Σε μια νέα πραγματικότητα, ένα άγνωστο τοπίο καλούνται να προσαρμοστούν οι αγορές και οι κυβερνήσεις ανά τον κόσμο, καθώς οι κεντρικές τράπεζες εκτός του ότι θα προχωρήσουν σε αυξήσεις επιτοκίων, αποφάσισαν επίσης ότι θα σταματήσουν να… «τυπώνουν» χρήμα.
Έτσι, για πρώτη φορά ύστερα από 13 χρόνια οι επενδυτές θα βρεθούν αντιμέτωποι με το ρίσκο, το οποίο είχε πρακτικά εξαλειφθεί, καθώς οι κεντρικές τράπεζες δημιουργούσαν ασταμάτητα νέο χρήμα και με αυτό αγόραζαν κρατικά και εταιρικά ομόλογα.
Η διαδικασία αυτή ονομάζεται «ποσοτική χαλάρωση» (quantitative easing ή QE) και, όπως γράφουν οι Financial Times σε σχετικό αφιέρωμα, εφαρμόστηκε πρώτη φορά από την κεντρική Τράπεζα της Ιαπωνίας το 2001 για να βγάλει την οικονομία της χώρας από τη στασιμότητα. Η Τράπεζα της Ιαπωνίας έφτασε στο σημείο να αγοράζει και μετοχές εταιρειών, για να στηρίξει την αγορά, με αποτέλεσμα να εκτιμάται ότι σήμερα κατέχει περίπου το 10% των εισηγμένων.
Η ποσοτική χαλάρωση είναι ένα «έκτακτο μέτρο» για να χορηγηθεί ρευστότητα κυρίως στις τράπεζες, ώστε να κρατηθούν όρθιες εν μέσω κρίσης αλλά και με την ελπίδα ότι τα χρήματα μέσα από νέα δάνεια θα φτάσουν και στην πραγματική οικονομία, ώστε να τονωθούν οι επενδύσεις και η κατανάλωση και να αντιμετωπιστούν οι υφεσιακές πιέσεις.
Από το 2008 στη διαδικασία αυτή μπήκε η ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ (FED) και σταδιακά όλες οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες, ανάμεσα σε αυτές και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, από το 2015, ενώ στην περίοδο της πανδημίας το «τύπωμα» εντάθηκε.
Είναι γεγονός ότι το QE απέτρεψε την ύφεση στη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης και την πλήρη κατάρρευση στη διάρκεια της πανδημίας, καθώς στην ουσία οι κεντρικές τράπεζες χρηματοδότησαν τις κυβερνήσεις (αγοράζοντας τα ομόλογά τους) για να προχωρήσουν στην απαραίτητη στήριξη πολιτών και επιχειρήσεων.
Τώρα, όμως, λόγω πληθωρισμού, οι κεντρικές τράπεζες αναγκάζονται να προχωρήσουν σε «ποσοτική σύσφιξη», ήτοι σταματούν να αγοράζουν ομόλογα, ενώ σε κάποια στιγμή ίσως αρχίσουν και να τα πουλάνε στην αγορά.
Τα ομόλογα που έχουν αγοραστεί με το QE καταγράφονται στο ενεργητικό των κεντρικών τραπεζών, το οποίο έχει απογειωθεί στα ύψη και φτάνει στα 9,3 τρισεκατομμύρια δολάρια για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, στα 8,9 τρισ. δολάρια για την FED, στα 5,5 τρισ. δολ. για την τράπεζα της Ιαπωνίας και στα 5,8 τρισ. για την κεντρική τράπεζα της Κίνας.
Το πρόβλημα εν προκειμένω είναι ότι ουδείς γνωρίζει ποιες θα είναι οι συνέπειες και πώς θα επηρεαστούν οι τιμές των μετοχών και των ομολόγων, οι οποίες τα τελευταία χρόνια πραγματοποίησαν ένα σχεδόν αδιάκοπο ράλι, καθώς ένα μεγάλο ποσοστό της ρευστότητας που διοχέτευαν οι κεντρικές τράπεζες μέσω του QE επενδυόταν στην αγορά τροφοδοτώντας συνεχή άνοδο.
Η ρευστότητα που εισερχόταν συνεχώς στην αγορά θα εκλείψει, ενώ ταυτόχρονα η άνοδος των επιτοκίων σημαίνει ότι θα υπάρξουν ακόμα μεγαλύτεροι περιορισμοί.
Επίσης, ειδικά για τις μετοχές, τα υψηλότερα επιτόκια σημαίνουν ότι αλλάζουν και οι αποτιμήσεις των μετοχών. Με τα μηδενικά επιτόκια, ακόμα και μετοχές με ελάχιστη μερισματική απόδοση έδειχναν ελκυστικές, αλλά με το ακριβότερο χρήμα οι αποτιμήσεις «προσγειώνονται».
To ζήτημα περικλέκεται, καθώς ένα τέτοιο εγχείρημα «ποσοτικής σύσφιξης» δεν έχει ξαναγίνει και ουδείς, ούτε ακόμα και οι κεντρικές τράπεζες, γνωρίζουν πώς θα εξελιχθεί.
Μια απόπειρα σύσφιξης είχε ξεκινήσει το 2017 από τη FED, όταν πρόεδρός της ήταν ακόμα η Τζάνετ Γιέλεν, που σήμερα είναι υπουργός Οικονομικών. Ωστόσο, η διαδικασία διεκόπη το Σεπτέμβριο του 2019, όταν εκδηλώθηκε η κρίση των ρέπος και η FED αναγκάστηκε να αλλάξει ρότα.
Διαβάστε ακόμη
Φυσικό αέριο: Ο εφιάλτης των ελλείψεων σηκώνει στο πόδι όλη την Ευρώπη