του Κωστή Πλάντζου
Ενός δισ. ευρώ «δόσης»… μύρια (σε παροχές) έπονται. Από Δευτέρα ξεκινά το προεκλογικό «σπριντ» της κυβέρνησης. Το σύνθημα έδωσε χθες από τα Γιάννενα ο ίδιος ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών.
Λίγες ώρες μετά την έγκριση της δόσεως του 1 δισ. ευρώ και το μήνυμα Ρέγκλινγκ πως η εκταμίευσή της δείχνει την εμπιστοσύνη των δανειστών πως η Ελλάδα συνεχίζει να εφαρμόζει τις μεταρρυθμίσεις, ο κύριος Ευκλείδης Τσακαλώτος προανήγγειλε σε κομματική ομιλία του στα Ιωάννινα ότι το Σάββατο ή τη Δευτέρα θα κατατεθεί τελικά το πολύπαθο νομοσχέδιο για τις ρυθμίσεις χρεών με έως 120 δόσεις για Ταμεία και εφορία.
«Το είχαμε υποσχεθεί και τώρα μπορούμε να το κάνουμε», δήλωσε εννέα μήνες μετά το 3ο Μνημόνιο και λίγες ημέρες πριν τις κάλπες ο κύριος Τσακαλώτος, και συμπλήρωσε: «χτίσαμε την αξιοπιστία μας και τώρα είμαστε σε θέση να ανακοινώσουμε σημαντικά μέτρα».
Συσκέψεις και παζάρια
Πίσω από τις λέξεις, ο υπουργός Οικονομικών έδειξε ότι στηρίζει ένα «ισορροπημένο πακέτο» εξαγγελιών -που θα εξειδικευθεί προφανώς σε συσκέψεις στο Μαξίμου τις επόμενες ημέρες ή και ώρες- και βάζει φρένο στις πιέσεις κομματικών παραγόντων ή στελεχών για εκτεταμένες παροχές.
Η αναστολή μείωσης του αφορολογήτου αναδεικνύεται σε κεντρικό ζήτημα για την κυβέρνηση, μετά και την προαναγγελία κατάθεσης σχετικής τροπολογίας από τη Νέα Δημοκρατία. Στην ομιλία του στα Ιωάννινα ο κύριος Τσακαλώτος απέφυγε πλειοδοσίες, λέγοντας ότι η κυβέρνηση θα κινηθεί όπως κινήθηκε για να αποφύγει τις περικοπές των συντάξεων και θα ανοίξει τα χαρτιά της την κατάλληλη στιγμή.
Το στίγμα των προθέσεων Τσακαλώτου αποτυπώνει και το Πρόγραμμα Σταθερότητας που υπέβαλε στις Βρυξέλλες το υπουργείο Οικονομικών και προβλέπει υπερπλεονάσματα 5,5 δισ ευρώ σε βάθος τετραετίας, ως το 2022.
Στο Πρόγραμμα Σταθερότητας δεν διακρίνεται άμεσα η πρόθεση κατάργησης του μέτρου το 2020. Στο κείμενο η κυβέρνηση δεν λέει πουθενά ότι θα ακυρώσει την ψηφισμένη (με τον νόμο 4172 του 2017) μείωση του αφορολογήτου από τα 8.636, στα 5.600 ευρώ το 2020. Δηλώνει όμως ότι ο εκτιμώμενος δημοσιονομικός χώρος (συνολικά 5,5 δισ ευρώ στην 4ετία) θα χρησιμοποιηθεί για την τόνωση της ανάπτυξης και την προστασία των οικονομικά ασθενέστερων.
«Δίπορτο» μέχρι τις εκλογές
Πώς αλλιώς προστατεύονται όμως οι οικονομικά ασθενέστεροι, αν θα πληρώνουν φόρο όσοι βγάζουν από μόλις 400 ευρώ καθαρά το μήνα και πάνω (400 Χ 14 = 5.600 ευρώ);
Στους σχετικούς πίνακες, η κυβέρνηση προβλέπει αισθητή κάμψη του πρωτογενούς πλεονάσματος κάτω από 4% του ΑΕΠ το 2020 (έναντι 4,1%-4,7% όλα τα άλλα έτη από το 2017 ως το 2022) «φωτογραφίζοντας» έτσι κάποιου νέες παροχές. Και τις εξειδικεύει μιλώντας για «παρεμβάσεις στο σκέλος των εσόδων με στόχο την προοδευτική μείωση των φορολογικών βαρών». Άρα υπαινίσσεται φοροελαφρύνσεις για τους φτωχότερους, που θα αποκαλυφθούν ενδεχμένως τον Οκτώβριο, όταν καταθέσει τον Προϋπολογισμό του 2020 για έγκριση από την Κομισιόν.
Από την άλλη η μη μείωση του αφορολογήτου «στοιχίζει» όχι μόλις 0,2% αλλά 1% του ΑΕΠ (δηλαδή όχι 400 εκατ. αλλά 2 δισ. ευρώ) που είναι τα πενταπλάσια από τη μείωση στο πρωτογενές πλεόνασμα του 2020. Ενδεχομένως έτσι το οικονομικό επιτελείο να κρατάει «άμυνες» έναντι των Βρυξελών (ή και στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ), για να προσφέρει περισσότερες παροχές επιδομάτων φτώχειας, εάν τελικώς επιλεγεί να μειωθούν άλλοι φόροι (πχ φοροελαφρύνσεις σε επιχειρήσεις, ΦΠΑ, ΕΝΦΙΑ κλπ) αντί να ακυρωθούν οι επιβαρύνσεις από άμεσους φόρους σε μισθωτούς, συνταξιούχους και αγρότες.
Οι εξαγγελίες θα εξαρτηθούν κι από το αν θα αντέξουν ως τότε ο Προϋπολογισμός και οι στόχοι για πρωτογενή πλεονάσματα, καθώς κινούνται πλέον ανάμεσα στις «Συμπληγάδες» των εκλογών. Όλα αυτά πάντως θα τεθούν επί τάπητος από Δευτέρα και στις συσκέψεις με το «κουαρτέτο» των θεσμών που επιστρέφει στην Αθήνα ενόψει της 3ης Αξιολόγησης της μεταμνημονιακής εποπτείας.