικοπές στις επικουρικές το 2019. Οι ειδικοί εκτιμούν ότι μειώσεις έως 18% θα υποστεί το 50% των δικαιούχων επικουρικής σύνταξης που εμφανίζουν προσωπική διαφορά και είχαν γλιτώσει από τη «σφαγή» του φθινοπώρου του 2016 λόγω του πλαφόν των 1.300 ευρώ (άθροισμα κύριας και επικουρικής). Οι παράγοντες της ασφάλισης πιστεύουν ότι θα διασωθούν μόνο οι συνταξιούχοι που λαμβάνουν επικουρική κάτω από 200 ευρώ και το άθροισμα κύριας και επικουρικής δεν υπερβαίνει τα 1.000 ευρώ. Οι περικοπές ανέρχονται συνολικά σε 232 εκατ. ευρώ το 2019, 225 εκατ. το 2020 και 218 εκατ. το 2021. Σύμφωνα με το Ενιαίο Δίκτυο Συνταξιούχων, οι επικουρικές ήδη μειώθηκαν έως και 80%, ενώ μελέτη του καθηγητή Σάββα Ρομπόλη προβλέπει ότι η μέση επικουρική σύνταξη το 2021 θα ανέρχεται σε 144 ευρώ μεικτά.