Νέες κινήσεις μείωσης του δημόσιου χρέους -που παραμένει σε υψηλά, αν και ελεγχόμενα επίπεδα- βρίσκονται στην ατζέντα του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) περιμένοντας το πράσινο φως από τη νέα πολιτική ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών. Με το βλέμμα στραμμένο στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και με όχημα την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας, ο ΟΔΔΗΧ σχεδιάζει την προεξόφληση των δανείων από το πρώτο μνημόνιο, αλλά και την έκδοση του λεγόμενου «πράσινου ομολόγου», συνδέοντάς το με επενδύσεις που χρηματοδοτούνται από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Ειδικότερα, η πρώτη κίνηση, δηλαδή η προεξόφληση μέρους του ευρωπαϊκού χρέους, μπορεί να γίνει με την καταβολή δύο δόσεων, ύψους 5,29 δισ. ευρώ, από το «μαξιλάρι» με τα ταμειακά διαθέσιμα των 36-37 δισ. ευρώ. Ωστόσο υπάρχει και το λιγότερο επιθετικό σενάριο με προτεραιότητα και μόνο στα δάνεια του 2024 που ανέρχονται σε 2,645 δισ. ευρώ και επαναχάραξη του σχεδιασμού ανάλογα με τις μακροοικονομικές εξελίξεις σε διεθνές επίπεδο. Να σημειωθεί ότι θα είναι η δεύτερη προεξόφληση μετά τα 2,645 δισ. ευρώ που βγήκαν από τον χάρτη των ευρωπαϊκών υποχρεώσεων την άνοιξη του 2022 (χρέος 2023).
Υπενθυμίζεται ότι τα δάνεια του πρώτου μνημονίου από την Ευρωζώνη ανέρχονται σε 52,9 δισ. ευρώ με επιτόκιο Euribor 3 μηνών +0,5%, γεγονός που τα καθιστά τη δεδομένη στιγμή ακριβά καθώς το Euribor τριμήνου είναι 3,412%, και με διάρκεια αποπληρωμής από το 2020 έως το 2040. Επίσης, από φέτος τρέχει και η αποπληρωμή των δανείων του EFSF (141,8 δισ. ευρώ με αποπληρωμή το 2056), ενώ από το 2034 προστίθενται και τα 86 δισ. ευρώ από τον ESM έως το 2060.
Την ίδια ώρα το Ελληνικό Δημόσιο τρέχει και το σχέδιο έκδοσης πράσινου ομολόγου για ποσό έως 1 δισ. ευρώ.
Η έκδοση πράσινου ομολόγου από την Ελλάδα αναμένεται να συμβάλει:
■ Στην ευθυγράμμιση της δημοσιονομικής πολιτικής του κράτους με τους εθνικούς στόχους βιωσιμότητας, αποδεικνύοντας περαιτέρω τη δέσμευσή του για την ατζέντα του για τη βιωσιμότητα και με τη διευκόλυνση της παρακολούθησης της προόδου που σημειώνεται στο πλαίσιο της στρατηγικής ESG της Ελλάδας (μέσω τακτικών εκθέσεων).
■ Στην ενίσχυση της επενδυτικής βάσης της Ελλάδας αντιμετωπίζοντας τα αυξανόμενα πρότυπα ESG των θεσμικών επενδυτών και προσεγγίζοντας νέους επενδυτές.
■ Αξίζει να σημειωθεί ότι τα χρήματα που λαμβάνει το κράτος από το πράσινο ομόλογο επενδύονται στην πράσινη ανάπτυξη. Γι’ αυτό η έκδοσή τους προϋποθέτει την αξιολόγηση των έργων που θα περιληφθούν από εξωτερικό σύμβουλο, ο οποίος θα πιστοποιήσει ότι τα έργα πληρούν τις προδιαγραφές, ενώ θα πρέπει να δημιουργηθούν οι κατάλληλοι μηχανισμοί παρακολούθησης.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το α’ τρίμηνο του έτους οι διεθνείς εκδόσεις πράσινων ομολόγων, η μεγαλύτερη κατηγορία του βιώσιμου χρέους με βάση τα μεγέθη, έφτασαν σε αξία τα 163,9 δισ. δολάρια, ξεπερνώντας το προηγούμενο ρεκόρ των 143,1 δισ. δολαρίων του τελευταίου τριμήνου του 2021, σύμφωνα με στοιχεία του πρακτορείου Bloomberg. Οι εκδόσεις αυτών των ομολόγων είναι αυξημένες κατά 32% σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο. Μάλιστα αναλυτές εκτιμούν ότι φέτος οι εκδόσεις πράσινων ομολόγων στις διεθνείς αγορές θα φτάσουν στα 600 δισ. δολάρια, ποσό το οποίο αν επιβεβαιωθεί θα ξεπεράσει τα επίπεδα-ρεκόρ του 2021.
Διαχειρίσιμο το χρέος
Στη 2η Εκθεση Mεταπρογραμματικής Εποπτείας για την Ελλάδα η Κομισιόν επισημαίνει ότι «παρά το δύσκολο διεθνές περιβάλλον, η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε με σταθερούς ρυθμούς το 2022, αν και ο ρυθμός αναμένεται να μετριαστεί το 2023 και το 2024, αντανακλώντας τις αυστηρότερες συνθήκες νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής». Παρ’ όλα αυτά, οι αναλυτές της Ε.Ε. θεωρούν ότι «η Ελλάδα διατηρεί την ικανότητα να εξυπηρετήσει το χρέος της» και «παρά τις πολλές προκλήσεις, η ελληνική οικονομία, τα δημόσια οικονομικά και η οικονομική κατάσταση έχουν αποδειχθεί ανθεκτικά».
Σύμφωνα με την ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους που περιλαμβάνεται στην έκθεση, η Ελλάδα εκτιμάται ότι αντιμετωπίζει χαμηλούς κινδύνους βραχυπρόθεσμα, υψηλούς κινδύνους μεσοπρόθεσμα και χαμηλούς κινδύνους μακροπρόθεσμα. Οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της κυβέρνησης για το 2023 και το 2024 είναι χαμηλές λόγω των προβλεπόμενων πρωτογενών πλεονασμάτων και της πορείας μείωσης του χρέους. Γίνεται επίσης σαφές ότι η χώρα έχει σημαντικό απόθεμα διαθεσίμων και έχει διατηρήσει συνεχή πρόσβαση στις αγορές, εν μέσω βελτιωμένων αξιολογήσεων για την πιστοληπτική ικανότητά της, «αν και παραμένει κάτω από την επενδυτική βαθμίδα».
Πάντως μια αξιολόγηση επενδυτικού βαθμού (investment grade) θα ανοίξει τον δρόμο σε περισσότερες επενδυτικές κινήσεις, με τις καθαρές χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου να ανέρχονται σε 9,43 δισ. ευρώ για το 2024 και σε 9,29 δισ. ευρώ για το 2025, ενώ το 2026 ανεβαίνουν στα 13,17 δισ. ευρώ.